Ο Κωνσταντάς, ο μεγάλος αυτός Δάσκαλος του Γένους, γεννήθηκε το 1753 στις Μηλιές του Πηλίου. Ήταν γόνος φτωχής αγροτικής οικογένειας. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του κοντά στον καλόγερο Άνθιμο Παπαπανταζή, καθώς και σε σχολείο της Ζαγοράς. Στα 1778 τον βρίσκουμε να υπηρετεί ως ιεροδιάκονος στον επίσκοπο Σκοπέλου, είναι η περίοδος που μετονομάζεται από Γεώργιος σε Γρηγόριος. Μέχρι και το 1779 έχει παρακολουθήσει μαθήματα σε σχολές της Άθω, της Χίου και της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διαμονή του στην Πόλη εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος στις δύο αδελφές του μητροπολίτη Εφέσου. Το 1780 εγκαταστάθηκε στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ενώ το 1784 παρακολούθησε μαθήματα από τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη σε σχολή του Βουκουρεστίου. Σύντομα κατόρθωσε να αναλάβει, μετά το θάνατο του δασκάλου του τη διεύθυνση της Σχολής, ως το 1787. Στο διάστημα που βρίσκεται στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, θα έρθει σε επαφή με Έλληνες λογίους και θα γνωρίσει τις νέες επιστημονικές θεωρίες και φιλοσοφικές θεωρίες των συγχρόνων του δυτικών διανοητών. Εντάχτηκε στον κύκλο του Δημητρίου Καταρτζή και αποδέχτηκε τις αρχές του Διαφωτισμού, όπως και ο εξάδελφός του Δανιήλ Φιλιππίδης, με τον οποίο όπως αναφέραμε πιο πάνω συνεργάστηκαν στην έκδοση της «Νεωτερικής Γεωγραφίας». Το 1787/8 μετέβη για λόγους υγείας στη Στεφανόπολη της Τρανσυλβανίας. Στα μέσα του 1788 τον συναντάμε δάσκαλο σε σπίτια Ελλήνων της Βιέννης. Συγχρόνως συνεχώς διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες μελετώντας επιστημονικά βιβλία και μαθαίνοντας ξένες γλώσσες. Εν συνεχεία μετέβη για σπουδές στο Χάλε της Πρωσίας και στην Πάντοβα της Ιταλίας ενώ το 1794 επέστρεψε στη γενέτειρά του, εκεί αποδέχτηκε την πρόταση για διορισμό στο Σχολείο των Αμπελακίων. Στα Αμπελάκια δίδαξε την Αρχαία Ελληνική και Ιταλική Γλώσσα, Μαθηματικά καθώς και Φιλοσοφία, για διάστημα οκτώ ετών (1795-1803). συγχρόνως ασχολήθηκε με τη μετάφραση ξενόγλωσσων βιβλίων.
Την περίοδο 1808-1812 βρισκόταν στην Κων/λη, όπου παρέδιδε κατ' οίκον μαθήματα. Το 1811 πέθανε στις Μηλιές ο δάσκαλός του Άνθιμος Παπαπανταζής, ο οποίος του κληροδότησε την ιδιοκτησία και τη διεύθυνση της Σχολής των Μηλεών. Επέστρεψε, λοιπόν στη γενέτειρά του το 1812 και για τρία χρόνια εργάστηκε από κοινού με τους Άνθιμο Γαζή, Δανιήλ Φιλιππίδη, Δημήτριο Αλεξανδρίδη και Ζήση Κάβρα. Συγχρόνως συμμετείχε στη Φιλόμουσο Εταιρεία. Η αντίδραση των τουρκικών αρχών προκάλεσε τη ματαίωση του σχεδίου για τη δημιουργία Ακαδημίας στη Θεσσαλία περιορίζοντας την εκπαιδευτική του Κωνσταντά στο Λύκειο, που ανεγέρθηκε στη γενέτειρά του. Το 1815 άρχισε τη λειτουργία της, η έστω υποβαθμισμένη, λόγω των τουρκικών αντιδράσεων, Μέση Σχολή των Μηλεών, όπου ο Κωνσταντάς δίδασκε αμισθί. Πολύ γρήγορα η σχολή στις Μηλιές απέκτησε φήμη σημαντικού εκπαιδευτικού κέντρου με σύγχρονο εξοπλισμό σε εποπτικά μέσα και πλούσια βιβλιοθήκη. Ο Κωνσταντάς το Πάσχα του 1821, ακολουθώντας το παράδειγμα του Γαζή, άρχισε να κινητοποιεί με επιστολές τους προύχοντες του Πηλίου, για τον αγώνα. Αργότερα υπήρξε ένας από τους τρεις πληρεξουσίους της Μαγνησίας που στάλθηκαν στην Άμφισσα, ενώ συμμετείχε στην πρώτη και τη δεύτερη Εθνοσυνέλευση εκπροσωπώντας τη Θεσσαλομαγνησία. Η κυβέρνηση που συγκροτήθηκε το 1824 τον διόρισε γενικό έφορο παιδείας. Έτσι, στα 1827 βρίσκεται ήδη στη Σύρο, όπου επιθεωρεί τα σχολεία του νησιού, διδάσκει και ιδρύει πρότυπο σχολείο εισάγοντας την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Δάσκαλο και διευθυντή ορίζει τον παλιό του μαθητή Γεώργιο Κλεόβουλο και βοηθό του τον Φίλιππο Ιωάννου. Αλληλοδιδακτικό σχολείο εγκαινιάζει επίσης στην Πάρο, ενώ τον ίδιο χρόνο μαρτυρείται η παρουσία του και στον Πόρο. Μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας του θα συντάξει μια αναφορά-πρόταση για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων της επαναστατημένης χώρας, την οποία υποβάλλει στον Καποδίστρια. Στη συνέχεια έλαβε μέρος μαζί με τον Γαζή στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Το 1829 τοποθετήθηκε διευθυντής του Ορφανοτροφείου της Αίγινας, όπου παρέμεινε έως το 1833. Μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη θα επιστρέψει στις Μηλιές. Η αδιαφορία που επέδειξε για το έργο του η κυβέρνηση των Βαυαρών και η παραγκώνισή του με τον ερχομό του Όθωνα, τον ανάγκασαν να αναχωρήσει για την τουρκοκρατούμενη τότε γενέτειρά του (περ. 1835). Θα παραμείνει εκεί διδάσκοντας αμισθί έως τις 6 Αυγούστου 1844, οπότε και πέθανε πάμφτωχος. Τα κυριότερα έργα του είναι τα εξής: Στοιχεία της Λογικής, Μεταφυσικής και Ηθικής (μετάφραση), Βενετία, 1804, Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791, Γενική Ιστορία του Μillot (μετάφραση), Βιέννη 1806, Φιλοθέου Πάρεργα, Βενετία 1800, Έκθεσις περί παιδείας, Κανονισμός των καθηκόντων του Εφόρου.