Η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, που υπό κανονικές συνθήκες θα γίνει τον Οκτώβριο, για να εγκρίνουν οι πολίτες τις μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη ο τόπος, προαναγγέλθηκε ήδη από τον Πρωθυπουργό της χώρας.
Ευλόγως, λοιπόν, τίθεται το ζήτημα των προθέσεων – στοχεύσεων του κ. Παπανδρέου, καθόσον μία δημοψηφισματική διαδικασία μπορεί να εκφυλισθεί σε μικροκομματική ιδιοτέλεια, εάν το περιεχόμενό της, βεβαίως, συναρτηθεί με στενές κομματικές επιδιώξεις, χωρίς να δίνει απάντηση στα πραγματικά διλήμματα – προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα, και εάν εμπεριέχει θέματα που μπορούν να πυροδοτήσουν συνθήκες «εμφυλίου» στην κοινωνία, όπως, για παράδειγμα, είναι το θέμα της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων.
Σύμφωνα με μία πρώτη προσέγγιση, ο κ. Παπανδρέου έχει αντιληφθεί πως η κυβέρνησή του αντιμετωπίζει ένα μεγάλο πρόβλημα. Εξελέγη με μία εντελώς διαφορετική, απ’ όσα σήμερα πράττει, πολιτική πλατφόρμα, γεγονός που απονομιμοποιεί πλήρως στην κοινωνία την εφαρμοζόμενη κυβερνητική πρακτική.
Συνεπώς, ο Πρωθυπουργός χρειάζεται μία πολιτική επανεκκίνηση. Με άλλα λόγια, χρειάζεται μία διαδικασία που, έστω και εμμέσως, χωρίς δηλαδή εκλογές, θα καλύψει το έλλειμμα νομιμοποιητικής βάσης, από το οποίο κατατρύχεται η κυβέρνησή του.
Σύμφωνα με μία δεύτερη προσέγγιση, ο κ. Παπανδρέου θέλει το δημοψήφισμα, για να εκτονώσει τη λαϊκή αγανάκτηση ή οργή που η ίδια η πολιτική του έχει συσσωρεύσει σε ευρέα κοινωνικά στρώματα.
Επιδιώκει, δηλαδή, να στήσει ένα δημοψήφισμα, για να εξαερώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, εμφανιζόμενος, ταυτοχρόνως, ο ίδιος ως πολιτικός αναμορφωτής, που προσπαθεί να ανοίξει νέους ορίζοντες αναζωογόνησης στο σημερινό πνιγηρό ελληνικό πολιτικό σύστημα.
Όμως, για να επιτύχουν οι προαναφερόμενες προσεγγίσεις τα ευεργετικά αποτελέσματα που ο Πρωθυπουργός τυχόν αναμένει, πρέπει να συντρέξουν δύο προϋποθέσεις: το όλο εγχείρημα να βρεί ανταπόκριση στην κοινωνία (εξιαρετικά απίθανο, αν υπολογίσουμε ότι το φθινόπωρο θα γίνουν πλήρως αισθητές οι επιπτώσεις από την φοροεπιδρομή του προσφάτως ψηφισθέντος εφαρμοστικού του μεσοπροθέσμου προγράμματος νόμου) και να δεχθεί η αντιπολίτευση να εμπλακεί στη διαδικασία.
Διαφορετικά, καραδοκούν οι κίνδυνοι του εκφυλισμού ή της θηριώδους αποχής, που θα ακυρώσουν τις επιδιώξεις των εμπνευστών του δημοψηφίσμτος και, μάλλον, θα το καταστήσουν μπούμερανγκ για τον κ.Παπανδρέου.
Υπάρχει, όμως, και μία τρίτη προσέγγιση των πραγμάτων. Ίσως ο Πρωθυπουργός με το δημοψήφισμα θελήσει να δείξει ότι πιάνει τον παλμό των γεγονότων και της κοινωνίας. Έτσι, οργανώνει το δημοψήφισμα ως προλείανση του εδάφους, για να στηθούν το φθινόπωρο διπλές κάλπες˙ μία για δημοψήφισμα και μια για γενικές βουλευτικές εκλογές.
Με τον τρόπο αυτό, και τον κίνδυνο της αυξημένης αποχής στο δημοψήφισμα θα αποφύγει και την εικόνα του πολιτικού αναμορφωτή θα εκμεταλλευτεί εκλογικά και τους πολίτες θα καλέσει να δώσουν λύση στα προγραμματικά ζητήματα του τόπου, χωρίς να κατηγορηθεί ότι στερεί από τη δημοκρατία το οξυγόνο των εκλογών.
Εάν, μάλιστα, φέρει προς ψήφιση στη Βουλή το νέο Μνημόνιο και τη νέα Δανειακή Σύμβαση με απαιτούμενη πλειοψηφία τριών πέμπτων (δηλαδή 180 ψήφους) και η Νέα Δημοκρατία καταψηφίσει, τότε θα έχει και την πολυτέλεια να επιρρίψει πλήρως την ευθύνη για τη διενέργεια των εκλογών στον «ανεύθυνο» κ. Σαμαρά, που δεν μπορεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αντιληφθεί την κρισιμότητα των στιγμών που διέρχεται η πατρίδα.
Όπως η πολιτική λογική καταδυκνύει, μάλλον η τρίτη εκδοχή είναι και η επικρατέστερη. Τα πολιτικά καύσιμα της κυβέρνησης Παπανδρέου – Βενιζέλου τελειώνουν το φθινόπωρο, με αποτέλεσμα η προσφυγή στις κάλπες να καθίσταται ουσιαστικά μονόδρομος.
Ο Αστέριος Ροντούλης είναι βουλευτής Λάρισας του ΛΑΟΣ