Του γεωπόνου Δημήτρη Κουλουκτσή
Σε σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μου που βρέθηκα τελευταία, άκουσα από κάποια κυρία να ζητάει από την πωλήτρια των τυροκομικών προϊόντων «νηστίσιμη φέτα». Σε ερώτησή της, ποιανού παραγωγού είναι, η πωλήτρια ανέφερε γνωστή εταιρεία της Βόρειας Ελλάδας. Το άκουσμα αυτού του διαλόγου με προβλημάτισε και με παρακίνησε να ξαναγράψω για το θέμα των «νηστίσιμων τυριών», τόσο για την ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού, όσο και για το κέντρισμα του ενδιαφέροντος και του καθήκοντος των αρμόδιων, για την κυκλοφορία των τροφίμων γενικά και των γαλακτοκομικών ειδικότερα, φορέων. Υπάρχουν «νηστίσιμα τυριά»;
Νηστίσιμα τυριά δεν υπάρχουν και περισσότερο δεν υπάρχει «νηστίσιμη φέτα». Το τυρί «ΦΕΤΑ» είναι το παραδοσιακό εθνικό μας προϊόν, το οποίο παράγεται μόνο από πρόβειο γάλα ή μίγμα πρόβειου και γίδινου γάλακτος και στο μίγμα αυτό το γίδινο δεν ξεπερνά το 30% κατά βάρος. Είναι τυρί με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ), παράγεται μόνο στην Ελλάδα, με οριοθετημένη περιοχή όλη την ηπειρωτική χώρα και από τη νησιωτική το νομό Λέσβου. Κανένα άλλο προϊόν που δεν παράγεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές της «ΦΕΤΑΣ», δεν επιτρέπεται να ονομάζεται «ΦΕΤΑ», ούτε καν να παραπέμπει στην ονομασία αυτή. Τα διατροφικά παρασκευάσματα που κάποιοι τα βαφτίζουν «νηστίσιμα» και τα κυκλοφορούν στην αγορά ακόμα και με την επίσημη ονομασία «ΝΗΣΤΙΣΙΜΟ», ή με ονομασίες που παραπέμπουν στη νηστεία, εκμεταλλευόμενοι το θρησκευτικό συναίσθημα κάποιων καταναλωτών με παραπλανητικό τρόπο, και δυστυχώς δεν ελέγχονται, είναι αυτά που επίσημα ονομάζονται «μη γαλακτοκομικά προϊόντα». Τα προϊόντα αυτά είναι απομιμήσεις ή υποκατάστατα των γαλακτοκομικών προϊόντων. Το χαμηλό κόστος παραγωγής τους και ο τρόπος με τον οποίο τοποθετούνται στην αγορά έχουν σαν αποτέλεσμα τον έντονο και αθέμιτο ανταγωνισμό προς τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Για να αποτρέπεται κάθε σύγχυση στον καταναλωτή μεταξύ των γαλακτοκομικών προϊόντων και των υποκατάστατων και για να βελτιωθεί η διάθεση των γαλακτοκομικών προϊόντων στην αγορά με προώθηση της κατανάλωσής τους, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε τον Κανονισμό (ΕΟΚ) 1898/87 «Σχετικά με την προστασία της ονομασίας του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων κατά τη διάθεσή τους στο εμπόριο», με σκοπό την προστασία της φυσικής σύνθεσης του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, προς το συμφέρον των παραγωγών κτηνοτρόφων καθώς και την προστασία του καταναλωτή. Στη χώρα μας, με την Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) 278186/7-8-2002, καθορίζονται συμπληρωματικά μέτρα εφαρμογής του παραπάνω Κανονισμού με στόχο τη στήριξη του εισοδήματος των κτηνοτρόφων γαλακτοπαραγωγών και την αποφυγή παραπλάνησης του καταναλωτή στην αγορά των γαλακτοκομικών προϊόντων. Σύμφωνα με τον Κανονισμό η ονομασία « γάλα» προορίζεται αποκλειστικά για το προϊόν της φυσιολογικής έκκρισης των γαλακτοφόρων αδένων θηλαστικών, το οποίο λαμβάνεται με μία ή περισσότερες αμέλξεις χωρίς οποιαδήποτε προσθήκη ή αφαίρεση. Με την απλή ονομασία γάλα εννοείται ότι αυτό είναι αγελαδινό. Όταν προέρχεται από άλλο ζώο υποχρεωτικά πρέπει να δηλώνεται η προέλευσή του (πρόβειο, γίδινο, κλπ). Ως γαλακτοκομικά προϊόντα ο Κανονισμός ορίζει εκείνα, τα οποία προέρχονται αποκλειστικά από το γάλα, όπως η έννοιά του ορίζεται παραπάνω. Είναι δυνατό να προστίθενται ουσίες που είναι απαραίτητες για την παρασκευή τους, εφόσον οι ουσίες αυτές δεν χρησιμοποιούνται με σκοπό την ολική ή μερική αντικατάσταση οποιουδήποτε από τα συστατικά του γάλακτος.
Για τα γαλακτοκομικά προϊόντα χρησιμοποιούνται οι ονομασίες:
Ορός γάλακτος, κρέμα, βούτυρο, βουτυρόγαλα, βουτυρέλαιο, καζεϊνες, άνυδρες λιπαρές ουσίες του γάλακτος, τυριά, γιαούρτι, κεφίρ, κούμις. Οι ονομασίες που αναφέρονται παραπάνω δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για κανένα άλλο προϊόν, εκτός από αυτά που προέρχονται αποκλειστικά από το γάλα. Για προϊόντα άλλα από αυτά που προαναφέρονται, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ετικέτες, εμπορικά έγγραφα ή οποιαδήποτε μορφή διαφήμισης που να δηλώνει, να συνεπάγεται ή να υπαινίσσεται ότι το προϊόν αυτό είναι γαλακτοκομικό. Σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 278186/7-8-02 ως μη γαλακτοκομικά προϊόντα νοούνται τα προϊόντα ως υποκατάστατα ή αναπληρώματα ή απομιμήσεις κ.λ.π. προϊόντων γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, τα οποία δεν είναι σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1898/87 του Συμβουλίου.
Σαν τέτοια αναφέρονται: Αυτά για τα οποία χρησιμοποιείται γάλα που υπέστη θερμική επεξεργασία πάνω από 85 βαθμούς Κελσίου με αρνητικές δοκιμές για τα ένζυμα φωσφατάση και υπεροξειδάση.
Αυτά που προκύπτουν από δεύτερη μεταποίηση, όπως με χρήση σκόνης γάλακτος, συμπυκνωμένου γάλακτος, καζεϊνών κλπ.
Αυτά στα οποία έχουν αλλοιωθεί τα φυσικά συστατικά του γάλακτος, π.χ. αφαίρεση και αντικατάσταση των συστατικών του.
Αυτά στα οποία έχουν προστεθεί ξένες ουσίες, γλυκαντικά (ζάχαρη, σιρόπι, κ.λπ.) ή άλλες μη επιτρεπόμενες ουσίες, όπως είναι τα επιδόρπια.
Τα παραπάνω προϊόντα δεν είναι, ούτε πρέπει να λέγονται τυριά ή γιαούρτια, ούτε πρέπει να τοποθετούνται στους ίδιους χώρους πώλησης με τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Οι καταναλωτές δεν πρέπει να τα ζητούν σαν τυριά, αλλά να κάνουν χρήση τους όρους: Υποκατάστατο ή απομίμηση ή αναπλήρωμα. Κυκλοφορούν στην αγορά και διαφημίζονται στο διαδίκτυο τέτοια προϊόντα με παραπλανητικές ονομασίες που παραπέμπουν σε τυριά και στη νηστεία και πολλά τα βαφτίζουν ξεκάθαρα «νηστίσιμα» .
Μερικά από αυτά είναι τα : Έδεσμα σε άλμη, Υποκατάστατο τυριού, Φυτικό,VIOFAST-ΝΗΣΤΙΣΙΜΟ, φαστ-Fast Wellness, Primo, Pertetto, Perla κλπ .Η λέξη φαστ σημαίνει μεταξύ των άλλων και νηστεία. Το «Έδεσμα σε άλμη» στις συστάσεις του αναφέρει : « Αντικαθιστά τη φέτα σε όλες της τις εκδοχές». Τα: Primo, Pertetto, Perla, στις διαφημίσεις τους αναφέρονται ως τυριά. Κανένα από τα παραπάνω προϊόντα δεν είναι τυρί, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν ως προς την ποιότητα κανένα τυρί και πολύ περισσότερο τη ΦΕΤΑ. Η τιμή τους είναι παραπλήσια με αυτή των τυριών, αν και το κόστος τους είναι χαμηλότερο. Αν παραδεχτούμε ότι στην Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία νηστεία είναι μεταξύ των άλλων και η αποχή από κάθε τρόφιμο ζωϊκής προέλευσης, τότε τα μη γαλακτοκομικά προϊόντα δεν μπορεί να είναι νηστίσιμα, αφού τα περισσότερα από τα συστατικά τους είναι ζωϊκής προέλευσης. Εκτός αν κάποιοι πιστοί βολεύονται να νομίζουν ότι νηστεύουν, καταναλώνοντας προϊόντα υποκατάστασης, τα οποία κάποιοι τους τα προσφέρουν βαπτίζοντάς τα νηστίσιμα, για να εξυπηρετήσουν με δόλιο τρόπο τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα. Βασική πρώτη ύλη στην παρασκευή των υποκατάστατων είναι η σκόνη αποβουτυρωμένου γάλακτος, στο μίγμα της οποίας με το νερό προστίθενται φυτικό λίπος και καζεϊνικά. Παρόμοια προϊόντα που παρασκευάζονται με πρωτεΐνες και λίπος σόγιας ονομάζονται παρασκευάσματα σόγιας. Στο διαδίκτυο ένας ιερέας αναφέρει: « Νηστίσιμη φέτα, νηστίσιμο τυρί και άλλες τροφές νηστίσιμες. Ειδικές συνταγές νηστείας και κάποιες... αγιορείτικες, το «α» μικρό, γιατί το «Α» κεφαλαίο είναι για τους αληθινούς Αγιορείτες και απανταχού του κόσμου αληθινούς νηστευτές, μοναχούς, κληρικούς και κοσμικούς. Κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, αλλά τον Κύριο όχι. Νηστεία με ...υποκατάστατα δεν νοείται».