Ήταν Ρομά, μεγαλωμένη σε καταυλισμό τσιγγάνων ανάμεσα σε πολυμελή οικογένεια. Ζουν ομαδικά κι είναι γνωστό πόσα παιδιά γεννούν οι γυναίκες αυτής της φυλής, μέσα σε συνθήκες όχι και τις καλύτερες από απόψεως υγιεινής, κι άλλα βασικά σημαντικά που αφορούν τον καθημερινό τους βίο, προβληματίζουν. Έτσι η Μυρτώ αποφάσισε να ξεκόψει να φύγει απ’ τους ανθρώπους της φυλής της, να γυρέψει μια δουλειά για να μπορέσει να ζήσει σ’ ένα άλλο περιβάλλον πιο πολιτισμένο, μιας κάποιας υπόστασης λίγο ανώτερης, αλλά το κυριότερο η χρηματική απολαβή ήταν τόσο φτωχή. Άνθρωπος από το περιβάλλον της Μυρτώς της έδωσε τη διεύθυνση ενός σπιτιού στο κέντρο της πόλης.
Ενός αρχοντικού πολλών τετραγωνικών, κτισμένο μέσα σ’ έναν απέραντο χώρο με κήπο και γύρω ένας ψηλός τοίχος έκλεινε κι έκρυβε το υπέροχο αυτό σπίτι απ’ τα αδιάκριτα μάτια των περαστικών.
Ήταν βέβαιο πως όλα εκεί απέπνεαν πλούτο, καλό γούστο, πολυτέλεια, αλλά και πολλή δουλειά για να ‘ναι όλα καθαρά και περιποιημένα.
Έπρεπε λοιπόν να υπάρχει υπηρετικό προσωπικό για τους ιδιοκτήτες αυτού του μεγάρου που ζούσαν εκεί και επιθυμούσαν τα πρόσωπα που υπήρχαν δίπλα τους να είναι πρόθυμα, εργατικά κι έμπιστα.
Κι ας δούμε τους ενοίκους του σπιτιού. Ένα νέο ζευγάρι έμενε εκεί μόνο του εφόσον στη διάρκεια των δέκα χρόνων συζυγικού βίου δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Η δουλειά του άνδρα ήταν μεγαλοκτηματίας, όπου του έδινε αρκετά χρήματα να ζουν, μαζί και με τα περιουσιακά στοιχεία της γυναίκας του, πλούσια άνετα. Όλο το παρουσιαστικό του απέπνεε αρχοντιά, το ψηλό του παράστημα, τα τέλεια χαρακτηριστικά του προσώπου του, όμορφος και γοητευτικός. Δίπλα σ’ αυτόν τον άνδρα η γυναίκα του ωχριούσε, δεν είχε τίποτα το ωραίο πάνω της, κάτι που θα ήθελες να προσέξεις να ξεχωρίσεις σ’ αυτή. Μέτρια σ’ όλα, συμμαζεμένη, κλειστή και σοβαρή.
Σαν πήγε η τσιγγανοπούλα μας να ζητήσει δουλειά μπήκε στο σπίτι με θάρρος, με το πληθωρικό ταπεραμέντο της, θορυβώδης γελαστή και με την τσιγγάνικη προφορά της μίλησε για την καταγωγή της και δεν ντράπηκε ούτε έκρυψε τίποτα. Αυτό άρεσε στο ζευγάρι, την προσέλαβαν αμέσως και την οδήγησαν στον χώρο που θα έμενε τον περισσότερο χρόνο μαζί τους δουλεύοντας πιστά με χαμηλούς τόνους, σοβαρή και μετρημένη απέναντι στα αφεντικά της. Όμως, κατά τη διάρκεια της δούλεψής της στο σπίτι τίποτα απ’ αυτά δεν επικράτησε.
Η όμορφη τσιγγάνα μας με τα πλούσια προσόντα της, το θερμό της ταπεραμέντο, την αφοπλιστική αθωότητα, τα ειλικρινή αισθήματα, αγάπη, πάθος, έρωτας, να κατακλύζουν το μέρος της καρδιάς της για τον ωραίο άνδρα που υπηρετούσε καθημερινά και αγάπησε από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισε.
Όμως κι εκείνος δεν έμεινε αδιάφορος μαζί της. Της έδειξε το ενδιαφέρον του, του άρεσε η φλογερή ματιά της, το γέλιο της, η ζωηράδα, το ανήσυχο και τρελό αίμα που κυλάει στις φλέβες των τσιγγάνων.
Δεν άργησαν να αγαπηθούν μ’ ένα πάθος να τους συνεπαίρνει διαρκώς και να τους φέρνει όλο και πιο κοντά.
Γνώριζαν πως δεν έπρεπε, δεν ήταν καθαρό και τίμιο να παίζουν αυτό το παιχνίδι κρυφά από τη γυναίκα του, που δεν άργησε να αντιληφθεί τον δεσμό τους. Γρήγορα χώρισαν και ο άνδρας έφυγε από το σπίτι χωρίς να ζητήσει τίποτα. Βλέπουμε λοιπόν τους δυο εραστές να ζουν μαζί σ’ ένα άλλο περιβάλλον, απλό, φτωχικό, δίχως πολυτέλειες και ανέσεις. Όμως ήταν πλούσια η αγάπη που τους ένωνε, απέκτησαν τρία παιδιά και ζούσαν ευτυχισμένοι. Δυστυχώς ένα σοβαρό ατύχημα έφερε τον άνδρα της Μυρτώς να ’ναι σε αναπηρικό καροτσάκι μην μπορώντας να περπατήσει.
Εκείνη στάθηκε δίπλα του με απέραντη αγάπη να τον υπηρετεί και πάλι με αφοσίωση, στοργή, να του δίνει κουράγιο, δύναμη να ανταπεξέλθει τις δυσκολίες από το απρόβλεπτο της μοίρας. Μέρα νύχτα ήταν κοντά του να τον προσέχει, να εκτελεί κάθε του επιθυμία, να τον φροντίζει, να τον περιποιείται, να τον κοιτάζει στα μάτια γεμάτη αγάπη και σεβασμό πλέον.
Διάβηκε κι άλλο ο χρόνος, η Μυρτώ εξακολουθούσε να υπηρετεί πιστά, πάντα κοντά στον ανάπηρο άνδρα της ωσότου εκείνος έφυγε απ’ τη ζωή.
Όμως ακόμη και τώρα που ζει ανάμεσα στα παιδιά της και τα εγγόνια της, η θύμησή του μένει ανεξίτηλη στην καρδιά της, στην ψυχή της η απέραντη αγάπη της για κείνον. Όσο ζει κι αναπνέει η μορφή του θα συντροφεύσει τα όνειρά της ως το τέλος.
Κι αν στον δρόμο της πόλης μας πριν από αρκετά χρόνια έτυχε να συναντήσετε μια μελαχρινή γυναίκα να οδηγεί σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι έναν άνδρα με γκρίζα μαλλιά κι όμορφα χαρακτηριστικά, να ξέρετε πως είναι αυτοί οι δύο, τα πρόσωπα που σας διηγούμαι, σε μια ιστορία που είναι αληθινή, πραγματική.
Η Κωνσταντίνα Κότση
είναι ποιήτρια – Λλογοτέχνης,
μέλος του Συνδέσμου Γραμμάτων
και Τεχνών Θεσσαλίας