Στα τέλη περίπου της δεκαετίας του ‘90 - εποχή που ασκούσα το δημοσιογραφικό επάγγελμα - έπεσε στα χέρια μου μια απροσδόκητη όσο και παράξενη εγκύκλιος για τα Θρησκευτικά – υπό την έννοια ότι ήταν το περιεχόμενό της ήταν εκτός ύλης του προγράμματος σπουδών για το συγκεκριμένο μάθημα – δια της οποίας ο τότε Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων της περιοχής καλούσε τους εκπαιδευτικούς να κρατάνε αποστάσεις από τις θέσεις, απόψεις και αντιλήψεις γύρω από τη χριστιανική θρησκεία που είχε διατυπώσει σε έργα του ο κρητικός συγγραφέας, πεζογράφος και ποιητής Νίκος Καζαντζάκης. Τον θεωρούσε «αιρετικό» και του κατελόγιζε πλείστα αμαρτήματα, υποστηρίζοντας ότι είχε εγκατασπείρει αντιχριστιανικές αντιλήψεις σ’ όλα τα έργα του (κι όλα αυτά παρότι τα «βιβλία του Καζαντζάκη κοσμούν την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη», όπως είχε δηλώσει ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, διαψεύδοντας ότι ο Καζαντζάκης είχε αφορισθεί από την Εκκλησία)
Είχα, λοιπόν, στα χέρια μου ένα δημοσιογραφικό “λαβράκι” που η δημοσίευσή του ήταν βέβαιο θα προκαλούσε σάλο στηn κοινή γνώμη (και, άρα, αύξηση πωλήσεων στην εφημερίδα), θεώρησα, όμως, ότι πρέπει πρώτα να μιλήσω με τον κ. Σύμβουλο, καθώς τον γνώριζα και τον σεβόμουν. Όπως κι έγινε. Ανταμώσαμε, επιβεβαίωσε την έκδοση της εγκυκλίου του και υπερασπιζόμενος το περιεχόμενό της, μου εξήγησε γιατί το έκανε, ανέπτυξε τα επιχειρήματά του και στο ερώτημά μου «να προχωρήσω στη δημοσίευση;» απάντησε συγκαταβατικά. «Ναι, Χαράλαμπε, φθάνει να περιλάβεις και τα λεγόμενά μου, αυτά που είπαμε στη συνέντευξη» - όπερ και εγένετο. Την άλλη μέρα; “Σάλος”!.. Το θέμα έγινε πρωτοσέλιδο σ’ όλο τον αθηναϊκό Τύπο, “έπαιζε” στις ειδήσεις όλων των καναλιών, είχε ασχοληθεί μέχρι και το CNN – παγκοσμίας φήμης γαρ ο Καζαντζάκης.
Εν τω μεταξύ στη Λάρισα άρχισε να εξελίσσεται ένας “εμφύλιος” στον χώρο της εκπαιδευτικών με τους Συλλόγους των Φιλολόγων από τη μία, και των Θεολόγων από την άλλη να αντιπαρατίθενται από των στηλών του Τοπικού Τύπου, ενώ εξαιτίας της όλης “φασαρίας” δεν είχε μείνει βιβλίο του Καζαντζάκη απ’ τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Στη θέμα παρενέβη και το Υπ. Παιδείας και θυμάμαι την επί της ουσίας, «μετρημένη» δήλωση του τότε Διευθυντή Β/θμιας Εκπαίδευσης Λάρισας (Φιλολόγου στην ειδικότητα): «Έχει κάθε δικαίωμα ο κ. Σύμβουλος να έχει τις προσωπικές απόψεις του, αλλά αυτό δεν ισχύει εντός της υπηρεσίας. Δεν μπορεί το κάθε στέλεχος της Εκπαίδευσης να εκδίδει εγκυκλίους βάζοντας τηn υπογραφή του και, κυρίως, τη στρογγυλή σφραγίδα του κράτους, εκφράζοντας απόψεις contra στις θέσεις της πολιτείας, εν προκειμένω του Υπ. Παιδείας».
Στην περίπτωση της διδασκαλίας στο μάθημα των Θρησκευτικών (ΜτΘ) στο Γυμνάσιο Λαυρίου τα πράγματα είναι κάπως πιο περίεργα, έως και τραγικά. Έχουμε, λοιπόν, έναn καθηγητή που αντί να διδάξει τα προβλεπόμενα από το πρόγραμμα σπουδών για το ΜτΘ, αυτός κρίνει ότι πρέπει να εκφράσει διδακτικά τις δικές του απόψεις για θέματα περί ομοφυλοφιλίας, κλπ., μοιράζοντας, μάλιστα και φυλλάδια προσωπικής του επιλογής μεν, μη εγκεκριμένα από το Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων δε... Ο συγκεκριμένος εκπαιδευτικός, ως (κατά περίστασιν – θα καταλάβετε παρακάτω τι εννοώ) καθηγητής Θρησκευτικών, όφειλε να γνωρίζει ότι μέσα στο σχολείο τέτοιες απόψεις είναι αντίθετες στη φυσιογνωμία, τον χαρακτήρα και τους σκοπούς του μαθήματος. Το ΜτΘ και ειδικότερα τα Νέα Προγράμματα Σπουδών, που εδώ και δύο δεκαετίες εφαρμόζονται στην Α/θμια και Β/θμια Εκπαίδευση, με τις όποιες αλλαγές που έχουν γίνει, είναι μάθημα ελευθερίας, δημοκρατίας, σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και γόνιμου διαλόγου αλληλογνωριμίας όλων ανεξαιρέτως των μαθητών/-τριών, οποιασδήποτε ιδεολογικής, πολιτισμικής και θρησκευτικής ταυτότητας. Όπως τόνισε και το Υπ. Παιδείας στη δεόντως επικριτική ανακοίνωσή του για το συγκεκριμένο περιστατικό στο Γυμνάσιο Λαυρίου «Τα σχολεία είναι χώροι εκπαίδευσης, φιλίας, σεβασμού και αλληλεγγύης. Η εκπαιδευτική κοινότητα οφείλει να σέβεται και να προωθεί αυτές τις αρχές». Το τραγικό στην όλη περίπτωση είναι ότι στα περισσότερα (έντυπα και ηλεκτρονικά) μέσα ενημέρωσης, εξ αιτίας της προκατάληψης που υπάρχει για το ΜτΘ για τους Θεολόγους εκπαιδευτικούς, η πληροφορία για την ειδικότητα του καθηγητή ήταν λανθασμένη και, άρα, η είδηση παραποιημένη. Ακόμη και η σοβαρή και έγκυρη «Καθημερινή» σε ρεπορτάζ της (02-11-2024, σελ. 4), αναφερομένη υποτιμητικά στο κλάδο των Θεολόγων γράφει: «Η αντίδραση του καθηγητή μετά την κατακραυγή είναι ενδεικτική: “Αυτά διάβασα, αυτά σπούδασα”. Η παθητικοεπιθετική του θέση σημαίνει δύο πράγματα: Aφενός ότι, κατά τη γνώμη του, δεν κηρύσσει κάτι υποκειμενικό ή παράλογο, αλλά αυτά που βρήκε έτοιμα και που για να τα διάβασε και να τα σπούδασε, δεν μπορεί παρά να διαθέτουν κύρος το οποίο υπερβαίνει τις διαμαρτυρίες μας. Αφετέρου ότι έκανε τη δουλειά του. Εδώ, ο καθηγητής δεν έχει άδικο. Ο άνθρωπος είναι θεολόγος˙ εφόσον το σχολικό μάθημα που διδάσκει έχει ακόμη δογματικό αντί για φιλοσοφικό ή εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα, κι εφόσον οι μαθητές δεν λαμβάνουν από αυτό ακαδημαϊκές γνώσεις αλλά βολές χριστιανικής προπαγάνδας, ο λόγος του μίσους είναι συμβατός με το αντικείμενό του...».
Γράφει και πολλά άλλα υποτιμητικά εις βάρος των Θεολόγων ο συντάκτης του εν λόγω ρεπορτάζ, ο οποίος το μόνο που δεν φρόντισε να μάθει είναι ποιάς ειδικότητας ήταν ο κατά περίστασιν «καθηγητής Θρησκευτικών». Η αλήθεια είναι αποκαλυπτική: ο εκπαιδευτικός που ενεπλάκη στο περιστατικό δεν είναι θεολόγος (ΠΕ01). Είναι φιλόλογος (ΠΕ02) που κλήθηκε να καλύψει διδακτικό κενό, διδάσκοντας (ως έχει το δικαίωμα, βάσει νόμου) Θρησκευτικά ως τρίτη ανάθεση. Τώρα, πώς μπορεί να στηθεί ένα ολόκληρο story με γεγονότα επινοημένα, αυτό είναι ένα θέμα που αφορά στη (εν προκειμένω, βαρέως τρωθείσα) δημοσιογραφική δεοντολογία. Επί της ουσίας, όμως, του περιστατικού στο Λαύριο το Υπ. Παιδείας οφείλει τα πάρει τα μέτρα του. Η διδασκαλία των Θρησκευτικών δεν είναι απλώς μια διεκπεραιωτική διαδικασία που μπορεί να καλυφθεί ευκαιριακά. Είναι μια λεπτή παιδαγωγική τέχνη που απαιτεί ειδική κατάρτιση, ευαισθησία και όραμα. Σε μια εποχή που η θρησκευτική άγνοια τροφοδοτεί τον φανατισμό και η προκατάληψη γεννά φόβο, το μάθημα των Θρησκευτικών οφείλει να είναι φάρος γνώσης, κατανόησης και αποδοχής.
* O Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β/θμιας Εκπ/σης, κλ. ΠΕ01, δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας Α.Π.Θ. (xaan@theo.auth.gr).