Ελάχιστες κοινωνίες στην ιστορία της ανθρωπότητας μπόρεσαν να υπερβούν το φάσμα του πρωτείου της υλικής επιβίωσης, καθώς και να χαλιναγωγήσουν τις ροπές που αφορούν την υλική απληστία, κατορθώνοντας να τις γράψουν αλλά και να τις υποτάξουν σε μια διαδικασία αναζήτησης της ελευθερίας και της αλήθειας της ζωής. Ο δεύτερος αυτός τρόπος κοινωνικής οργάνωσης είναι το σπουδαίο επίτευγμα του ελληνικού πολιτισμού.
Η αναζήτηση της ελευθερίας και της αλήθειας του βίου, βρήκε την ενσάρκωσή της, στην άμεση συμμετοχή στα κοινά, στην άρνηση υποταγής της ατομικής και συλλογικής ύπαρξης στις αναγκαιότητες της βιολογικής αναπαραγωγής, στην κοινωνικότητα ως αυτοσκοπό για την πραγμάτωση του ανθρώπου.
Τη μέγιστη αυτή πολιτισμική κατάκτηση σημαντικοί φορείς του πνεύματος της εποχής μας την είδαν να αποκρυσταλλώνεται στην αρχαιοελληνική κοινωνία ως πάθος-μάθος (Κώστας Παπαϊωάννου), ως αυτόνομη θέσπιση (Κορνήλιος Καστοριάδης), ως ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα (Γιώργος Κοντογιώργης), ως συναμφότερον (Κώστας Ζουράρις) και τέλος ως άθλημα προσωπικών σχέσεων κοινωνίας (Χρήστος Γιανναράς). Κάπως έτσι κύλησαν τα πράγματα για την ελληνική κοινωνία για πολλούς αιώνες, ακόμη και όταν εξαιτίας της ξένης κατάκτησης η πόλη-κράτος δεν μπόρεσε να διατηρήσει την αυτονομία της, οι ελληνικές κοινότητες που διαμορφώθηκαν κατάφεραν να διασώσουν και ως ένα βαθμό να πάνε ακόμη πιο πέρα, κάποια από τα σημαντικότερα στοιχεία των εποχών που προηγήθηκαν και που όπως είπαμε έχουν σχέση με την ελευθερία και την αλήθεια της ύπαρξης.
Τι συμβαίνει λοιπόν και διακόσια σχεδόν χρόνια μετά την απελευθέρωση, οι Έλληνες αρνούνται να συμμορφωθούν με τους νόμους του κράτους τους και αδυνατούν να λειτουργήσουν ομαλά εντός μιας οποιασδήποτε συλλογικής ένταξης; Γιατί κάθε συλλογική προσπάθεια να είναι καταδικασμένη, από την υπερτροφική εγωπάθεια των Ελλήνων; Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε, συνοψίζοντας έρευνες βασικών μελετητών και σχολιαστών της ελληνικής ιστορίας πως το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν κατάφερε να εκφράσει σε επίπεδο θεσμών τους αποκρυσταλλωμένους, στους ελληνικούς πληθυσμούς, τρόπους βίωσης της πραγματικότητας . Αντίθετα εισήγαγε μια θεσμική άρθρωση αλλότρια ως προς τις ζώσες κατακτήσεις του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι διαταράχθηκε αυτή η αρμονική ισορροπία μεταξύ ατομικού και κοινωνικού.
Στη βάση αυτής της υπόθεσης μπορούν να εξηγηθούν δύο τύποι συμπεριφοράς που σχεδόν μονοπωλούν την ατομική αντίδραση στη δημόσια σφαίρα. Η πρώτη μπορεί να συσχετιστεί με την ανάληψη από την πλευρά των Ελλήνων μιας καταστροφικής σχέσης με τα δημόσια αγαθά. Θα μπορούσαμε να φέρουμε ως παράδειγμα τη συστηματική φθορά που προξενούν οι μαθητές στο δεύτερο σπίτι τους, το σχολείο, με κάθε ευκαιρία και ειδικώς στις περιπτώσεις που διεκδικούν τα συλλογικά τους δικαιώματα. Η λογική είναι μάλλον απλή, πρόκειται για τη βία που προκαλεί η τραυματική παρουσία της αίσθησης της απόσχισης και της αποξένωσης, του ατομικού από το κοινωνικό. Κάθε τι που εμπίπτει στη δημόσια σφαίρα, θεωρείται ξένο ως προς το άτομο και μάλιστα ως κάτι που διεκδικεί πλαστά τον τίτλο του δημόσιου αγαθού. Αφού λοιπόν δεν πραγματώνει το ατομικό, του «αξίζει να καταστραφεί». Η δεύτερη χαρακτηριστική συμπεριφορά, προκαλεί στη σκέψη του ψύχραιμου παρατηρητή την εικόνα του άρπαγα και τη συνθήκη της λεηλασίας. Αυτή μπορεί να αποκωδικοποιηθεί στην αντίληψη του δημόσιου χώρου, ως αντικείμενου αποκλειστικά ατομικής κατάληψης και ιδιοποίησης. Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε πολλά και ποικίλα παραδείγματα από την αυταρχικότητα και την ασυδοσία των δημοσίων λειτουργών, επί των πολιτών και επί της κρατικής περιουσίας.
Η ανισορροπία μεταξύ ατομικού και συλλογικού, είναι μια από της ουσιωδέστερες πλευρές της παρακμής της ελληνικής κοινωνίας, αυτή που δίνει τροφή σε ένα σύνολο συνδρόμων, όπως αυτά της εγωπάθειας, της μειονεξίας, της ημιμάθειας, του δογματισμού, της ξυπασιάς, του μιμητισμού και τελικά της αποθέωσης του επιφανειακού και ασήμαντου. Συνάμα μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις βασικές αιτίες της οικονομικής κρίσης.
Οι προοπτικές διεξόδου και απαγκίστρωσης από τον στροβιλισμό της παρακμής και της φαυλότητας, μπορούν να αναζητηθούν στις πολιτικές και παιδαγωγικές διαδικασίες αποκατάστασης της ισορροπίας, μεταξύ κοινωνικού και ατομικού. Ίσως θα ήταν αναγκαίο να σχεδιάσουμε και να στηρίξουμε μοντέλα κοινωνικής ζωής που θα διαπαιδαγωγούν στη θεωρία, μα κυρίως στην πράξη προς αυτή την κατεύθυνση. Ιστορικά δεν γνωρίζουμε αρτιότερους θεσμούς για να το πράξουν αυτό, από τους θεσμούς της (άμεσης) δημοκρατίας. Καμιά άλλη πολιτειακή δομή δεν εξασφαλίζει την ανάπτυξη, σε τέτοιο βάθος, της ατομικής ευθηνής για τη συλλογικότητα, όσο η δημοκρατική συμμετοχή. Το άτομο μέσα από την καθημερινή ενασχόληση με τα κοινά, αποκτά γνώμη και αναπτύσσει εποπτική προοπτική, κοινωνικότητα ως προς την κοινωνική ολότητα και την ελληνική πραγματικότητα, χωρίς να πολτοποιείται, όπως συμβαίνει με τις μαζικές πολιτικές οργανώσεις της νεότερης και σύγχρονης εποχής.
Έμπρακτες σημειώσεις από τα Έργα: Χ. Θεοδωρίδη – Χ. Γιανναρά – Γ. Κοντογιώργη – Κ. Καστοριάδη – Κ. Ζουράρη.