Κατά τον τρόπο αυτόν «απήγαγον Αυτόν εις το σταυρώσαι» (Ματ. 27,31), ενώ «ήγοντο και έτεροι κακούργοι δύο συν αυτώ αναιρεθήναι» (Λουκ. 23, 32). Όταν, δε, έφθασαν «εις τόπον καλούμενον Γολγοθάν» ή Κρανίου Τόπον, έδωσαν πρώτα στον Χριστό να πιει «οίνον μετά χολής μεμιγμένον» και στη συνέχεια άρχισαν να Τον καρφώνοuν επάνω στο σταυρό με τεράστια καρφιά, σαν τον έσχατο των κακούργων. Την ώρα ακριβώς εκείνη κάποιοι Τον άκουσαν να ψιθυρίζει τα πιο υπέροχα λόγια συγγνώμης, που ακούστηκαν ποτέ: - «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. 23, 34). Δεν καταράστηκε δηλαδή τους σταυρωτές Του, όπως θα έκανε ίσως κάποιος άνθρωπος, αλλά παρακάλεσε τον Θεό – Πατέρα για τη συγχώρεση των σταυρωτών Του, λέγοντας το «μη λογαριάσεις αυτό τους το κρίμα, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν». Δεν γνωρίζουν, δηλαδή, ότι Αυτός που στυρώνουν είναι στην πραγματικότητα ο Κύριος της Δόξης, «ο μέλλων κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη» (Πρ. 17,31). Είναι ο Θεός, που «εφανερώθη εν σαρκί» και που πάσχει «διά την δικαίωσιν ημών» από άπειρη και ανερμήνευτη ανθρώπινη αγάπη. Δεν ξέρουν τι κάνουν, είπε, γιατί αν το ήξεραν και οι άρχοντες, «ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσον» (1 Κορ. 2,8), αλλά θα κτυπούσαν τα στήθη τους μετανιωμένοι, σαν τον εκατόνταρχο, τον κατοπινό Άγιο Λογγίνο, επιστρέφοντας με μια γνήσια μετάνοια «εκ του διαβόλου εις τον Θεόν».
Με τον τρόπο αυτόν ο Χριστός έγινε ο δικηγόρος (δηλαδή ο μεσίτης) εκείνων που Τον κάρφωσαν επάνω στον σταυρό και γενικότερα όλων των αμαρτωλών της Γης, εφόσον έπαθεν «υπέρ ημών», διδάσκοντας έναν θεϊκό δρόμο «εκδίκησης», την προσευχή «υπέρ των επηρεαζόντων και διωκόντων ημάς» και την ευεργεσία.
Μα, θα έλεγε κανένας, είναι δυνατόν να αγαπά κανείς και να ευεργετεί τους εχθρούς του; Αυτό δε δεν το ήξερε κάποτε και ο Σαούλ, ώσπου είδε μια μέρα την Εσταυρωμένη Αγάπη (τον Χριστό) στον δρόμο της Δαμασκού και το κατάλαβε. Και από τότε ακολούθησε τον Χριστό στον δρόμο αυτής της αγάπης και αυτό ακριβώς δίδαξε θεοκίνητος και στους χριστιανούς όλου του κόσμου. «Εάν ούν πεινά ο εχθρός σου, λέγει, ψώμιζε αυτόν, εάν διψά, πότιζε αυτόν. Τούτο γαρ ποιών άνθρακας πυρός σωρεύσεις επί την κεφαλήν αυτού» (Ρωμ. 12, 20).
Αυτό δε το μάθημα της αγάπης των εχθρών πρέπει να το μάθουμε και εμείς, ως χριστιανοί, αν θέλουμε να είμαστε αληθινοί μαθητές και ακόλουθοι του Κυρίου.
Στην κορυφή, όμως, αυτή φθάνει κανένας σιγά-σιγά.
Ξεκινά, δηλαδή, από τη συγκράτηση της αγανάκτησης, φθάνοντας αρχικά στο πρώτο σκαλοπάτι της αοργησίας και της απάθειας.
Προχωρεί κατόπιν στο να προσεύχεται υπέρ των εχθρών του, ανεβαίνοντας στο δεύτερο σκαλοπάτι του αγιασμού.
Και καταλήγει τελικά στην ευεργεσία των εχθρών του, που τον καθιστά μιμητή του Χριστού και πολίτη της άνω Βασιλείας από τον κόσμο ήδη αυτό, όπως ήταν και οι Άγιοι και όπως καλούμαστε να γίνουμε όλοι οι χριστιανοί.