Από τον Κώστα Γιαννούλα
Το τελευταίο διάστημα, παρότι η κυβερνητική πλειοψηφία παραμένει συμπαγής, όπως αποδείχθηκε και στην ψηφοφορία για την πρόταση δυσπιστίας σε βάρος της, άρχισαν οι προβληματισμοί για τη μελλοντική πορεία της χώρας. Δεδομένου, μάλιστα, ότι βρίσκονται προ των πυλών οι Ευρωεκλογές του Ιουνίου, απ’ τα αποτελέσματα των οποίων θα κριθούν πολλά και για πολλούς, δεν αποκλείεται μετά απ’ αυτές να ξεκινήσουν ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό. Γι’ αυτό και τα σενάρια για το εγγύς και απώτερο μέλλον της χώρας δίνουν και παίρνουν.
Βοηθούσης, λοιπόν, της αυτοδυναμίας και της πολιτικής σταθερότητας, που αυτή συνεπάγεται, το πιο πιθανό σενάριο παρά τις αδυναμίες και τα λάθη της είναι να συνεχίσει το έργο της η σημερινή κυβέρνηση μέχρι το τέλος της τετραετίας, εκτός κι αν τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών είναι τέτοια, ώστε να την αποσταθεροποιήσουν και να την αποδυναμώσουν. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν αποκλείεται ο κ. Μητσοτάκης να προκηρύξει πρόωρες εθνικές εκλογές, ίσως, μετά τις προεδρικές, που ακολουθούν, σύντομα. Επειδή, όμως, έχει στο ενεργητικό του σημαντικό θετικό έργο, ενώ εκ μέρους της αντιπολίτευσης δεν υπάρχει σοβαρή και τεκμηριωμένη εναλλακτική πρόταση εξουσίας και πολιτικός αρχηγός, που να ξεχωρίζει και να πείθει για την αξιοσύνη του, το πιθανότερο σενάριο για το εγγύς μέλλον, όπως προείπα, είναι η προσπάθεια εξάντλησης της τετραετίας.
Το λέω αυτό, γιατί, επί πλέον, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν κάνουν λόγο για πρωτιά στις Ευρωεκλογές, αλλά διαγκωνίζονται μεταξύ τους, κυρίως, για το ποιός θα κερδίσει τη δεύτερη θέση σ’ αυτές. Άλλωστε, ο μεν ΣΥΡΙΖΑ μετά τη διάσπασή του επιδιώκει να σταθεροποιηθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να ανασάνει απ’ την κατρακύλα των ποσοστών του στις δημοσκοπήσεις, το δε ΠΑΣΟΚ να περάσει το μήνυμα, ότι ανακάμπτει και αποτελεί ανερχόμενη πολιτική δύναμη. Πέραν τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει ένα νέο και άπειρο αρχηγό, που τελεί υπό προθεσμία και δεν πρόλαβε να αποδείξει την όποια αξιοσύνη του, οπότε είναι, νωρίς, για να ονειρεύεται κυβερνητικό πόστο. Κάτι ανάλογο ισχύει, επίσης, και για τον κ. Ανδρουλάκη, ο οποίος είναι, μεν, περισσότερο έμπειρος, αλλά οι πρόσφατες επιλογές του σε διάφορα θέματα οδήγησαν σε κομματική εσωστρέφεια, ενώ οι διαρροές πρώην στελεχών του κόμματός του προς τη Ν.Δ. συνεχίζονται. Γι’ αυτό και οι δυο τους επιμένουν στην καταστροφολογία, στη μηδενιστική τακτική και μετά μανίας στην εκμετάλλευση της τραγωδίας των Τεμπών, που συνεχίζει να συγκινεί το πανελλήνιο, επιδιώκοντας τη φθορά της Κυβέρνησης. Δε θα εκπλαγούμε, ωστόσο, αν δούμε επαναδραστηριοποίηση του κ. Τσίπρα μετά τις Ευρωεκλογές, είτε να τίθεται θέμα ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ, εφόσον δεν επιτευχθούν οι στόχοι ενός εκ των δύο.
Αλλά και τα υπόλοιπα κεντροαριστερά κόμματα, που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο, απέχουν πάρα πολύ απ’ το να ονειρεύονται αυτόνομη κυβερνητική εξουσία. Και αυτό, γιατί το Κ.Κ.Ε. έχει επιλέξει, συνειδητά, να παίζει τον ρόλο της αλογόμυγας υπέρ των λαϊκών συμφερόντων, όπως αυτό τα αντιλαμβάνεται. Η Πλεύση Ελευθερίας συνεχίζει να είναι κόμμα χαμηλής πτήσης, όπως και το νεοσύστατο κόμμα της Νέας Αριστεράς, το οποίο, μάλιστα, δεν πέρασε, ακόμα, απ’ τη βάσανο της λαϊκής ψήφου. Αλλά και τα ακροδεξιά κόμματα, αν εξαιρέσουμε αυτό της Ελληνικής Λύσης, που βλέπει τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων να ανεβαίνουν, έχουν περιορισμένη απήχηση στο εκλογικό σώμα, ενώ οι ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ αντιμετωπίζουν το φάσμα της διάλυσης. Ως εκ τούτου η κυβέρνηση δε φαίνεται να απειλείται, ιδιαίτερα, απ’ αυτά.
Δεν αποκλείεται, ωστόσο, μετά τις Ευρωεκλογές και ανάλογα με τα αποτελέσματα να ξεκινήσουν διεργασίες σύγκλισης και συνεργασίας όλων των κεντροαριστερών, πλην Κ.Κ.Ε., κομμάτων για μια ενιαία Αριστερά. Δεν αποκλείεται, ακόμα, όπως συμβαίνει αλλού, να δούμε, ανησυχητικά, αυξημένα τα ποσοστά των ακροδεξιών κομμάτων και απόπειρες συνεργασίας μεταξύ τους, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τη Δημοκρατία στον τόπο μας. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, και εφόσον δεν υπάρξουν εσωτερικά προβλήματα στη Ν.Δ., εικάζεται, ότι ο κ. Μητσοτάκης και το επιτελείο του δε θα μείνει με τα χέρια σταυρωμένα και θα επιδιώξει, ενδεχομένως, τη διεύρυνση του κόμματός του προς την κατεύθυνση, που έχει ήδη δοκιμάσει και απέδωσε καρπούς. Οπωσδήποτε, πάντως, θα μιλάμε, τότε, για ένα νέο πολιτικό σκηνικό.
Και επειδή λίγους μήνες μετά τις Ευρωεκλογές θα ακολουθήσουν οι Προεδρικές, όλα δείχνουν, ότι, αυτή τη φορά, θα απουσιάζει απ’ αυτές το συναινετικό κλίμα και θα επικρατήσει η πόλωση, όποια κι αν είναι τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών. Γι’ αυτό και οι πολιτικές εξελίξεις, προσεχώς, προβλέπεται να είναι, άκρως, ενδιαφέρουσες.