Πρόκειται για τον μύθο περί της «δωρεάν», όπως διατυπώνεται στη διάταξη του άρθ. 16 § 4 του Συντάγματος, Παιδείας («Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν Παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια»).
Σύμφωνα με αυτήν την έρευνα, το κόστος της Εκπαίδευσης, όχι μόνο δεν είναι δωρεάν, αλλά είναι πολύ βαρύ – και για ορισμένες οικογένειες δυσβάστακτο. Οι Έλληνες γονείς πέραν της (έμμεσης και άμεσης) φορολογίας που πληρώνουν για τις δαπάνες (και) της Δημόσιας Εκπαίδευσης, σε ένα ποσοστό 80% του συνόλου των εργαζομένων, καταβάλλουν μηνιαίως, επιπλέον, τα ποσά από 500 ευρώ (το 50% των γονέων) έως 750 ευρώ (το 30%), δηλαδή έναν ολόκληρο κατώτατο μισθό για ιδιωτικά φροντιστήρια πάσης μορφής (εξεταζόμενα μαθήματα γενικής, αλλά και τεχνικής παιδείας, ξένες γλώσσες) και πάσης βαθμίδας (από το Δημοτικό μέχρι το Λύκειο – και ου μόνον…). Ειδικά για το Λύκειο, όπως επισημαίνεται στα συμπεράσματα της έρευνας, δεν υπάρχει ούτε μια οικογένεια που να μην καταβάλλει δίδακτρα για φροντιστήρια εξεταζομένων μαθημάτων γενικής παιδείας και ξένων γλωσσών, ενώ για το Γυμνάσιο τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονται στο 80% για εξεταζόμενα μαθήματα γενικής παιδείας και 80% για τις ξένες γλώσσες.
Για να έχετε, ω φίλοι αναγνώστες, μια παραστατική εικόνα για τη δήθεν δωρεάν, (παν-)ακριβή μας Εκπαίδευση, σας παραπέμπω στα τελευταία επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, τα οποία δημοσίευσε η «Καθημερινή» (25.05.2022) αναφορικώς με τα δίδακτρα που καταβάλλει η ελληνική οικογένεια, προκειμένου να πληρώσει ιδιωτικές φροντιστηριακές υπηρεσίες στα παιδιά της: «Ξένες γλώσσες 680 εκατ. ευρώ, (λοιπά) «Μαθήματα Εκπ/σης» 392 εκατ. ευρώ, «Ιδιαίτερα μαθήματα» 228 εκατ. ευρώ. Δυστυχώς δε τα χρήματα που καταβάλλουν ετησίως οι ελληνικές οικογένειες για τα παιδιά τους, µε στόχο να αναπληρώσουν τις ελλείψεις που αφήνει πίσω της η δημόσια / κρατική εκπαίδευση, όλο και αυξάνουν...
Η διαδικασία παρακολούθησης φροντιστηρίου -ή αν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα «ιδιαίτερων» μαθημάτων- ξεκινάει ολοένα και πιο νωρίς στη ζωή των παιδιών. Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο ο αριθμός των παιδιών του Δημοτικού, που όχι μόνο παρακολουθούν φροντιστήρια, αλλά κάνουν στο σπίτι και «ιδιαίτερα» μαθήματα. Η «νέα σελίδα» της… δωρεάν Εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι τα εντατικά φροντιστήρια στη διάρκεια της 5ης Δημοτικού και στις διακοπές του καλοκαιριού της 5ης προς 6η. Χιλιάδες παιδιά 10-12 ετών προετοιμάζονται για τις εξετάσεις των Πρότυπων Σχολείων. Ειδικά για την περίπτωση της (δημόσιας / κρατικής) Β/θμιας Εκπαίδευσης, τα (ιδιωτικά) φροντιστήρια έχουν γίνει, πλέον, κανονικός -κανονικότατος!- θεσμός (και ιδίως για τα παιδιά που θέλουν να διεκδικήσουν με αξιώσεις μια θέση σε ΑΕΙ). Δεν είναι, όμως, παράλογο να υπάρχουν πλέον φροντιστήρια για τα μαθήματα του σχολείου, όπου (στα φροντιστήρια) μαθαίνεις αυτά που το σχολείο διδάσκει; Σημειωτέον δε ότι στα φροντιστήρια δεν καταφεύγουν μόνο οι αδύναμοι μαθητές, αλλά μεγάλο ποσοστό μαθητών που όσο το στάδιο Εκπαίδευσης ανεβαίνει τείνει να γίνει το σύνολο των μαθητών. Πηγαίνουν φροντιστήριο για να ανταποκριθούν στις δοκιμασίες (διαγωνίσματα – ενδοσχολικές εξετάσεις – Πανελλαδικές) που τους θέτει το σχολείο, το οποίο, όμως, από την άλλη μεριά είναι ο βασικός και θεσμοθετημένος φορέας Εκπαίδευσης. Η απλή συνεπαγωγή είναι: Τι χρειάζεται το δημόσιο σχολείο; Κι η κατάσταση όσο περνούν τα χρόνια γίνεται χειρότερη, με το φροντιστήριο να έχει πλέον πάρει τη θέση της βασικής εκπαίδευσης στο μυαλό γονιών και παιδιών.
Θα εστιάσω στο μάθημα των Ξένων Γλωσσών και στην ειδική μνεία που γίνεται στην έρευνα (της ΓΣΕE / «Αlco») για το γεγονός ότι καταβάλλονται οι περισσότερες (σχεδόν διπλάσιες απ’ τ’ άλλα μαθήματα) δαπάνες σε ιδιωτικές υπηρεσίες/φροντιστήρια για το μάθημα αυτό (και, κυρίως, τ’ Αγγλικά), «παρά το γεγονός ότι η διδασκαλία ξένων γλωσσών συμπεριλαμβάνεται στα αναλυτικά προγράμματα της δωρεάν υποχρεωτικής και μέσης Εκπαίδευσης», όπως λίαν εμφατικώς στην εν λόγω έρευνα επισημαίνεται με σαφή -σαφέστατο- υπαινιγμό για την παραδοξότητα του γεγονότος.
Προσωπικά θα μιλήσω με την εμπειρία και τα βιώματα του 60άρη πατέρα και εκπαιδευτικού. Τα αρκετά καλά Αγγλικά που έμαθα, τα έμαθα στο φροντιστήριο. Στο σχολείο (στο δημόσιο Γυμνάσιο και το Λύκειο) το μάθημα μάλλον το βαριόμουν, γιατί αυτά που διδασκόμασταν κι εγώ και οι συμμαθητές μου τα ξέραμε ήδη απ’ το φροντιστήριο. Το ίδιο και τα παιδιά μου - τα πολύ καλά Αγγλικά που γνωρίζουν τα έμαθαν στο φροντιστήριο. Κι απ’ ό,τι διαβλέπω (παρότι η διδασκαλία του εν λόγω μαθήματος ξεκινά πλέον απ’ το Νηπιαγωγείο!) και τα εγγόνια μου στο φροντιστήριο θα μάθουν τ’ Αγγλικά τους.
Τι να φταίει, άραγε; Eίναι καλύτεροι οι καθηγητές στα φροντιστήρια, στα ιδιωτικά σχολεία; Μιλώντας μετά λόγου γνώσεως απαντώ: Όχι. Καλοί καθηγητές υπάρχουν παντού – και στην ιδιωτική και στη δημόσια Εκπαίδευση. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι στα ιδιωτικά (φροντιστήρια και σχολεία) υπάρχει η πειθαρχία κι ο σεβασμός στην εκπαιδευτική λειτουργία και διαδικασία, στοιχεία που πολλές φορές είναι τα μεγάλα ζητούμενα στα δημόσια σχολεία. Επίσης, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών στα ιδιωτικά θεωρείται αυτονόητη και είναι καθημερινή. Αντίθετα, στα δημόσια σχολεία η αξιολόγηση τελούσε σε… παύση για μια 40ετία ολόκληρη - απ’ το 1982 μέχρι πέρυσι (2023)!.. Το εμφορούμενο από (παλαιοαριστερές) ιδεοληψίες και (παλαιοδεξιές) αγκυλώσεις συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών, μάλιστα, θεωρούσε την ανυπαρξία της αξιολόγησης και την πορεία με «αυτόματο πιλότο» ως «κατάχτηση» του κλάδου!... Σε επίπεδο κοινωνίας, όμως, οι «καταχτήσεις» αυτού του τύπου έφεραν/προκάλεσαν την απαξίωση για το δημόσιο σχολείο και τους εκπαιδευτικούς του. Έτσι σιγά-σιγά χάθηκε ο έλεγχος, οι οικογένειες έστρεψαν τα παιδιά τους στα φροντιστήρια και την ιδιωτική εκπαίδευση και η συνταγματική διάταξη περί της «δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της» πήγε περίπατο… Σημειωτέον ότι, όπως έχουμε επανειλημμένως επισημάνει, η δωρεάν παιδεία έχει καταργηθεί και στα δημόσια ΑΕΙ. Στο δημόσιο (ΝΠΔΔ) «Ανοικτό Πανεπιστήμιο» («ΕΑΠ») η φοίτηση γίνεται άνευ εξετάσεων μεν, μετά διδάκτρων δε (ακόμη και στα προπτυχιακά προγράμματα!), ενώ για τα πλείστα των μεταπτυχιακών προγραμμάτων στα δημόσια (ΝΠΔΔ) ΑΕΙ η φοίτηση είναι επί πληρωμή (βλ. «Ε», 03.04.2023, σελ. 3η).
Αλλά, παρ’ όλα αυτά, αυτό που ενόχλησε το τελευταίο διάστημα και προκάλεσε αντιδράσεις είναι η ίδρυση των μη κρατικών ΑΕΙ -λες και πρόκειται για επαναστατική πράξη ισοδύναμη με την ανακάλυψη της πυρίτιδας, ενώ πρόκειται για μια τεχνική παράκαμψη ενός κρατικού, μέχρι τούδε, μονοπωλίου- ενός μονοπωλίου αναχρονιστικού που έσπασε. Το στοίχημα τώρα είναι τα νέα αυτά Ιδρύματα να έχουν όλα τα εχέγγυα της ποιότητας που προβλέπει ο ψηφισθείς νόμος. Τα δημόσια ΑΕΙ δεν έχουν κανέναν λόγο να αντιμετωπίζουν την εξέλιξη με φοβία. Ο ανταγωνισμός με τα μη κρατικά (τα οποία εννοείται ότι θα λειτουργούν το πλαίσιο των ακαδημαϊκών και λοιπών διοικητικών κανόνων της Πολιτείας – και υπό την εποπτεία της) θα τα βοηθήσει να ξεφύγουν από τις ποικίλες παθογένειές τους. Ας το ελπίσουμε.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β/θμιας Εκπ/σης, κλ. ΠΕ01 (xaan@theo.auth.gr).