Παρήγορο όμως είναι πως, τώρα με τις εξελιγμένες μεθόδους διαλογής και επεξεργασίας των οικιακών σκουπιδιών –κάποια ανακυκλώνονται και άλλα κομποστοποιούνται – αυτά επιστρέφουν σε εμάς τους ίδιους υπό άλλη μορφή.
Αυτά όμως τα τηλεοπτικά σκουπίδια τα οποία κάθε μέρα μας «προσφέρονται» αφειδώς, μάλιστα χρωματιστά και σε μεγέθυνση, πώς μπορούμε να τα πετάξουμε στον κάδο των απορριμμάτων;
Αφού στο σπίτι μας μέσα είμαστε…. κυρίαρχοι καταναλωτές, με ένα ελαφρό πάτημα του κουμπιού μπορούμε να απορρίψουμε τα ανεπιθύμητα, τα κακόγουστα, τα βίαια, τα ανήθικα και όσα άλλα προσβάλλουν την αισθητική μας, καταστρέφουν τη φαντασία, το όνειρο, τη δημιουργικότητα, την κάθε προσπάθεια από μέρους μας να βελτιώσουμε την ποιότητα της ζωής μας. Βεβαίως, για να μην τα βάζουμε όλα στο ίδιο τσουβάλι, υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Τα τηλεοπτικά προγράμματα π.χ. της κρατικής τηλεόρασης και ειδικότερα της ΕΤ3, είναι απείρως καλύτερης ποιότητας αυτών της ιδιωτικής. Εκεί, μπορεί κανείς να βρει εκείνα για τα οποία αξίζει να αφιερώσει τον λίγο χρόνο που διαθέτει προκειμένου να «βγάλει» έξω τον ταλαιπωρημένο, από τα καθημερινά προβλήματα, εαυτό του.
Εκεί θα γεμίσει τον ελεύθερο χρόνο του με ό,τι τον ενδιαφέρει περισσότερο: Μουσικά προγράμματα, ενημερωτικά, πολιτιστικά, ψυχαγωγικά, αθλητικά, εκπαιδευτικά, με αυτά τα οποία διευρύνουν τον κύκλο των γνώσεών του και προάγουν τη φαντασία του.
Από το 1928 και για επτά ολόκληρα χρόνια, ο επίμονος και αποφασιστικός Σκώτος μηχανικός Τζων Λότζι Μπερντ (1888-1946), κατόρθωσε για πρώτη φορά να αναμεταδώσει μαυρόασπρες εικόνες από το ένα σημείο στο άλλο. Ο εφευρέτης και της μαυρόασπρης κινούμενης εικόνας Μπερντ, με τις πρώτες επιτυχημένες μεταδόσεις που έγιναν στο Λονδίνο της Μεγάλης Βρετανίας, έγινε αμέσως γνωστός στο κοινό το οποίο – στην αρχή επιφυλακτικό – έσπευσε στα καταστήματα να προμηθευτεί τη συσκευή του.
Οι πωλήσεις σε λίγο έφτασαν στα ύψη. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ίδιος εφευρέτης, ανακαλύπτει το ραντάρ και τις οπτικές ίνες…
Στην Ελλάδα, όπως πάντα καθυστερημένα, η τηλεόραση έφτασε επισήμως το 1966 με τις τηλεοπτικές συσκευές να μην ξεπερνούν τις 10.000, ενώ η έγχρωμη μετάδοση έγινε το 1979. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1980, μπήκαν στον τηλεοπτικό ανταγωνισμό, για να ενισχύσουν, υποτίθεται, τον … πλουραλισμό της ενημέρωσης και της διασκέδασης και οι ιδιώτες με τα δικά τους κανάλια.
Το παραγόμενο τηλεοπτικό «προϊόν», τουλάχιστον, στο επίπεδο του πολιτισμού, της ψυχαγωγίας και της εκπαίδευσης των νέων από τα κανάλια των επιχειρηματιών, χαμηλό και άκρως ερασιτεχνικό, οδήγησε στον ευτελισμό, στην προβολή των αρνητικών προτύπων, στην πολιτιστική και πολιτική αλλοτρίωση, στην παθητικότητα, στον άκρατο καταναλωτισμό, στον ατομισμό και σε τόσα άλλα.