Η παραίτηση γίνεται πάραυτα δεκτή από την εκκλησιαστική αρχή, ήτοι τη Δ.Ι.Σ. στην οποία προΐσταται ο αντιπρόεδρος αυτής, Μητροπολίτης Καλαβρύτων Γεώργιος Πάτσης, ενώ δύο εβδομάδες αργότερα και συγκεκριμένα στις 28 Δεκεμβρίου 1973 η απόφαση της Δ.Ι.Σ. περί αποδοχής της παραιτήσεως του Αρχιεπισκόπου εγκρίνεται και από τη στρατιωτική («Ιωαννιδική») Κυβέρνηση Αδαμ. Ανδρουτσοπούλου, διά του υπουργού Παιδείας αυτής Παν. Χρήστου και κυρώνεται διά του σχετικού Π.Δ. 442/1973, το οποίο υπογράφει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης. Ο (από του Μαΐου του 1967) μέχρι τούδε Aρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος Α’ (Κοτσώνης) μετά από 6ετή θητεία στο ύπατο εκκλησιαστικό αξίωμα καθίσταται και τυπικά «πρώην» Αθηνών και πάσης Ελλάδος, συγκαταλεγόμενος από του λοιπού στις τάξεις των «σχολαζόντων» αρχιερέων της ελλαδικής Εκκλησίας.
Περιέργως πώς ο Ιερώνυμος Κοστώνης, ένας διακεκριμένος πανεπιστημιακός καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στη Θεολογική του Α.Π.Θ. -ο οποίος μέχρι την εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο υπηρετούσε στη θέση του πρωθιερέως των Ανακτόρων- δέχθηκε να συνεργήσει στην επιχειρηθείσα και, τελικώς, επιτευχθείσα υπό του τότε δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967 κατάλυση του συνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. Ο τρόπος αναρρήσεως στην Αρχιεπισκοπή του Ιερωνύμου Κοτσώνη και οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν ήταν αυθαίρετες, χωρίς κανένα ηθικό ή εκκλησιαστικό έρεισμα. Όσο εντυπωσιακά κι αν ήταν τα ακαδημαϊκά προσόντα, λαμπρό το έργο και το ήθος του, δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν καμιά αυθαιρεσία. Αντιθέτως, θα έπρεπε να προστατεύσουν την Εκκλησία από έξωθεν παρεμβάσεις. Γι’ αυτό και αργότερα από την κανονική (τη συγκροτηθείσα εξ ιεραρχών που είχαν εκλεγεί προ της 21ης Απριλίου) «Πρεσβυτέρα» Ιεραρχία του ‘74 η υπό της 8μελούς «Αριστίνδην» Συνόδου γενομένη εκλογή του θα θεωρηθεί αντικανονική, όπως και των 29 αρχιερέων που εξελέγησαν στη διάρκεια της αρχιεπισκοπείας του (εκ των οποίων οι 19 θα «κανονικοποιηθούν», ενώ οι υπόλοιποι 10, μαζί με 2 αρχιερείς της παλαιάς Ιεραρχίας, ως αρνηθέντες να αναγνωρίσουν τη νέα [από της 12ης Ιανουαρίου 1974] υπό την «Πρεσβυτέρα» Ιεραρχία και την αρχιεπισκοπεία Σεραφείμ [Τίκα] κατάσταση πραγμάτων, θα κηρυχθούν τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1974 έκπτωτοι του θρόνου τους χωρίς δίκη και απολογία, δημιουργηθέντος έτσι του ζητήματος των «12» που ταλάνισε για πολλά χρόνια την Εκκλησία – και ιδιαιτέρως την τοπική μας Εκκλησία τη Μητρόπολη Λαρίσης). Παρά, ωστόσο, τα νομοκανονικής φύσεως κωλύματα στη διαδικασία της εκλογής τους, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά κοινή ομολογία, οι πλείστοι εξ αυτών των («ιερωνυμικών») αρχιερέων και από ιεραποστολικό ζήλο και φρόνημα διακατέχονταν και τον λαό του Θεού, κατά κανόνα, ανιδιοτελώς και χριστιανοπρεπώς διακόνησαν και υπηρέτησαν.
Οι καλές σχέσεις που θ’ αναπτύξει ο Ιερώνυμος με το καθεστώς θα αποφέρουν, κυρίως στα πρώτα χρόνια της Επταετίας, ιδιαιτέρως θετικά αποτελέσματα στο οικονομικό πεδίο. Κύρια -και αδιαμφισβήτητη- επιτυχία του υπήρξε η κατόπιν των δικών του ενεργειών ένταξη των κληρικών στο μισθολόγιο του δημοσίου διά του Α.Ν. 469/1968. Η μεγάλη περιπέτεια που οδήγησε τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Α’ στην υποβολή παραιτήσεως τον Δεκέμβριο του ‘73 έχει την αφετηρία της στα τέλη του προηγηθέντος έτους, όταν στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας (τον Νοέμβριο του ‘72) εκδηλώθηκαν δυναμικές αντιδράσεις για την κατάργηση, μερίμνη Ιερωνύμου, των πατριαρχικών πράξεων του 1850 και του 1928, καθώς αυτή η κατάργηση -ο «εξοβελισμός» τους από τον νέο Καταστατικό Χάρτη (Ν.Δ. 126/1969)- έθραυε τους «κρίκους» που κρατούσαν ζωντανή τη σχέση της κανονικής ενότητας μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η επιλογή αυτή αποδείχθηκε για τον Ιερώνυμο μοιραία ολέθρια.
Οι φωνές διαμαρτυρίας εντός της Ιεραρχίας του Νοεμβρίου του 1972 θα εξελιχθούν σύντομα σε θύελλα που θα σαρώσει το οικοδόμημά του. Η σύνθεση της διορισμένης «μικράς» Συνόδου του (Δ.Ι.Σ.), μετά από προσφυγή των Μητροπολιτών Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου (Νικολάου) και Φλωρίνης Αυγουστίνου (Καντιώτη) θα ακυρωθεί από το ΣτΕ όχι ως αντικανονική, όπως το επεδίωκαν οι προσφυγόντες, αλλά ως παράνομη, από λάθη και παραλείψεις που αποδόθηκαν στο ίδιο το νομοκρατούμενο σύστημα του Ιερωνύμου, του οποίου είχε χαθεί ο έλεγχος. Από κει και πέρα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση.
Τη 10η Μαΐου του ‘73, στην κρίσιμη συνεδρίαση της Ιεραρχίας για το επίμαχο θέμα του τρόπου συγκροτήσεως της Διαρκούς Συνόδου (διορισμένης, όπως την ήθελε ο Ιερώνυμος, ή κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης, όπως την ήθελαν οι «πατριαρχικοί») η μάχη που θα δοθεί θα έχει για τον Αρχιεπίσκοπο τον χαρακτήρα της επιβιώσεως, αλλά ο Ιερώνυμος δεν θα καταφέρει να ελέγξει ούτε τα δικά του επισκοπικά «αναστήματα», καθώς ικανός αριθμός «δικών» του αρχιερέων θα αποστασιοποιηθούν και προκαλώντας εσωπαραταξιακό «σχίσμα» θα καταψηφίσουν το σύστημά του, υπερψηφίζοντας την πρόταση της «φιλοπατριαρχικής» παρατάξεως για συγκρότηση της Δ.Ι.Σ. με τη σειρά των Πρεσβειών.
Στην ψηφοφορία το αποτέλεσμα θα είναι 33 – 29: Τριάντα τρεις (33) Μητροπολίτες τάσσονται υπέρ της επαναφοράς της Δ.Ι.Σ. με κριτήριο συγκροτήσεώς της τη σειρά των Πρεσβειών της αρχιερωσύνης (όπως ήθελε το Πατριαρχείο), ενώ υπέρ του συστήματος της εκλογής όπως το προέβλεπε ο νέος Καταστατικός Χάρτης (Ν.Δ. 126/1969) που έθεσε σε εφαρμογή ο Ιερώνυμος, τάσσονται είκοσι εννέα (29). Οι «ιερωνυμικοί» (επί θητείας του εκλεγέντες) Μητροπολίτες που συντέλεσαν καθοριστικά στην ήττα του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου συντασσόμενοι στην κρίσιμη εκείνη συνεδρίαση με τη «φιλοπατριαρχική» παράταξη ήταν οι: Φωκίδος Χρυσόστομος [Βενετόπουλος], Φλωρίνης Αυγουστίνος [Καντιώτης], Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανός [Οικονομίδης], Παραμυθίας Παύλος [Καρβέλης], Ύδρας Ιερόθεος [Τσαντίλης], Ελασσώνος Σεβαστιανός [Ασπιώτης] και Γόρτυνος Θεόφιλος [Καναβός], οι οποίοι εψήφισαν την πατριαρχική πρόταση υπέρ των «Πρεσβειών» και ο Χίου Χρυσόστομος [Γιαλούρης] που ψήφισε «λευκό». Στη νέα νόμιμη και κανονική 10μελή Δ.Ι.Σ. της 117ης συνοδικής περιόδου (1972-1973) που σχηματίζεται οι προσκείμενοι στον Ιερώνυμο είναι μόλις τρεις (3). Έχοντας απολέσει τη «δεδηλωμένη», ο Ιερώνυμος ήταν, πλέον, ένας Αρχιεπίσκοπος «μειοψηφίας», ο οποίος τελούσε διαρκώς «υπό επιτροπείαν». Το «σύστημα Ιερωνύμου» ραγίζει επικίνδυνα. Τα σημάδια της καταρρεύσεώς του είναι πλέον ορατά. Την επομένη της ψηφοφορίας ο Μητροπολίτης Αυγουστίνος (Καντιώτης) της Φλωρίνης θα δηλώσει: «Πατριαρχικόν και Ιερωνύμειον σύστημα συνεκρούσθησαν. Ενίκησεν όχι το «Αριστίνδην» του κ. Ιερωνύμου, αλλά το Πατριαρχικόν, η αδιάβλητος αρχή συνθέσεως της Συνόδου κατά Πρεσβεία αρχιερωσύνης, η οποία εξασφαλίζει την ισότητα δικαιωμάτων μεταξύ όλων των ιεραρχών και προφυλάσσει την Ιεραρχίαν από φατριαστικάς ενεργείας, φιλονικείας και έριδας, αι οποίαι ήτο επόμενον να παρουσιάζωνται κατά το Ιερωνύμειον σύστημα, το επινοηθέν επί σκοπώ συγκεντρώσεως όλης της εξουσίας εις το πρόσωπον του ενός. Αυτό το φατριαστικόν και απολυταρχικόν πνεύμα διοικήσεως της Εκκλησίας κατεπολεμήθη κατά την χθεσινήν εκλογήν» (εφημ. «Μακεδονία», 11.05.1973, σελ. 4).
Στην υποβολή της παραιτήσεως του Ιερωνύμου τη 15η Δεκεμβρίου 1973 συνέτεινε και η de facto περιθωριοποίησή του από το νέο καθεστώς του «αοράτου δικτάτορος», ταξιάρχου Δημ. Ιωανννίδη, που είχε, εν τω μεταξύ, εγκαθιδρυθεί από την 25η Νοεμβρίου, εκτοπίζοντας τον Γ. Παπαδόπουλο, εκ του οποίου o Iερώνυμος αντλούσε τα όποια -ελάχιστα την περίοδο αυτή, λόγω της ευθύνης που του κατελόγιζε για την «έκρυθμη εκκλησιαστική κατάσταση»- πολιτικά του ερείσματα. Η πρόθεση του νέου καθεστώτος να περιθωριοποιήσει τον Ιερώνυμο κατέστη πασίδηλη όταν για την ορκωμοσία της νέας -υπό την προεδρία του Αδαμαντίου Ανδρουτσοπούλου- Κυβερνήσεως δεν θα κληθεί ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, όπως κατά την κρατούσα τάξη και εξ επόψεως νομιμότητος και κανονικότητος θα άρμοζε στην περίσταση, αλλά ο Mητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκας). Η επιλογή της νέας -«ιωαννιδικής»- ηγεσίας της δικτατορίας να συμπράξει με τον ισχυρό πόλο που εκπροσωπούσε η «σεραφειμική» παράταξη δεν είχε ιδεολογικό έρεισμα αποτελούσε «μονόδρομο» που τον υπαγόρευε η πολιτική σκοπιμότητα των στιγμών. Όσον αφορά τον Σεραφείμ, η επιλογή του (και εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου στις 12 Ιανουαρίου 1974) «κυοφορήθηκε» εντός της μερίδας της «παλαιάς» Ιεραρχίας. Το γεγονός ότι είχε γνωριμία με τον Ιωαννίδη, από την εποχή που ήταν συμπολεμιστές την εποχή της γερμανικής κατοχής στον «Ε.Δ.Ε.Σ.» του Ναπ. Ζέρβα, δεν ήταν αυτό που δρομολόγησε τις εξελίξεις,. ασφαλώς, όμως, τις επιτάχυνε. Το καθεστώς Ιωαννίδη έδωσε στη -διάδοχη της «ιερωνυμικής»- «σεραφειμική» παράταξη απεριόριστες ελευθερίες, των οποίων, όμως, η παράχρηση υπό της νέας εκκλησιαστικής ηγεσίας εξελίχθηκε σ’ ένα είδος «revanche» προς την προηγουμένη. Αν για τον Ιερώνυμο η πλέον «μελανή σελίδα» της αρχιεπισκοπείας του υπήρξε η κατάφωρα αντικανονική εκλογή του, για τον Σεραφείμ «μελανή σελίδα» στη δική του αρχιεπισκοπεία υπήρξε η απομάκρυνση χωρίς δίκη και απολογία -ούτε καν ακρόαση- των δώδεκα «ιερωνυμικών» Μητροπολιτών, γεγονός που δημιούργησε μια πρωτοφανή ανωμαλία στη μετέπειτα ζωή της Εκκλησίας της Ελλάδος.
* Αναφέρεται από σημαντικές προσωπικότητες του ακαδημαϊκού και εκκλησιαστικού χώρου (όπως π.χ. από τον αείμνηστο καθηγητή Σάββα Αγουρίδη και τον καθηγητή, νυν Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιο Γιαννουλάτο) ότι ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Ιερώνυμος Κοτσώνης θέλησε πράγματι να ανανεώσει την ελλαδική εκκλησιαστική πραγματικότητα. Όμως, η επιλογή του να επιχειρήσει το ανανεωτικό του έργο στηριζόμενος στη δικτατορία και στις θρησκευτικές οργανώσεις, καθώς και η τακτική του να στηριχθεί στους ομόφρονές του αρχιερείς παραμερίζοντας -έως και εκτοπίζοντας- τους διαφορετικής ιδεολογικοπολιτικής και εκκλησιολογικής αντιλήψεως ιεράρχες, κατέδειξαν και τα όρια αυτής της προσπάθειας.
*Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι θεολόγος καθηγητής, δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ. Συγγραφέας του βιβλίου «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση», εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2017, σελ. 424 (Διδακτικά συγγράμματα ΑΕΙ, «ΕΥΔΟΞΟΣ»: 68377860).