Από τον Νίκο Τσεκούρα
Τα μεσάνυχτα της 28ης Οκτωβρίου του '40, ακούστηκε η καμπάνα του χωριού μας, στη Μαγούλα Καρδίτσας, να χτυπά ασυνήθιστα, δυνατά και ακατάπαυστα.
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού μας, ξύπνησαν έντρομοι και βγήκαν έξω στους δρόμους για να μάθουν νέα. Δυστυχώς όμως, κανένας από τους γείτονές μας, μέχρι τη στιγμή εκείνη, δεν είχε μάθει τίποτε. Ξαφνικά, όμως, πάνω από το λόφο του χωριού μας, ακούστηκε η βραχνή φωνή του ηλικιωμένου κλητήρα του κυρ Διονύση, που διαλαλούσε τα δυσάρεστα νέα, με τη χαρακτηριστική φωνή του. - Ακούστε!! Ακούστε, συγχωριανοί. Οι γείτονές μας, οι μακαρονάδες Ιταλοί, μας κήρυξαν τον πόλεμο και θέλουν να μας πάρουν την ένδοξη πατρίδα μας. Δεν θα τους γίνει όμως το γελέκι, διότι τα δικά μας παιδιά, είναι παλικάρια και θα τους νικήσουν. Και κάτι άλλο, ακόμα, έχω να σας πω. Αύριο πρωί, όσα από τα παιδιά σας είναι ηλικιωμένα, πρέπει να πάνε στο Κοινοτικό Γραφείο, για να διαβάσουν τη διαταή, που έστειλε η Στρατολογία από την Καρδίτσα, για να μάθουν αν επιστρατεύονται. Άξατε ρε!!!
Οι συγχωριανοί μας, μόλις ακούσαν την πικρή ανακοίνωση, κατατρομοκρατήθηκαν και μέχρι το πρωί, δεν έκλεισαν μάτι. Μόλις έφεξε, τα παιδιά τους αγροξύπνησαν, πέταξαν από πάνω τους τις κουβέρτες και με τις τσίμπλες στα μάτια τους, βρέθηκαν έξω από το Κοινοτικό Γραφείο και στριμώχνονταν να διαβάσουν την εξασέλιδη προκήρυξη της επιστράτευσης. Επειδή, όμως, η προκήρυξη ήταν γραμμένη στη γλώσσα της καθαρεύουσας και συνάμα, σε κάθε παράγραφο μνημόνευε και πολλά άρθρα, κανένα από τα παιδιά, δεν μπορούσε να καταλάβει ποιες κλάσεις επιστρατεύονταν. Στέκονταν έξω από το γραφείο στενοχωρημένοι και περίμεναν νάρθει ο Γραμματέας, ο κος Αριστείδης, για να τους ερμηνεύσει την προκήρυξη. Δυστυχώς όμως, η ώρα περνούσε και ο κυρ Γραμματεύς, δεν είχε φανεί. Κάποια στιγμή, όμως, πλησίον του γραφείου, περνούσε ο νεαρός Θύμιος, που είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, όταν τα παιδιά τον είδαν και επειδή ήξεραν ότι αυτός είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, του φώναξαν, για να τους ερμηνεύσει την προκήρυξη, αυτός όμως γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορούσε να την ερμηνεύσει, προσποιήθηκε ότι είχε κάποια επείγουσα δουλειά και δεν μπορεί να τους εξυπηρετήσει.
Αναχωρώντας ο Θύμιος από το γραφείο, κατευθύνθηκε για το σπίτι του συμμαθητή του Στέργιο. - Φίλε Στέργιο γεια σου. - Γεια σου, γεια σου Θύμιο. Τι χαμπέρια; - Στέργιομ', σε φέρνω κακά μαντάτα. - Τι συμβαίνει βρε Θύμιο; - Στο Κοινοτικό Γραφείο, είναι κολλημένο ένα «τυφλοκόλλημα», που λέει ότι θα γίν' πόλεμος, και έξω από το γραφείο, είναι συγκεντρωμένα όλα τα ηλικιωμένα παιδιά του χωριού μας και το διαβάζουν, αλλά, δεν μπορούν να διευκρινίσουν ποιες ηλικίες καλούνται.
Ο φίλος του ο Στέργιος, μόλις άκουσε τη λανθασμένη ονομασία της προκήρυξης, κρυφογέλασε, για να τον προφυλάξει, όμως, και απ' άλλες γκάφες, του είπε με ευγένεια τα εξής:
Φίλε Θύμιο, την προκήρυξη της επιστράτευσης, ο λαός μας τη λέει ... «Τοιχοκόλλημα» διότι την κολλάνε έξω από τον τοίχο του Κοινοτικού Γραφείου. Εσύ όμως αν και είσαι γραμματιζούμενος, έκανες σοβαρό λάθος και τη βάφτισες «τυφλοκόλλημα». Να προσέχεις, μη πέσεις και σ' άλλες γκάφες...
Στη συνέχεια ο φίλος ο Στέργιος, την γκάφα του φίλου Θύμιου, από αφέλεια τη γνωστοποίησε και σ' έναν κοινό τους φίλο, εκείνος όμως, δεν κράτησε το μυστικό και το έμαθαν όλοι οι συνομήλικοι του και άρχισαν να τον σχολιάζουν. Και όταν τον συναντούσαν στο δρόμο, σιγοψιθύριζαν: Νάτος! Νάτος! Ο Νονός που βάφτισε την προκήρυξη «τυφλοκόλλημα».
Τα παιδιά όμως, που περίμεναν με αγωνία για να ’ρθει ο γραμματικός και να τους ενημερώσει, δυσανασχέτησαν, όταν ο κλητήρας τους πληροφόρησε, ότι δεν θα πήγαινε στο γραφείο, διότι ήταν άρρωστος. Δικαιολογημένα τα παιδιά άρχισαν να φωνασκούν και να βρίζουν και τον πρόεδρο και τον γραμματέα.
Ύστερα όμως, από λίγη ώρα, έφτασε ο κυρ-πρόεδρος. - Καλημέρα παιδιά. - Καλημέρα, καλημέρα κυρ-πρόεδρε. Όταν ο κυρ- πρόεδρος είδε τα παιδιά αναστατωμένα, τα ρώτησε: - Παιδιά μου, τι σας συμβαίνει; Τα παιδιά, μ' ένα στόμα του απάντησαν: - Κύριε πρόεδρε, εμείς εδώ, περιμένουμε από την Ανατολή του ήλιου για να ’ρθει ο κυρ- γραμματικός να μας ενημερώσει, όπως όμως, μας πληροφόρησε ο κλητήρας, δεν θάρθει, διότι είναι άρρωστος, ποιος τέλος πάντως θα μας ενημερώσει;
Όταν ο κυρ - πρόεδρος, άκουσε τα δικαιολογημένα παράπονά τους, τους απάντησε κατηγορηματικά:
- Αγαπητά μου παιδιά, επειδή ο κύριος γραμματέας είναι άρρωστος και δεν θα ’ρθει να σας ενημερώσει και εσείς αύριο είστε υποχρεωμένοι να παρουσιαστείτε στις μονάδες σας, σας συμβουλεύω, να πάτε γρήγορα στην Καρδίτσα και από τη Στρατολογία, θα ενημερωθείτε με σιγουριά, ποιοι από εσάς επιστρατεύονται. Μη γελαστείτε, όμως αι δεν πάτε, το Κράτος δεν αστειεύεται, θα σας περάσει Στρατοδικείο.
Τα παιδιά βρήκαν σωστή την πρόταση του κ. προέδρου και πήγαν στη στρατολογία της Καρδίτσας και εκεί ενημερώθηκαν με σιγουριά, το ποιος επιστρατεύεται και έτσι γύρισαν στο χωριό καθησυχασμένοι. Το πρωί της επόμενης μέρας, με τη συνοδεία των γονιών τους, του προέδρου και του ψαρομάλλη παπα-Κωνσταντή, πήγαν στο σιδηροδρομικό Σταθμό και περίμεναν το τρένο, για να ταξιδέψουν για τις μονάδες τους, μέχρι όμως να ’ρθει το τρένο, ο παπα-Κωνσταντής, ευλόγησε τα παιδιά και τα ευχήθηκε νίκη και επιστροφή. Στη συνέχεια ο κ. πρόεδρος για να τους τονώσει το ηθικό, τους έβγαλε ένα λογύδριο. Να τι τους είπε: - Αγαπητά μου παιδιά, εσείς πρέπει να είστε περήφανα, διότι είστε απόγονοι των παππούδων σας, που πολέμησαν τους τουρκαλάδες 10 χρόνια στη Μ. Ασία και τους νίκησαν, αν και ήταν μυρμηγκιά. Εγώ για σας πιστεύω, ότι σε δυο τρεις βδομάδες, θα νικήσετε τους μακαρονάδες Ιταλούς και θα γυρίσετε νικητές και τροπαιούχοι ... και έκλεισε την ομιλία του με το Ζήτω!! Ο ελληνικός στρατός - Ζήτω και η ένδοξη πατρίδα μας!
Στη συνέχεια η κάθε μάνα, έπαιρνε παράμερα το παιδί της το κρεμούσε ένα φυλαχτό στο λαιμό του και του εύχονταν να γυρίσει πίσω στην αγκαλιά της, νικητής.
Θα ήταν μεγάλη η παράλειψή μου, να μην αναφέρω και τη χαρακτηριστική σκηνή του αποχαιρετισμού της κ. Μαριγώς, που ήταν αρραβωνιασμένη με τον γείτονά μου, τον κυρ- Μήτσο. Όταν ακούστηκε να έρχεται το τρένο, η κα Μαριγώ, έβγαλε από τον κόρφο της ένα ανθισμένο κλωνάρι βασιλικό και το πρόσφερε στον καλό της και με τα εξής λόγια: - Μήτσιομ' σεδίνω αυτό το βασιλικό να τον μυρίζ', για να μη με ξεχάσ'. Εγώ κάθε βράδυ θ' ανάβω το καντηλάκι και θα προσεύχομαι γονατιστή και θα πάω και μια μεγάλ' λαμπάδα ίσα με το δικό σου μπόι στην εκκλησιά, στη χάρη της Παναγιάς μας για να σε φυλάει από κάθε κακό.
Εσύ όμως αυτού πάνω στα κατσάβραχα της Αλβανίας να προσέχεις, διότι αυτοί οι μακαρονάδες, οι Ιταλοί δεν έχουν μπέσα. Όταν σε λίγο, ακούστηκε η σφυρίχτρα του τρένου για αναχώρηση, σφιχταγκάλιασε τον αρραβωνιαστικό της με μάτια δακρυσμένα και τον ευχήθηκε να γυρίσει γρήγορα Νικητής...
Εκείνες οι σκηνές του αποχωρισμού, δεν περιγράφονται με λόγια. Εκφράζονται μόνον με έκδηλα ψυχικά συναισθήματα...
Ο Νίκος Τσεκούρας είναι συνταξιούχος δάσκαλος