Του Ηλία Κανέλλη
Πριν από μερικές μέρες, ο καθηγητής Θεοδόσης Πελεγρίνης, έως τον Αύγουστο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, κέρδισε ένα βραβείο όχι για την εκπαιδευτική δραστηριότητά του, αλλά για μια ταινία. Η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Λονδίνου, που διοργανώνεται από Έλληνες που ζουν (και πολλοί σπουδάζουν) στην πρωτεύουσα της Βρετανίας, του απένειμε το βραβείο καλύτερου αντρικού ρόλου για τη συμμετοχή του, ως πρωταγωνιστής, στην ταινία του Δημήτρη Πιατά, «Πανδημία». Εκεί, παίζει τον ρόλο ενός πετυχημένου επιστήμονα, με πολλές παρουσίες στην τηλεόραση - στην πραγματικότητα, δηλαδή, παίζει (με πολλές παραλλαγές, και με ακόμα περισσότερο κιτς) τον ρόλο που έπαιζε πάντα.
Η αλήθεια είναι ότι ο τέως πρύτανης Πελεγρίνης ένιωθε περισσότερη άνεση με το θέαμα απ' ό,τι με το διδακτικό έργο του. Καθηγητής φιλοσοφίας, προσάρμοσε τη σκέψη των φιλοσόφων στο μέτρο μιας θεατρικής πρόζας. Το μεγάλο σουξέ του στο σανίδι, όμως, ήταν υπαρξιακό. «Φθορά, φθορά, φθορά» ήταν η πιο διάσημη θεατρική ατάκα του, σε ένα έργο που, σαν Τσέχοφ της μεταμοντέρνας εποχής, επισκοπούσε τις βλαβερές συνέπειες του γήρατος. Επίσης, με τον «Ιουλιανό» («χαμαί πέσε Δαίδαλος αυλά») έκανε θριαμβευτική τουρνέ στο Παρίσι, αν και πολλοί κακοπροαίρετοι είπαν ότι ταξίδευε ενώ το Πανεπιστήμιό του, που για περίπου ένα διδακτικό εξάμηνο ήταν κλειστό, οδηγείτο προς την απαξίωση.
Για να είμαστε ειλικρινείς, ο τέως πρύτανης Πελεγρίνης υπερασπιζόταν με πάθος τις θεατρικές επιλογές του. Αντίθετα, στο Πανεπιστήμιο είχε προτιμήσει να παίξει τον ρόλο ενός ακτιβιστή. Αντιτάχθηκε στο μνημόνιο και στην επιτήρηση, χωρίς να έχει καταφέρει να προτείνει ένα διαφορετικό μοντέλο χρηματοδότησης της χώρας μετά τη χρεοκοπία, έπαιξε το χαρτί των Αγανακτισμένων (μάλιστα με τη μετωπική οργάνωση Σπίθα, στην οποία συμμετείχε και ο Μίκης Θεοδωράκης), παρέδωσε τη Νομική Σχολή σε μετανάστες στο όνομα μιας πίεσης προς το κράτος για χαλάρωση των μέτρων που λαμβάνονται, διακινδυνεύοντας να γίνει η σχολή το θέατρο μιας διαρκούς αναταραχής στο κέντρο της πόλης και, γενικώς, πολιτεύθηκε αντιπολιτευτικά στον ρόλο του.
Στο πλαίσιο αυτής της επιλογής, υπερασπίστηκε με πάθος την παλαιά κατάσταση στο Πανεπιστήμιο και αντιτάχθηκε, όσο μπορούσε, στον νόμο 4009/2011, τον λεγόμενο νόμο Διαμαντοπούλου, ο οποίος περιλαμβάνει διατάξεις που συνδέουν το πανεπιστήμιο με την κοινωνία και την παραγωγή, επιβραβεύουν την αριστεία, διεκδικούν εκκαθάριση των μητρώων, αφαιρούν από τον πρύτανη αρμοδιότητες σχετικές με τη χρηματοδότηση και τη διαχείριση των οικονομικών και κάνουν λιγότερο ασφυκτική την παρουσία των κομμάτων και των μηχανισμών τους στις σχολές.
Αντικειμενικά, δηλαδή, ο τέως πρύτανης, αντί ενός σύγχρονου, ζωντανού και ανταγωνιστικού πανεπιστημίου, προτίμησε να υπερασπίσει τις παλαιές συντεχνίες πέριξ του ακαδημαϊκού χώρου. Πίσω ολοταχώς, θα μπορούσε να είναι το στοίχημα της πολιτικής του στα πανεπιστημιακά πράγματα.
Διεκδικώντας μια παλαιά χρεοκοπημένη τάξη πραγμάτων, ο τέως πρύτανης Πελεγρίνης συνέβαλε στη μετατροπή της περσινής εκπαιδευτικής χρονιάς σε παραλίγο χαμένη χρονιά. Στο όνομα της συμπαράστασης στους διοικητικούς υπαλλήλους, το Πανεπιστήμιο Αθηνών έγινε πεδίο κομματικών αντιπαραθέσεων με θύματα τους φοιτητές που πρωτίστως ενδιαφέρονται για τις σπουδές τους. Η χρονιά τέλειωσε τραγελαφικά. Για να μην χαθεί εξάμηνο, παρατάθηκε η εκπαιδευτική περίοδος όλο το καλοκαίρι, ακόμα και τον Αύγουστο γίνονταν εξετάσεις!
Οι καθηγητές οι οποίοι δεν νοιάζονταν για τα μικροσυμφέροντα των μειοψηφιών που στο όνομα του κομματισμού επιδιώκουν την ακινησία, παρ’ όλα αυτά, επέδειξαν στωικότητα και προσδοκία. Ήξεραν ότι εκ των πραγμάτων θα άλλαζαν όλα, όταν τελείωνε η θητεία των προηγούμενων πρυτανικών αρχών. Και όντως, ο διάδοχος του Θεοδόση Πελεγρίνη (και του Γιάννη Μυλόπουλου, που ήταν πρύτανης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) επέλεξε να πολιτευθεί στον αντίποδα του προκατόχου του. Η πανεπιστημιακή ζωή πάνω απ’ όλα. Και για να διαφυλαχθεί η ομαλότητα του εκπαιδευτικού έργου των σχολών, έδωσε έμφαση στον ρόλο μιας ιδιωτικής εταιρίας ασφαλείας που ελέγχει ποιοι μπαίνουν και ποιοι βγαίνουν στις σχολές – κι όταν διαμαρτυρήθηκαν ακτιβιστές φοιτητές στο όνομα της Αριστεράς, οι οποίοι με αψίδα δυο βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ εισέβαλαν στο κτίριο της πρυτανείας για να κάνουν «συμβολική κατάληψη», ο νέος πρύτανης φώναξε τον εισαγγελέα.
Δεν ξέρω αν έκανε κάτι σύνηθες στη δημόσια διοίκηση, αν πέταξε δηλαδή το μπαλάκι σε μια άλλη εξουσία, προσδοκώντας να συγκρουστεί η δικαιοσύνη με τα συμφέροντα του ελληνικού πανεπιστημίου. Αλλά ο συμβιβασμός με τις μειοψηφίες που κρατούν ομήρους τους φοιτητές και την εκπαιδευτική διαδικασία, σε καμία περίπτωση, δεν είναι το καλύτερο μήνυμα. Οι πρυτανικές Αρχές εξελέγησαν για να συγκρουστούν με τις πληγές του Πανεπιστημίου, κι ο κ. Φορτσάκης, όπως και οι ομόλογοί του σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας, θα αναγκαστούν να συγκρουστούν. Είναι αναπόφευκτο.
Διαφορετικά, θα αναγκαστούν να παίξουν τον ρόλο στον οποίο μεγαλούργησε ο τέως πρύτανης Πελεγρίνης. Οι ευκαιρίες θα περνούν κι οι καθηγητές θα γνωρίζουν ότι το πανεπιστήμιο, ο πιο ζωντανός οργανισμός των κοινωνιών σε εγρήγορση, θα γερνά μαζί με τη χώρα, ενώ όσοι ξέρουν θα ανακράζουν τελετουργικά: «φθορά, φθορά, φθορά».
Δεν είναι κρίμα, όμως, τελικά να κερδίσουν αυτοί που οδήγησαν στην ήττα την εκπαιδευτική πράξη, πριν ηττηθούν και οι ίδιοι;