Έχουν περάσει μόλις λίγες δεκαετίες από τότε που διασχίζαμε εμείς οι μεγαλύτεροι το ανηφορικό τμήμα της οδού Παπαναστασίου προς τον Λόφο της Ακρόπολης, αυτόν που όλοι ονομάζουμε (κακώς) Φρούριο και η περιοχή αυτή, χάρη στις επιστημονικές μελέτες, τις λεπτές εργασίες συντήρησης και τη φροντίδα της τοπικής Εφορείας Αρχαιοτήτων, έχει αλλάξει μορφή και αποτελεί πλέον το σημαντικότερο αξιοθέατο της πόλης μας.
Στο σημερινό μας σημείωμα θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε τα σημαντικότερα εφήμερα κτίσματα τα οποία αναπτύχθηκαν στη νότια πλευρά του Λόφου της Ακρόπολης, πάνω ακριβώς από τα ερείπια του Αρχαίου Θεάτρου. Τα κτίσματα αυτά άρχισαν να οικοδομούνται από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, δηλαδή μετά την απελευθέρωση της Λάρισας το 1881 μέχρι το 1970 περίπου, όταν η εκσκαφή για την ανέγερση πολυώροφων κτιρίων έφθανε μέχρι τα εδώλια του Θεάτρου. Το γεγονός αυτό ευαισθητοποίησε μεγάλη μερίδα κατοίκων, τις τοπικές αρχές και τις αντίστοιχες αρχαιολογικές υπηρεσίες και από τότε ξεκίνησε μια υγιής καθολική σταυροφορία για την ανάδειξή του.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η περιοχή αυτή είχε διάσπαρτα ασήμαντα κτίσματα και το 1897 ο Βρετανός Kinnaird Rose, απεσταλμένος του πρακτορείου Reuter στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο εντυπωσιάζεται από του κοίλον της περιοχής αυτής, την οποία θεωρεί ως αρχαίο αμφιθέατρο, ενώ πριν απ’ αυτόν ο Δανός αρχαιολόγος Johan Louis Ussing κατά το 1846 αποκάλυψε ένα εδώλιο του Αρχαίου Θεάτρου με την επιγραφή «τεχνίτες», το οποίο βρισκόταν στη βάση του τουρκικού ρολογιού της Λάρισας. Μετά την απελευθέρωση του 1881 δημιουργήθηκε η οδός Ακροπόλεως, η οποία ουσιαστικά διαιρούσε το θαμμένο Αρχαίο Θέατρο και έφθανε σε ευθεία γραμμή μέχρι την Πύλη των Φαρσάλων. Κατά μήκος της ανηφορικής διαδρομής αυτού του δρόμου άρχισαν να δημιουργούνται καταστήματα, τα περισσότερα των οποίων ήταν αρχικά λαδάδικα και ανήκαν σχεδόν όλα σε παραγωγούς από το Πήλιο, οι οποίοι είχαν μετακομίσει στη Λάρισα για να εμπορευτούν τις ελιές και το ελαιόλαδο που εν αφθονία παρήγαγε ο τόπος τους. Σταδιακά όμως τα «λαδάδικα» άρχισαν να μετατοπίζονται προς την οδό Παπαφλέσσα, παρ’ όλα αυτά όμως το συγκεκριμένο τμήμα της οδού Ακροπόλεως έμεινε για χρόνια γνωστό με το όνομα «τα Λαδάδικα».
Στη δεξιά πλευρά του δρόμου, στη γωνία με τη σημερινή οδό Βενιζέλου, υπήρχε προπολεμικά το Φαρμακείο του Ηρακλή Καραθάνου, πατέρα του δημάρχου Δημητρίου Καραθάνου και μεταπολεμικά, μέχρι την έναρξη των εργασιών για την ανάδειξη του Αρχαίου Θεάτρου, δέσποζε στο ίδιο σημείο το ζαχαροπλαστείο του Έξαρχου. Αμέσως μετά στην ίδια πλευρά και για πολλά χρόνια λειτούργησε το πολυσύχναστο καφενείο του Χατζηγιάννη. Σ’ αυτό περνούσαν τις ελεύθερες ώρες τους πολλοί αργόσχολοι Λαρισαίοι, συζητώντας και παίζοντας διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια της εποχής.
Ακολουθούσαν μετά και άλλα καταστήματα, αλλά θα σταματήσουμε στο κτίριο όπου στεγάζονταν μέχρι το 1980 τα γραφεία της Ι. Μητροπόλεως Λαρίσης, πριν μεταφερθούν στη σημερινή τους θέση στη συνοικία της Φιλιππούπολης. Το κτίριο αυτό κτίσθηκε κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα από τον Γεώργιο Τσάπανο[1], θεωρούνταν ένα από τα καλύτερα αρχοντικά της πόλης και αρχικά ο ιδιοκτήτης εγκατέστησε σ’ αυτό την οικογένειά του. Ήταν διώροφο με υπόγειο, υπερυψωμένο σε ένα σημείο, λόγω της κατωφέρειας της οδού. Αργότερα στεγάσθηκε σ’ αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα η Νομομηχανική Υπηρεσία. Όταν αυτή μετακόμισε σε άλλο σημείο, το κτίριο το ενοικίασε ο Ηλίας Κύρκος[2] και το μετέτρεψε σε ξενοδοχείο με την επωνυμία «Αχίλλειον». Το «Αχίλλειον» ήταν ένα από τα καλύτερα ξενοδοχεία της Λάρισας, το οποίο ο Ηλίας Κύρκος το διατηρούσε σε υψηλό επίπεδο καθαριότητας και περιποίησης. Το 1935, όταν στον μητροπολιτικό θρόνο της Λάρισας τοποθετήθηκε ο Δωρόθεος Κοτταράς, ο μετέπειτα (1956) αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, το οίκημα αγοράσθηκε από τη Μητρόπολη. Σ’ αυτό εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της και διέμενε ο εκάστοτε μητροπολίτης. Κατά τον μεγάλο σεισμό της 1ης Μαρτίου 1941 έπαθε σοβαρές ζημιές, σε σημείο ώστε να είναι επικίνδυνη η παραμονή ανθρώπων στον επάνω όροφο. Όσο διαρκούσε ο πόλεμος και η κατοχή δεν έγινε καμιά εργασία επισκευής. Την περίοδο αυτή το αρχείο της Μητροπόλεως φυλάχθηκε στο καταφύγιο το οποίο βρισκόταν απέναντι από το κτίριο της Επισκοπής, κάτω από το ρολόι της πόλης. Μετά την απελευθέρωση και ιδίως μετά τον σεισμό του 1957, ο δεύτερος όροφος γκρεμίστηκε και διατηρήθηκε μόνο το ισόγειο με το υπόγειο. Συγχρόνως οικοδομήθηκε στη νότια πλευρά του παλαιού οικήματος και σε άμεση επαφή και επικοινωνία μαζί του, μια διώροφη σύγχρονη κατασκευή για να στεγάσει τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του ιεράρχη, την αίθουσα υποδοχής και τα γραφεία της Μητροπόλεως. Το 1980, επί μητροπολίτου Σεραφείμ, μεταφέρθηκαν όλες οι υπηρεσίες της στο σημερινό κτίριο, ενώ το παλαιό έπειτα από πολλές γραφειοκρατικές διαδικασίες το 1992 κατεδαφίσθηκε, όπως και όλα τα υπόλοιπα, για να αποκαλυφθεί το Αρχαίο Θέατρο.
Αμέσως μετά, στη γωνία των οδών Ακροπόλεως και μητροπολίτου Αρσενίου, υπήρχε ένα διώροφο εντυπωσιακό οίκημα, το οποίο ανήκε στον Ευαγγέλου, έναν από τους πολλούς καπνοβιομηχάνους που διέθετε τα παλιά χρόνια η πόλη μας. Ήταν κτισμένο σε νεοκλασικό ρυθμό και κατά καιρούς στέγασε οικογένειες της υψηλής Λαρισαϊκής κοινωνίας. Από τον Ευαγγέλου το κτίριο περιήλθε μεταπολεμικά στην κατοχή του Δημητρίου Λαγού, συνταγματάρχη εν αποστρατεία, ο οποίος μάλιστα έλαβε μέρος στις δημοτικές εκλογές του 1951 με δικό του συνδυασμό. Δεν κατόρθωσε όμως να επικρατήσει του Δημητρίου Καραθάνου, ο οποίος εκλέχθηκε τελικά Δήμαρχος.
Δίπλα από το προηγούμενο, επί της οδού μητροπολίτου Αρσενίου και απέναντι από τα ερείπια της βασιλικής του Αγίου Αχιλλίου του 6ου αιώνα, υπήρχε ένα όμορφο κτίριο κτισμένο στις αρχές του 20ού αιώνα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια ως γραφείο της Μητροπόλεως Λαρίσης και συγχρόνως ως κατοικία του μητροπολίτη Αρσενίου (1914-1934). Ο Αρσένιος Αφεντούλης ήταν τύπος απλός και καλοσυνάτος και προσέγγιζε τους ανθρώπους του λαού με αγάπη. Η θητεία του στη Μητρόπολη Λαρίσης έχει συνδεθεί στενά την περίοδο του εθνικού διχασμού με το ανάθεμα κατά του Βενιζέλου, ενέργεια η οποία του στοίχισε την απομάκρυνση από τη Λάρισα και την εξορία του για τρία χρόνια στη Αμοργό.
Από την αριστερή πλευρά της ανόδου της οδού Ακροπόλεως υπήρχαν πολλά καταστήματα και κατοικίες, τα οποία κατά καιρούς άλλαζαν ενοίκους. Στη γωνία με την Μακεδονίας (Βενιζέλου) υπήρχε το καπνοπωλείο του Ευαγγέλου που ήταν ένα από τα παλαιότερα της Λάρισας. Ακολουθούσε ένας χώρος περιφραγμένος από το 1910, όταν ο αρχαιολόγος Αρβανιτόπουλος είχε εντοπίσει ένα μικρό τμήμα του Αρχαίου Θεάτρου της Λάρισας.
Ακολουθούσε το κατάστημα αποικιακών ειδών του Μιχάλη Μανδραβέλη και εν συνεχεία το κατάστημα δερμάτων του Καϊμάκη. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της εποχής, καθώς είναι γνωστό ότι στη Λάρισα από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ακόμα υπήρχαν πολλά βυρσοδεψεία, εγκατεστημένα στη συνοικία Ταμπάκικα. Ακολούθως δέσποζε μια τριώροφη οικοδομή, ιδιοκτησίας και αυτή του γαιοκτήμονα Γεωργίου Τσάπανου, η οποία στέγασε την ωτορινολαρυγγολογική κλινική του Γεωργίου Τάρη για πολλά χρόνια. Μέχρι το τέλος της ανηφορικής οδού ακολουθούσαν δύο απλές κατοικίες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1]. Ο γαιοκτήμονας Γεώργιος Τσάπανος καταγόταν από τη Φλώρινα και ήλθε στη Λάρισα περί το 1910. Αγόρασε μεγάλες αγροτικές εκτάσεις σε Γιάννουλη και Φαλάνη, οι οποίες όμως απαλλοτριώθηκαν με τον νόμο περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών και του έμεινε μόνον ένα μικρό μέρος, το οποίο αυτοκαλλιεργούσε. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους στην ιδέα να εγκαταλειφθεί η ασύμφορη μονοκαλλιέργεια του σίτου και να αντικατασταθεί από άλλες, οι οποίες απέφεραν υψηλότερα εισοδήματα. Ο Γεώργιος Τσάπανος πέθανε στην Αθήνα μεταπολεμικά σε προχωρημένη ηλικία.
[2]. Ο Ηλίας Κύρκος είχε για πολλά χρόνια και την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου «Μέγας Αλέξανδρος», ιδιοκτησίας Ηλία Κολέσκα, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Ίωνος Δραγούμη και Βασιλίσσης Φρειδερίκης (σήμερα Σκαρλάτου Σούτσου), απέναντι από το Ισραηλιτικό Σχολείο.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου