Τοῦ Βασιλείου Χ. Στεργιούλη, Θεολόγου
Εἶναι γνωστός καί πολύ προσφιλής στούς φιλότεχνους ὁ πίνακας τῆς ζωγραφικῆς τέχνης πού ἀπεικονίζει τό θρησκευτικό θέμα: Πορεία πρός Ἐμμαούς. Ἐμφανίζει τόν ἀναστημένο Χριστό ἀνάμεσα σέ δύο Μαθητές του νά ὁδοιποροῦν συνομιλοῦντες μέσα σ’ ἕνα εἰδυλιακό τοπίο.
Ὁ χαριτωμένος αὐτός πίνακας, πού κυκλοφορεῖ σέ πάμπολλα ἀντίτυπα, εἶναι ἐμπνευσμένος ἀπό τήν περικοπή τοῦ κεφαλαίου 24 (στίχοι 13-35), τοῦ κατά Λουκᾶν Εὐαγγελίου. Σύμφωνα μέ τήν εὐαγγελική περικοπή - πού «συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν ὡραιοτέρων θησαυρῶν» τούς ὁποίους μᾶς διέσωσε μόνον ὁ Λουκᾶς - ὁ Χριστός ἐμφανίστηκε τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς του σέ δύο ἀπό τούς Μαθητές του, πού ὁδοιποροῦσαν πρός τήν κώμη Ἐμμαούς, σημερινή ὀνομασία Κομπέμπε, πού βρίσκεται ἑξήντα στάδια (ἕνδεκα χιλιόμετρα) βορείως τῆς Ἱερουσαλήμ. Οἱ δύο Μαθητές πορεύονταν σκυθρωποί. Τούς συνεῖχε ἡ θλίψη ἀπό τά συγκλονιστικά γεγονότα τοῦ σταυρικοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό καί δέν ἀναγνώρισαν τόν Κύριο. Τόν ἐξέλαβαν ὡς ἄγνωστο, γι’ αὐτό καί τοῦ εἶπαν: «Σύ μόνος κατοικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ καί οὐκ ἔγνως τά γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις;». Τόν ἀναγνώρισαν ἀργότερα, ὅταν εἰσῆλθαν στήν κώμη καί κάθησαν νά φᾶνε. Καί συγκεκριμένα ὅταν ἔλαβε τό ψωμί, τό εὐλόγησε καί ἀφοῦ τό ἔκοψε σέ τεμάχια, τούς τό μοίρασε.
Ὁ Λουκᾶς λοιπόν, ὁ συγγραφέας τοῦ τρίτου Εὐαγγελίου μᾶς διασώζει τήν ὡς ἄνω διήγηση. Γι’ αὐτόν τόν ἰατρό – εὐαγγελιστή Λουκᾶ σήμερα ὁ λόγος, καθώς γιορτάζουμε τή μνήμη του.
Ὁ Λουκᾶς καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Στόν χριστιανισμό προσῆλθε διά μέσω τοῦ κηρύγματος τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Εἶναι ὁ πρῶτος χριστιανός ἰατρός, πού ἀναφέρεται στήν Καινή Διαθήκη. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τόν ὀνομάζει «Λουκᾶς ὁ ἰατρός, ὁ ἀγαπητός» (Κολασ. 4,14). Ἔκφραση πού φανερώνει τή συμπάθεια καί τήν ἐκτίμηση πού ἔτρεφε ὁ μεγάλος Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος πρός τόν Λουκᾶ.
Ἡ προσέλευση τοῦ Λουκᾶ στόν Χριστιανισμό δείχνει πόσο ἀνοικτός εἶναι ὁ Χριστιανισμός στόν κόσμο. Δέν εἶναι ἕνα κλειστό «γκέτο». Δέν ἀγκαλιάζει ἀνθρώπους μόνον κατώτερης τάξης. Ἀλλά δέχεται τόν καθένα. Ὁ Θεός εἶναι ὁ θεῖος μαγνήτης, πού ἑλκύει κάθε καλοπροαίρετη καρδιά. Τραβάει κοντά του τούς ἁπλοϊκούς, ἀλλά καί τούς μορφωμένους. Τούς ἐπιστήμονες. Ὅπως τό δίχτυ τοῦ ψαρᾶ συλλαμβάνει διαφόρων εἰδῶν καί μεγεθῶν ψάρια (σαρδέλες, μπαρμπούνια, μπακαλιάρια, ροφούς, κ.ἄ.). Ἀποδεικνύει αὐτό τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία διατρανώνουμε σέ κάθε θεία Λειτουργία, ὅταν ἀπαγγέλλεται τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ὁμολογοῦμε τήν ὥρα ἐκείνη ὅτι πιστεύουμε: «Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἔχουμε λοιπόν Χριστιανούς ἐπιστήμονες. Ἐπιστήμονες, πού πιστεύουν βαθιά κι ἀγαπᾶνε ἀπ’ τήν ψυχή τους τόν Χριστό. Τόν λατρεύουν. Ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια, ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, ὥς τίς μέρες μας, στίς ὁποῖες ἔλαμψε ἡ μεγάλη ἁγιασμένη χριστιανική ἰατρική μορφή τοῦ ἁγίου ὀρθοδόξου ἐπισκόπου Συμφερουπόλεως Κριμαίας Λουκᾶ Γιασενέκιν, πού ἔλαβε τό βραβεῖο Στάλιν στήν Σοβιετική Ἕνωση. Κάτι ἀντίστοιχο μέ τό βραβεῖο Νόμπελ.
Ὡς ἰατρός τῆς ἑλληνιστικῆς πόλης Ἀντιόχειας ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς γνώριζε καλά τήν ἑλληνική γλῶσσα. Τήν ὡραιότερη τοῦ κόσμου κατά κοινή ὁμολογία. Τή γλῶσσα μέ τήν ὁποία συνεργάζονται σήμερα ἄριστα οἱ τελευταίου τύπου ἠλεκτρονικοί ὑπολογιστές. Τή γλῶσσα, τῆς ὁποίας ἡ γνώση θεωρεῖται ἀπαραίτητη σέ Ἀμερική καί Ἀγγλία γιά ὅσους ἐπιδιώκουν νά καταλάβουν ἀνώτερες διοικητικές θέσεις στίς διοικήσεις τῶν ἐπιχειρήσεων. Τήν ἀξία καί σπουδαιότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας δείχνει τό γεγονός ὅτι αὐτή στήν Ἀγγλία διδάσκεται σήμερα ὡς δεύτερη γλῶσσα στό Δημοτικό Σχολεῖο.
Ὁ Λουκᾶς, ὡς ἰατρός γνώριζε καλά τήν ἑλληνική φιλοσοφία. Εἶχε λάβει ἀνώτερη ἑλληνική μόρφωση. Ἡ σπουδή τῆς ἰατρικῆς στίς ἑλληνικές σχολές τόν καιρό ἐκεῖνο ἐθεωρεῖτο ἰσότιμη μέ τή φιλοσοφία.
Εἶχε φυσικά καί ἐπίκτητα προσόντα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς. Ἦταν φωτισμένη διάνοια. Ἔτσι δικαίωσε τό ὄνομά του, πού σημαίνει φωτισμένος: Lucianus, Λουκιανός, Λουκᾶς (παράγεται ἀπό τό λατινικό Lux, Lucis, πού σημαίνει φῶς).
Ἦταν Ρωμαῖος πολίτης ὁ Λουκᾶς. Μέ τό νά πιστεύσει ὅμως στό Χριστό, ἔγινε πολίτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Καί δέν ἀρκέστηκε μόνον σ’ αὐτό. Ἀλλά θέλησε καί ἄλλους νά κάνει μέτοχους αὐτῆς τῆς ἰδιότητος. Αὐτῆς τῆς χαρᾶς καί σωτηρίας. Γι’ αὐτό ἐντάχθηκε στήν Ἱεραποστολή. Δέν κλείστηκε αὐτάρεσκα στόν ἑαυτό του. Δέν ζήτησε διακρίσεις καί ἀξιώματα μέσα στήν Ἐκκλησία. Προτίμησε νά «θάψει» τόν ἑαυτό του καί νά ἀφοσιωθεῖ στή διακονία τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου. Καί ρίχτηκε μαζί του σέ μιά περιπέτεια χωρίς προηγούμενο. Στήν περιπέτεια τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ἔγινε συνέκδημος καί συνοδοιπόρος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Προτίμησε νά συγκακουχηθεῖ μαζί του. Ἦταν δέ τόσο πιστά δεμένος κι ἀφοσιωμένος στόν Παῦλο, ὥστε δέν τόν ἐγκατέλειψε ποτέ. Παρέμεινε μαζί του κι ὅταν ἀκόμη ἄλλοι τόν ἐγκατέλειψαν.
Ἰδιαίτερα εὐγνώμονες πρέπει νά εἴμαστε πρός τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, γιατί ὅ,τι γνωρίζουμε σήμερα γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τό γνωρίζουμε ἀπό αὐτόν τόν εὐαγγελιστή τοῦ Χριστοῦ καί ἀθλητικογράφο τοῦ Παύλου. Γιατί αὐτός κατέγραψε τά παθήματα, τίς θλίψεις, τίς κακουχίες, τούς διωγμούς καί ὅλα τά διά Χριστόν ἀθλήματα τοῦ Παύλου.
Παλιά παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρει ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς εἶχε ἐπίδοση καί στόν χρωστήρα. Ἦταν ζωγράφος. Καί ὅτι φιλοτέχνησε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Αὐτή τήν παράδοση ἔχει ὡς βάση ἡ ὑμνολογική ἔκφραση τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνα: «Ἄλαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν τῶν μή προσκυνούντων τήν εἰκόνα σου τήν σεπτήν, τήν ἱστορηθεῖσαν ὑπό τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ ἱερωτάτου τήν ὁδηγήτριαν».
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔφυγε ἀπό τόν μάταιο αὐτό κόσμο σέ βαθύ γῆρας. Τά συναξάρια καί οἱ βίοι τῶν ἁγίων ἀναφέρουν ὅτι «ἀνεπαύσατο ἐν εἰρήνῃ εἰς τάς Θήβας τῆς Βοιωτίας», ὅταν ἦταν 80 χρόνων.