Κάτω από τον απέραντο γαλάζιο ουρανό, στην απέναντι χώρα, είδα πολλούς ανθρώπους να αμπαρώνουν τα παράθυρα και τις πόρτες τους. Να κοιτούν για τελευταία φορά τα σπίτια, τα δέντρα που έφεραν όλο το βάρος των ευωδιαστών χυμών.
Ήταν Ιούνιος, τα περιβόλια εξαίσια, χρυσά μικρά κτήματα με ροδιές, κορομηλιές, συκιές και τις κερασιές να κυματίζουν πέρα δώθε στο φως του ηλίου. Ήταν γέροι, γυναικόπαιδα εμπόρων και παραγωγών φρούτων που εγκατέλειπαν το βιος τους άρον – άρον.
Ήταν φιγούρες εγκαταλελειμμένες από άνδρες που είχαν φύγει για τον πόλεμο ή τα στρατόπεδα εργασίας. Περπατούσαν σκυφτές, κατέβαιναν τα σοκάκια με δάκρυα βουβά. Κουβαλούσαν στη πλάτη τους εκτός από τα βρέφη τους και μια πελώρια λύπη, βαριά.
Σταμάτησα μια γυναίκα, τη ρώτησα να που πει που πήγαινε. Γιατί εγκατέλειπε το χωριό της; Μου απάντησε πως δεν ήξερε τίποτε, αλλά ήταν ολοφάνερο ότι έφευγε για κάπου αλλού ή κάπου στο άγνωστο πήγαινε...
Κάποιοι τις ανάγκαζαν να κάνουν γρήγορα, τις έσπρωχναν να μπουν στη σειρά. Δημιουργήθηκε μια μαύρη πομπή από κουρασμένα, τρομαγμένα πρόσωπα. Με προσπέρασε – έφυγε με τα πόδια βυθισμένα μέσα στην σκόνη μιας γης το ίδιο απελπισμένης. Ο χρόνος σταμάτησε, ένας μελαγχολικός θόλος τύλιξε το Λειβίσι στη στιγμή, ήταν 30 Ιουνίου 1923.
Πέρασαν 91 τόσα χρόνια, το χωριό δεν ξαναατοικήθηκε από ζωντανές ψυχές. Μόνο από αγγελικές ψυχές των προγόνων που παρέμειναν αέρινα να φτερουγίζουν και να φροντίζουν τα σταματημένα συντριβάνια και τα ερείπια.
Οι δύο εκκλησίες του Ταξιάρχη και της Παναγίας της Πυργιώτισας έγιναν κουφάρια που τα χτύπησε ο χρόνος. Τα πέτρινα σπίτια, σκελετοί χωρίς κεραμίδια μια άκοσμη γκρίζα ομορφιά. Η πλατεία καλά ριζωμένη από τις βαριές καρδιές των τότε ανθρώπων, έχει χρώμα μενεξεδί και περιμένει ακόμη κάποιον απόγονο επισκέπτη για να χαρεί.
Χθες ρώτησα την UNESCO σύμβολο φιλίας και ειρήνης που είναι η συμφωνία που είχε συνάψει; Το 1988 είχε υπογράψει για το Λειβίσι (χωριό των παππούδων μου) μερική αναστύλωση, εφόσον κρίθηκε πολιτιστικό μνημείο της περιοχής.
Σήμερα ο ερειπωμένος οικισμός κινδυνεύει να χάσει την ιστορική του ταυτότητα, την αυθεντικότητά του. Εξεγείρομαι όταν επενδυτές ετοιμάζουν να πλειοδοτήσουν το χωριό “φάντασμα” όπως το αποκαλούν, για τουριστική εκμετάλλευση. Θα μεταμορφωθεί σε καταστήματα, ξενοδοχεία και κοινόχρηστα κτήρια.
Αν υπάρχει λίγη ανθρωπιά στην Ελλάδα και στην Τουρκία, οι αρμόδιοι ας ξαναδούν το θέμα. Έκλυση κάνω ως απόγονος του χωριού αυτού, να σωθεί το Μνημείο των Αγγέλων.
Το Λειβίσι
Τι ψάχνεις;
Το σπίτι μου δεν το βρίσκω.
Μόνο άγνωστοι δρόμοι.
Το θυμάμαι, ακόμη το θυμάμαι.
Το καλοκαιρινό, απέναντι απ’ την εκκλησία του Ταξιάρχη.
Με τους ψηλούς φράχτες και τα γιασεμιά, στην κάτω γειτονιά.
Πού αλλού να ψάξω, κόρη μου; Αυτή δεν απαντά.
Πού είναι τ’ ανθισμένο αγιόκλημα, που σκαρφάλωνε στους τοίχους;
Δεν το βλέπω.
Το μονοπάτι, που βγάζει στο περιβόλι με τις συκές, ροδιές, κορομηλιές;
Δεν το βρίσκω.
Τα σύρματα της πίσω αυλής με τις λευκές μπουγάδες.
Τα περβάζια με τα γιούλια και τα βασιλικά, τα παρτέρια με τις ανθισμένες δάφνες.
Πού πήγαν;
Οι μυρωδιές οι ευωδιαστές απ’ της μάνας το πλούσιο, κρυφό κελάρι.
Σκόρπισαν;
Πεθυμιές γίνανε νοσταλγικές.
Φαντάσματα, που με στοιχειώνουν κάθε βράδυ.
Μεσ’ στο μυαλό, στην ψυχή και στη μνήμη σου θα υπάρχουν πάντα.
Εκεί να τα αναζητάς, γιαγιά.
Το χωριό, όπου βρισκόταν το εξοχικό της γιαγιάς, στην αλύτρωτη πατρίδα.
Μαρία Αράπκουλε, Μικρασιάτισσα – ποιήτρια, μέλος του Πολιτιστικού συλλόγου Μικρασιατών Ν. Λάρισας.