θεωρείται ως ο μεγαλύτερος στρατηλάτης της ανθρώπινης ιστορίας και μία από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές παγκοσμίως. Σε μόλις τρεις μάχες (Γρανικό, 334 π.Χ., Ισσό, 333 π.Χ. και Γαυγάμηλα, 331 π.Χ.) διέλυσε την αχανή Περσική αυτοκρατορία, οδηγώντας τα στρατεύματά του μέχρι τις μακρινές Ινδίες. Εφάρμοσε πρωτοποριακές μεθόδους στις μάχες που διδάσκονται ακόμη και σήμερα στις Στρατιωτικές Σχολές, ενώ η γενικότερη προσωπικότητά του εξακολουθεί να γοητεύει.
Κατά καιρούς από διάφορους ιστορικούς, εντός και εκτός Ελλάδας, έχουν διατυπωθεί απόψεις που περιγράφουν έναν Αλέξανδρο που μόνο Μέγας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί. Τον χαρακτηρίζουν μέθυσο, αλαζονικό, εγωιστή, που θεωρούσε τον εαυτό του Θεό, που έχανε συχνά τον έλεγχο και γι’ αυτό στα βάθη της Ασίας σκότωσε έναν από τους καλύτερους φίλους του, τον Κλείτο.
Κάποιες άσχημες συμπεριφορές του και λάθη του, ειδικά προς το τέλος της ζωής του, θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένα. Όμως, οι μόνοι που δικαιούνται να τον κρίνουν είναι όσοι κατά τη διάρκεια της ζωής τους δοκίμασαν τους πειρασμούς της εξουσίας και κατάφεραν να αντισταθούν. Πόσοι μπορούν να ισχυριστούν ότι θα γινόταν αυτοκράτορες του κόσμου, με απίστευτη δύναμη και πλούτο και θα είχαν καταφέρει να ελέγξουν τις συμπεριφορές τους;
Ισχυρίζονται ότι θεωρούσε τον εαυτό του Θεό, αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Του άρεσε που τον χαρακτήριζαν γιο του Άμμωνος Δία της Αιγύπτου, αλλά ο ίδιος δεν ισχυρίστηκε ποτέ κάτι τέτοιο. Ως ιδιοφυής άνθρωπος που ήταν, άφηνε αυτήν τη φήμη να διαδίδεται, ξέροντας ότι κάποια στιγμή θα του φαινόταν χρήσιμη. Και πράγματι έτσι έγινε. Μετά τη λήξη των πολέμων με την Περσική Αυτοκρατορία εξακολουθούσε να υπάρχει μέσα στα αχανή εδάφη της ένα σώμα ετοιμοπόλεμων Ελλήνων που αριθμούσε περίπου 12.000 με 15.000 άντρες. Οι εμπειροπόλεμοι αυτοί άντρες ήταν εξόριστοι των ελληνικών πόλεων, δεν μπορούσαν να γυρίσουν στις πατρίδες τους και ήταν πρόθυμοι να προσφέρουν ως μισθοφόροι τις υπηρεσίες τους σε όποιον πλήρωνε. Αποτελούσαν μια κινητή βόμβα που υπονόμευε την ασφάλεια των κατεκτημένων εδαφών και το θέμα έπρεπε να λυθεί.
Τον Σεπτέμβριο του 324 π.Χ. έγιναν στην αρχαία Ολυμπία Ολυμπιακοί αγώνες. Κατά την έναρξη διαβάστηκε διαταγή του Αλεξάνδρου που ζητούσε από όλες τις ελληνικές πόλεις να τον λατρεύουν πλέον ως θεό. Επρόκειτο για μια πολιτική απόφαση και όχι δείγμα αλαζονείας. Στο Συνέδριο της Κορίνθου το 338/337 π.Χ. είχε συμφωνηθεί ότι οι ελληνικές πόλεις θα ακολουθούσαν τον Φίλιππο Β’, πατέρα του Αλεξάνδρου, στην εκστρατεία στην Ασία, αλλά ο ίδιος δεν θα επενέβαινε στα εσωτερικά των πόλεων. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε και το 336 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος διαδέχτηκε τον πατέρα του στην εξουσία. Ως ηγεμόνας, λοιπόν, ως άνθρωπος, ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να διατάξει τις ελληνικές πόλεις να δεχτούν πίσω τους εξόριστους. Ως θεός, όμως, μπορούσε να το κάνει. Και έτσι έγινε. Από τη στιγμή που οι ελληνικές πόλεις δέχτηκαν τη θεοποίηση του Αλεξάνδρου, διατάχτηκαν να δεχτούν πίσω τους εξόριστους και έτσι λύθηκε το θέμα των μισθοφόρων Ελλήνων.
Επίσης, πουθενά δεν καταγράφεται ότι ήταν υπερβολικά λάτρης του ποτού. Ο ίδιος έπινε σε συμπόσια και γιορτές πάντα με μέτρο. Ίσως η μόνη φορά που κατανάλωσε υπερβολικά ποτό να ήταν όταν σε καβγά σκότωσε τον Κλείτο το 328 π.Χ. στη Σαμαρκάνδη, αλλά και πάλι δεν είναι απόλυτα σίγουρο ότι η πράξη του Αλεξάνδρου οφείλεται στην κατανάλωση αλκοόλ. Το πιο πιθανό είναι να ήταν μια πράξη που προήλθε από τα λόγια του Κλείτου, που ο Αλέξανδρος θεώρησε υπερβολικά και τον έβγαλαν εκτός εαυτού.
Ο ιστορικός Αρριανός, που θεωρείται ο πιο αξιόπιστος συγγραφέας για τη ζωή του στρατηλάτη, τον περιγράφει ως εξής: Ήταν πολύ όμορφος στο παρουσιαστικό και αφιερωμένος στην άσκηση, πολύ ενεργητικός στο πνεύμα, πολύ ηρωικός στο θάρρος, πολύ σταθερός στην τιμή, αγαπούσε πολύ τον κίνδυνο και ευσεβέστατος. Σχετικά με τις σαρκικές ηδονές ήταν πάρα πολύ εγκρατής και άπληστος με τις πνευματικές απολαύσεις. Ενώ ο Γερμανός φιλόσοφος Νίτσε είχε χαρακτηρίσει τον Αλέξανδρο των 20 χρονών ως τον τέλειο άνθρωπο, δημιούργημα του ελληνικού πνεύματος.
Και κάτι τελευταίο. Θεωρούμε και είναι παντού γραμμένο ότι ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου του 356 π.Χ., αλλά αυτό είναι λάθος ως προς τον μήνα. Γνωρίζουμε με σιγουριά ότι πέθανε μεταξύ 10 και 13 Ιουνίου του 323 π.Χ., την ώρα που ο ήλιος άγγιζε τον ορίζοντα της Βαβυλώνας για να δύσει.
Όμως, ο Αρριανός γράφει: «Εβίω δύο και τριάκοντα έτη και του τρίτου (έτους) μήνας επέλαβε οκτώ, ως λέγει Αριστόβουλος». Έζησε, δηλαδή, τριάντα δύο χρόνια και οχτώ μήνες. Συνεπώς, ο μήνας γέννησής του θα πρέπει να τοποθετηθεί τον Οκτώβριο και όχι τον Ιούλιο.