Στην πρόσφατη είδηση ότι δύο άτομα εντοπίστηκαν νεκρά και δεμένα με χειροπέδες στο τιμόνι αυτοκινήτου, που έπεσε στη θάλασσα, η σκέψη μας οδηγείται συνειρμικά σε εγκληματική ενέργεια. Αυτό συμβαίνει, διότι είναι ανοίκειο στον ανθρώπινο νου, να αποδεχτεί ότι ένα άτομο μπορεί να εκδηλώσει τόση σκληρότητα προς τον ίδιο του τον εαυτό. Η αυτοκτονία, όμως, αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτήν την -αντίθετη με τα βασικά βιοτικά ένστικτα- ιδιότυπη σκληρότητα, κατά την οποία το άτομο επιφέρει στον εαυτό του βλάβη, που έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τον ίδιο του τον θάνατο.
Ο αυτόχειρας μάλιστα, χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή επιμέλεια, μεριμνώντας να μην επιφυλάξει στον εαυτό του την παραμικρή δυνατότητα μεταστροφής γνώμης και επανόδου του στη ζωή. Και ναι μεν, σύμφωνα και με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η αυτοχειρία απαντάται συχνότερα σε άτομα με ψυχικές διαταραχές, όμως δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ούτε ως σύμπτωμα ούτε ως συνέπεια αυτών. Το φαινόμενο της αυτοχειρίας είναι πολύ ευρύτερο των ορίων των ψυχικών διαταραχών και συναρτάται στενά με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, τις ενδογενείς αντιστάσεις και τις διεξόδους διαφυγής του ατόμου. Η αιτία μιας αυτοκτονίας, πολλές φορές, κρύβεται σε λέξεις, όπως αξιοπρέπεια, ντροπή, μοναξιά, κούραση.
Από νομική σκοπιά, στην περίπτωση της αυτοκτονίας, απαντάται μια νομική πρωτοτυπία: προβλέπεται ποινικό αδίκημα, δίχως να υπάρχει δράστης! Πώς άλλωστε θα μπορούσε να υπάρχει τιμωρητέος φυσικός αυτουργός στην αυτοκτονία, όταν ο δράστης αποτελεί ταυτόχρονα και το θύμα, το οποίο με την τέλεση της αυτοκτονίας πεθαίνει και έτσι παύει να υπάρχει. Περαιτέρω, ενώ η συνέργεια προϋποθέτει φυσική αυτουργία, δηλαδή την ύπαρξη ενός δράστη εγκλήματος, στην αυτοκτονία, παρά την έλλειψη δράστη, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης, όσοι συμμετείχαν σε αυτήν ή όσοι κατέπεισαν κάποιον να αυτοκτονήσει.
Τα τελευταία χρόνια, και με αφορμή την οικονομική κρίση, η απώλεια ανθρώπινων ζωών από αυτοκτονίες αποτέλεσε «θέμα ημερησίας διατάξεως» στον δημόσιο διάλογο. Η αλήθεια είναι ότι, στη χώρα μας, η αυτοχειρία ανέκαθεν απασχολούσε περισσότερο ως θεωρητική κατασκευή ή ως ένα γεγονός αδόκητο, τραγικό και σπάνιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ακόμη και το έτος 2011, κατά το οποίο (ως έτος συνειδητοποίησης της οικονομικής κρίσης) παρουσιάστηκε η μεγαλύτερη αύξηση αυτοκτονιών στη χώρα, είχαμε, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το μικρότερο ποσοστό αυτοκτονιών στην Ευρώπη. Σε απόλυτα νούμερα, οι αυτοκτονίες κορυφώθηκαν το έτος 2014, για να αρχίσει έκτοτε η σταδιακή αποκλιμάκωσή τους, όπως αποτυπώνεται στον πίνακα, που αφορά τα έτη 2008-2016, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ [Θάνατοι (Αιτίες ICD-9)]1:
Παρότι όμως, ο απόλυτος αριθμός των αυτοκτονιών, σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας μας, είναι αρκετά περιορισμένος, γεγονός το οποίο αποτυπώνεται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τη χώρα μας να είναι σταθερά ουραγός στις αυτοκτονίες (ακολουθώντας η Κύπρος και η Ισπανία), η αύξηση των αυτοκτονιών συνιστά στοιχείο που δεν πρέπει να αγνοείται, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτειακό επίπεδο. Στα παραπάνω, πρέπει πλέον να συνεκτιμηθούν και οι επιπτώσεις της υπερ-διετούς πανδημικής κρίσης και κυρίως η ανακύκλωση των οικονομικών προβλημάτων και η χαλάρωση των κοινωνικών δεσμών, καθώς περιστέλλουν ακόμα περισσότερο τις ήδη περιορισμένες δυνατότητες για πολλούς ανθρώπους και προκαλούν μια εν δυνάμει πηγή αυξημένης ευαλωτότητας σε αυτοεπιβαλλόμενες βλάβες.1 Σημειώνεται ότι οι στατιστικές για τις αιτίες θανάτου (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αυτοκτονίες), σύμφωνα με τον Κανονισμό 1338/2008 του Ε. Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, καταρτίζονται δύο (2) έτη μετά το τέλος του έτους αναφοράς
*Η Αικατερίνη Κ. Γανίδη είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Σπ. Π.Μ.Σ. «Ιατροδικαστική - Ψυχιατροδικαστική» Ιατρικής Σχολής Α.Π.Θ.