Ο Ιούλιος είναι ο δεύτερος μήνας του καλοκαιριού και ο πιο ζεστός, όπως λένε οι βοσκοί, γιατί τα πρόβατα αργούν να βγουν από το Στάλο για βοσκή. Πήρε το όνομά του από τον Ιούλιο Καίσαρα, τον αυτοκράτορα της Ρώμης, ο οποίος γεννήθηκε στις 7 αυτού του μήνα, που μέχρι τότε λεγόταν Κυρηνάλιος.
Ο θυμόσοφος λαός μας, έδωσε διάφορες ονομασίες, ανάλογα με τις κατά τόπο αγροτικές εργασίας του μήνα. Τον ονόμασε Αλωνάρη, Αλωνιστή, Αλωνευτή, Χαλαζάρη, Αηλιά, Γυαλιστή, Αηκερασίτη, Χορτοκόπο, κ.λπ. Ο μήνας αυτός φέρνει στη μνήμη μας τον Αλωνισμό, το πέτρινο αλώνι, αλλά και τις εικόνες από το Αναγνωστικό του Δημοτικού, για το Αλώνι. Ο Ησίοδος για το χτίσιμο του Αλωνιού αναφέρει «Χώρω εν ευάέρει και ευτραχάλω αλώνι» (Έργα και Ημέραι 597).
Με το τέλος τού Θέρου, οι άντρες κουβαλούσαν τα δεμάτια στα αλώνια, φορτώνοντάς τα στα μουλάρια ή στα γαϊδούρια. Τα αλώνια ήταν δύο ειδών, τα πετράλωνα και τα χωματένια.
Τα πετράλωνα ήταν στρωμένα με πέτρα πλακοδερή με όσο το δυνατόν μικρότερα κενά ανάμεσά τους. Επειδή τα περισσότερα χωράφια είχαν επικλινή θέση, χρειαζόταν να υποστηριχτούν με μια μάντρα στην πλευρά της κατηφόρας. Στο κέντρο ήταν καλά στερεωμένο το «στιχερό» από γερό ξύλο πουρναριού ή κέδρου που στο πάνω μέρος του κατέληγε σε διχάλα. Τα χωματένια αλώνια ήταν πρόχειρα και φτωχικά. Τα έφτιαχναν σε σκληρό και στέρεο τόπο και το αλώνισμα γινόταν πάνω στο χώμα, με την Ανδοκάνη. Για το αλώνισμα, υπήρχε συνεργασία των κατοίκων, αφού για να γίνει ένα αλώνισμα χρειαζόταν τέσσερα ή πέντε μουλάρια, οπότε οι συγγενείς ή γείτονες παρείχαν τα ζώα. Όταν ερχόταν η σειρά του συγγενή να αλωνίσει, τότε ανταποδίδονταν η εξυπηρέτηση. Εκείνη την περίοδο η κοινωνία βασιζόταν πολύ στη συνεργασία και κρατούσε σφιχτούς δεσμούς, ανάμεσα στα μέλη της. Η διαδικασία του αλωνίσματος ξεκινούσε πολύ πρωί με τη δροσιά.
Έριχναν τα δεμάτια στο αλώνι και τα έλυναν, τα σκορπούσαν σ’ όλη τη διάμετρο του αλωνιού, ως χερόβολα. Αυτή η εργασία γινόταν μερικές φορές από το βράδυ για να κερδίσουν χρόνο την άλλη μέρα. Το πρωί ετοίμαζαν τις λαιμαριές των αλόγων, συνταιριαγμένες σε μια χοντρή τριχιά που «κούμπωναν» με την «αλωναριά», δηλαδή τη χοντρή τριχιά που ήδη ήταν δεμένη στο «στιχερό». Περνούσαν μια-μια λαιμαριά στο κάθε μουλάρι και κατόπιν του έβγαζαν τα καπίστρια (χαλινάρια) που φορούσαν.
Όπως σε κάθε αγροτική εργασία, έτσι και στο αλώνισμα, πριν ξεκινήσουν, έκαναν τον σταυρό τους. Ένας νέος και δυνατός έτρεχε πίσω από τα μουλάρια, κρατούσε βίτσα (μαστίγιο), χτυπούσε πού και πού και φώναζε συγκεκριμένες λέξεις ή επιφωνήματα για να τρέχουν τα ζώα και στο πέρασμά τους να τρίβουν τα στάχια. Το αλώνισμα ξεκινούσε από την εξωτερική περίμετρο του αλωνιού και σιγά-σιγά, καθώς τυλιγόταν η «αλωναριά» στο «στιχερό», η απόσταση μίκραινε και πλησίαζαν προς το κέντρο. Έτσι, πατιόταν όλη η ποσότητα του σιταριού. Οι υπόλοιποι αλωνιστές στέκονταν στην περίμετρο του αλωνιού, κρατώντας «δικριάνια», ανασήκωναν και ανακάτευαν τα στάχια για να πατηθούν. Το δικριάνι ήταν από ξύλο, σφενταμιού, μήκους περίπου 1,5 μέτρου, που η μια άκρη του είχε τρεις απολήξεις, δηλαδή τρίαινα.
Πολλές φορές, έβαζαν και τα παιδιά να κάνουν αυτήν τη δουλειά γιατί ήταν διασκεδαστική. Σε κάθε αλώνι, η νοικοκυρά που αλώνιζε, έπρεπε να φροντίσει τους εργαζόμενους, για το γεύμα, το οποίο ήταν σαλατικά, ξινόγαλο, γιαούρτι σκορδαλιά. Αφού αλωνιζόταν το σιτάρι, το μάζευαν σε σωρό στο κέντρο του αλωνιού και ύστερα το λίχνιζαν, συνήθως το απόγευμα της ίδιας μέρας, αν φυσούσε άνεμος. Έπιαναν με τα δικριάνια ποσότητα του μίγματος των άχυρων πια με σιτάρι και το πετούσαν ψηλά. Ο καρπός του σιταριού που ήταν βαρύς έπεφτε κάτω, ενώ το άχυρο, που ήταν ελαφρύ και το φυσούσε ο αέρας, πήγαινε μακρύτερα. Έτσι, κατόρθωναν σιγά-σιγά να ξεχωρίσουν το σιτάρι από τ’ άχυρα. Αν υπήρχε άπνοια, μπορεί να κράταγε το λίχνισμα 2 μέρες. Αφού το λίχνιζαν το σιτάρι, ύστερα το φτυάριζαν, δηλαδή το ξαναπετούσαν ψηλά με το φτυάρι για να καθαρίσει από τα μικρότερα κομμάτια άχυρου ή σκόνης. Μερικές φορές μέσα στο σιτάρι έμενε σκύβαλο που ήταν βαρύ και δεν έφευγε με το λίχνισμα. Το σκύβαλο ήταν το μη τριμμένο στάχυ που το κρατούσαν και τάιζαν τις κότες.
Στη συνέχεια έκαναν το «δρυμόνισμα». Είχαν ένα μεγάλο μακρόστενο κόσκινο, το «δρυμόνι», με δύο χερούλια στις δύο στενές πλευρές και μέσα έβαζαν το σιτάρι και το κοσκίνιζαν, ώστε να φύγει κάθε κομματάκι άχυρου ή σκύβαλο ή άγανα από τα στάχια. Μετά από αυτό ήταν έτοιμο για να μεταφερθεί στο σπίτι, μέσα σε σακιά. Επόμενη εργασία μετά τη μεταφορά του σιταριού στο σπίτι ήταν η συλλογή και μεταφορά των άχυρων στους αχυρώνες του νοικοκυριού για να ταΐζουν τα υποζύγια τον χειμώνα. Με τη γενίκευση των αλωνιστικών μηχανών και τις λεγόμενες πατόζες, ο παραδοσιακός αλωνισμός εγκαταλείφτηκε από τους γεωργούς.