Μιλάμε για φθινόπωρο του 1963 που δεν υπήρχαν αυτά τα τόσο... άγρια καιρικά φαινόμενα που έχουμε σήμερα.
Η Χριστίνα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και πήγε στην κουζίνα.
Καλημέρισε τη μάνα της, μια γλυκύτατη γυναίκα τη Μαρίνα. Πρέπει να πούμε πως η Χριστίνα ήταν θετή κόρη της Μαρίνας.
Η Χριστίνα ήταν παιδί του αδερφού της, που δεν ζούσε πια, καθώς και η γυναίκα του. Οι γονείς της Χριστίνας, από μια τραγική ειρωνεία χάθηκαν στον εμφύλιο σπαραγμό.
Καλημέρισε λοιπόν τη Μαρίνα, της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και έπειτα μπήκε στο μπάνιο.
Έκανε ένα γρήγορο ντουζάκι και πήγε πάλι στην κουζίνα. Η μάνα της που τη λάτρευε σαν δικό της παιδί, της είχε ετοιμάσει το γάλα και τα μπισκοτάκια, που της άρεσε πολύ αυτό το πρωινό.
Ενώ έπινε το γάλα, είπε στη Μαρίνα, πως σκόπευε να βγει μια βόλτα.
Η μάνα παραξενεύτηκε:
«Κανένας φούρνος θα γκρεμίστηκε» της είπε γελώντας. «Εσύ παιδί μου δεν τα έχεις καλά με τις βόλτες, με τα χαρτιά και τα μολύβια είσαι... ερωτευμένη. Τι γράφεις δεν ξέρω, θέλω κάποια στιγμή να μου διαβάσεις κάτι».
«Θα γίνει κι αυτό μανούλα μου, πάω να ετοιμαστώ». «Πού σκοπεύεις να πας; Μόνη ή με παρέα;».
«Μόνη, μόνη μανούλα μου, λέω να κάνω μια βόλτα μέχρι το... Αλκαζάρ, έχει ωραία μέρα, να περπατήσω δίπλα στο ποτάμι να ακούσω εκείνο το κρώξιμο των βατράχων, να ακούσω το κελάρισμα του νερού και να καθίσω στο κέντρο να πιω μια πορτοκαλάδα».
«Να βγεις παιδί μου να ξεσκάσεις λίγο, αλλά να προσέχεις».
«Θα προσέχω μην ανησυχείς...». Αφού ετοιμάστηκε και φόρεσε ό,τι καλύτερο είχε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη δυο - τρεις φορές, πήρε την τσάντα της, έριξε έναν φάκελο μέσα... βιαστικά και με προσοχή να μην τον δει η μάνα της κατέβηκε στον δρόμο.
Στη μάνα της προσποιήθηκε πως ήταν χαρούμενη και ήρεμη, μα δεν ήταν καθόλου έτσι.
Είχε μια τρεμούλα σε όλο της το κορμί, μια αγωνία και περπατούσε βιαστικά.
Εκείνη την ημέρα είχε πάρει μια μεγάλη απόφαση. Θα πήγαινε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» ένα διήγημα να δοκιμάσει την... τύχη της.
Σε λιγότερο από μισή ώρα, περνούσε το κατώφλι της εφημερίδας.
Την υποδέχθηκε καλοσυνάτα ένας δημοσιογράφος που είχε το γραφείο κοντά στην πόρτα. Τον καλημέρισε... δειλά.
«Έλα κορίτσι μου κάθισε, σε τι μπορούμε να σε εξυπηρετήσουμε», της είπε.
Η Χριστίνα με χέρι που έτρεμε, άνοιξε την τσάντα, έβγαλε τον φάκελο και τον ακούμπησε στο γραφείο.
«Γράφω διηγήματα»... είπε «και σας έφερα ένα να το δείτε και αν σας αρέσει και θέλετε να το «δημοσιεύσετε...». «Να το δούμε τώρα» είπε ο δημοσιογράφος και άνοιξε τον φάκελο. Όση ώρα διάβαζε εκείνος, της Χριστίνας η καρδιά κόντευε να σπάσει.
Κάποια στιγμή τελείωσε χαμογελώντας, πήγε κοντά της, της χτύπησε τον ώμο και...
«Πολύ ωραίο το διήγημά σου... μπράβο σου, θα το δημοσιεύσουμε αυτές τις μέρες».
Η Χριστίνα σηκώθηκε, ευχαρίστησε χίλιες φορές και βγήκε στον δρόμο.
Εκείνο το ωραίο, μικροκαμωμένο εικοσάχρονο κορίτσι ήταν τρισευτυχισμένο... Όταν γύρισε στο σπίτι, δεν είπε τίποτα στη μάνα της, ήθελε να της κάνει έκπληξη.
Την άλλη ημέρα το πρωί πήγε στον φούρνο να πάρει ψωμί. Ο φούρναρης και η γυναίκα του την υποδέχθηκαν εγκάρδια. Η γυναίκα του πήρε την εφημερίδα, την άνοιξε και την έδειξε στη Χριστίνα... Με μεγάλα γράμματα ο τίτλος του διηγήματος «ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ». Και πάνω απ’ τον τίτλο με πρωτοβουλία της «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» «εκλεκτά διηγήματα». Και από κάτω το όνομά της φυσικά.
Έφυγε τρεχάτη ευχαριστώντας τους, πήγε στο περίπτερο, πήρε την εφημερίδα και έτρεξε στο σπίτι. Αγκάλιασε τη Μαρίνα της έφερε δυο - τρεις στροφές και άνοιξε την εφημερίδα...
Η Μαρίνα μόλις είδε το διήγημα αγκάλιασε το κορίτσι της, το φίλησε, έκλαψε, το σταύρωσε και του έδωσε χίλιες ευχές...
Αυτή ήταν η πρώτη της επαφή με την έγκριτη αξιαγάπητη και πασίγνωστη «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Αφού έγραψε κάποια χρόνια, παντρεύτηκε και σταμάτησε γιατί έφυγε απ’ την πόλη μας, στρατιωτικός ήταν ο άντρας της, απόστρατος τώρα. Σήμερα σχεδόν ογδοντάρα η Χριστίνα απολαμβάνει τη φιλοξενία απ’ το 1988 και μετά που ξαναγύρισε.
Εκείνη η πρώτη ημέρα δεν ξεχάστηκε ποτέ...
Από την Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά,
συγγραφέα