Η διαμόρφωση και επεξεργασία της αγγελολογίας έγινε μέσα από πολύπλοκες φιλοσοφικές και θεολογικές διεργασίες που κάλυπταν το χρονικό διάστημα θρησκευτικών και πολιτισµικών παραδόσεων που ήταν προγενέστερες της χριστιανικής. Σύµφωνα µε µελετητές, οι απαρχές της αγγελολογίας πρέπει να αναζητηθούν στις ανατολικές θρησκείες και σε πολύ παλαιά εποχή, όταν η εβραϊκή θρησκεία και ο αντίστοιχος πολιτισμός επηρεάστηκαν από τις επαφές µε την αιγυπτιακή και βαβυλωνιακή παράδοση. Tο γεγονός της Bαβυλώνιας αιχμαλωσίας δομές και πεποιθήσεις των Bαβυλωνίων και των Περσών, που είχαν ιδιαίτερη ανάπτυξη σε θέματα αγγελολογίας όπου οι αγγελικές µορφές είχαν ήδη συνδεθεί µε λειτουργίες της ουράνιας αυλής του Γιαχβέ (Iώβ 38,7), ως αγγελιοφόροι (Έξ. 33,2) και ως απεσταλμένοι του, καταλήγοντας να ταυτιστούν µαζί του (Γέν. 16,7-13). Όταν η εβραϊκή θρησκεία ήρθε σε επαφή µε το χαναανιτικό και το βαβυλωνιακό πάνθεο, δανείστηκε από αυτά ποικίλα θρησκευτικά δεδοµένα, που τα ενσωµάτωσε, αφού πρώτα τα επεξεργάστηκε, σύμφωνα µε την Παλαιά Διαθήκη. Ωστόσο, οι άγγελοι του Ιουδαϊσµού, όπως και του χριστιανισµού, δεν μπορούν να θεωρηθούν θεότητες. Σύμφωνα με τη βιβλική θεολογία, η οποία τους κατατάσσει στην κατηγορία των δυνάμεων που υπηρετούν το θέλημα του Θεού . Τα περισσότερα στοιχεία για την ιδιαίτερα λατρεία τους προέρχονται από ελληνικά κυρίως και κείμενα της αυτοκρατορικής και βυζαντινής περιόδου. Στην κλασική ελληνική λογοτεχνία και μυθολογία, οι άγγελοι ήταν συνήθως αγγελιαφόροι των θεών και σπάνια αυτόνομοι... Στον άγγελο του ιουδαϊσµού συνδυάζονται, οι καθαρά πνευματικές ιδιότητες ενός όντος που συνδέει τον ουράνιο µε τον επίγειο κόσμο, µεσολαβώντας μεταξύ Θεού και ανθρώπων, και από την άλλη η πιο γήινη ιδιότητα του αγγελιαφόρου, που ανταποκρινόταν στις ιστορικές προσδοκίες των Eβραίων, σχετικά µε την προσμονή του Mεσσία. Στην Αγία Γραφή αφθονούν τα χωρία, όπου γίνεται λόγος για αγγέλους. Μάλιστα οι πληροφορίες και οι θεωρήσεις γύρω από τη φύση και το έργο τους πυκνώνουν προοδευτικά, από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη. Η παράδοση της Εκκλησίας, κυρίως µέσω της Πατερικής Γραµµατείας και της ασκητικής πράξης, συνέβαλε πολύ στην εξέλιξη της αγγελολογίας, συμπληρώνοντας και ερμηνεύοντας τα όσα µας παραδίδει η Αγία Γραφή. Τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη οι άγγελοι είναι εκείνα τα όντα της ουράνιας αυλής που μεσολαβούν, ως αγγελιαφόροι ανάμεσα στον Θεό και στους ανθρώπους και που μαρτυρούν τη θαυμαστή ενότητα της δημιουργίας, αλλά και τη διαφορά μεταξύ ουράνιου και επίγειου κόσμου. Βασικό μέλημα των αγγελικών δυνάμεων είναι η αδιάκοπη δοξολογία του Θεού και η εκτέλεση των εντολών του. Περιβάλλουν τον Θεό είτε ως αγγελιαφόροι του, αναγγέλλοντας στους ανθρώπους το θέλημά του, είτε ως λειτουργοί του, υπηρετώντας τον και διακηρύσσοντας το μεγαλείο του, καθώς στέκονται δίπλα του ως φρουροί και μεταφέρουν τον θρόνο του. Ανήκουν στην αόρατη κτίση και ότι πήραν την ύπαρξή τους από τον Δημιουργό Λόγο. Διακρίνονται απόλυτα από τον Θεό, του οποίου αποτελούν δημιουργήματα, αλλά και από τον άνθρωπο, καθώς υπήρχαν πριν από αυτόν και πριν από τη δημιουργία του ορατού κόσμου. Είναι καθαρές, νοερές και υπερκόσμιες δυνάμεις και μετέχουν στην ουράνια μακαριότητα. Χαρακτηρίζονται από την αγαθή προαίρεση, την αγαθή βούληση και την υπακοή τους στον Θεό, ενώ ονομάζονται άγιες δυνάμεις, επειδή λαμβάνουν τον αγιασμό από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Σχετικά µε τη φύση των αγγέλων, οι Πατέρες στην πλειονότητά τους υποστήριξαν ότι αυτή δεν είναι τελείως άυλη, καθώς απόλυτα άυλο και καθαρό πνεύμα είναι µόνο ο Θεός. Παρόλο που θεωρούσαν τους αγγέλους πνευματικά ασώµατα όντα, δέχονταν ότι είχαν ένα είδος αιθερίου ή πυροειδούς σώματος, καθαρού και φωτεινού, πολύ λεπτότερου από τη γνωστή ύλη, που μπορεί να γίνει αντιληπτή. Ο ψευδο-Διονύσιος διέκρινε εννέα τάξεις αγγέλων, που τις κατέταξε ανά τριάδες σε τρεις χορούς κατά το εξής σχήμα : τον πρώτο χορό αποτελούν τα Σεραφείµ, τα Χερουβείµ και οι Θρόνοι, τάξεις που βρίσκονται πλησιέστερα στον Θεό και μετέχουν στη μακαριότητα. Τον δεύτερο οι Δυνάμεις και οι Εξουσίες, ενώ τον τρίτο χορό οι Αρχές, οι Αρχάγγελοι και οι Άγγελοι, που είναι και οι πλησιέστερες προς τους ανθρώπους. Η µυσταγωγία κάθε τάξης για να επιτύχει την κάθαρση και την τελείωσή της, γίνεται διαδοχικά µε μεταβίβαση του θείου Φωτισμού από την ανώτερη τάξη προς τις κατώτερες. Ακριβώς αυτό το σύστημα της αγγελικής ιεραρχίας, ο Διονύσιος, δεχόταν και ο Ιωάννης Δαμασκηνός και είναι αυτό που τελικά επικράτησε και στη βυζαντινή τέχνη.
Από τον Απόστολο Ποντίκα,
δάσκαλο, θεολόγο, φιλόλογο,
Πολιτικών Επιστημών