Κατά που θ’ αφήσουμε τα χέρια μας τώρα που δε λογαριάζει ο καιρός; Κατά που θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα;
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη.
Οδυσσέας Ελύτης (Προσανατολισμοί).
Εδώ, στα «ζεστά σα χειμαδιά» σπίτια μας, όπως λέει κι ο Βάρναλης, αφού κλείσαμε μέσα μας εικόνες, παραστάσεις, ήχους, οσμές, γλυκές στιγμές καλοκαιρινές, δροσερές αλλά και πνιγηρές νύχτες, νιώσαμε για τα καλά τη θορυβώδη φθινοπωρινή εισβολή με μαυρίλα, αστραπές, βροντές, κεραυνούς, αέρηδες και πολύ δυνατή βροχή. Τα πολύχρωμα φθινοπωρινά φύλλα, τα πεσμένα στους δρόμους, στις αυλές, στους κήπους, ακόμα και στα μπαλκόνια των σπιτιών, δεν πρόλαβαν να το «στρώσουν», για να περάσει από πάνω τους ήρεμα το φθινόπωρο. Τα πήρε μακριά ο άνεμος και η βροχή, για να μας φέρουν λιγάκι πρόωρα το χειμώνα.
Το λέει κι ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, με τον τρόπο του: «Έξω τα φύλλα του καιρού, βάφονται μέσα στο αίμα». Ύστερα, γίνεται να μη «ντύσει» κανείς μ’ αυτόν τον λυρικό τρόπο την εποχή αυτή, μετά το επεισοδιακό φετινό καλοκαίρι που ξεχείλισε από συμφορές, καταστροφές, υπερβολές, παραδοξότητες.
Κι όσο μικραίνουνε οι μέρες, ενώ ξανοίγονται οι κρύες νύχτες δραματικά, το φθινόπωρο γίνεται βαρύ, πληκτικό, βαρετό, γιατί στενεύει το φως της μέρας, απλώνεται παντού η ομίχλη, ζωηρεύουν επικίνδυνα οι μνήμες, κατσουφιάζουνε οι φίλοι και οι έξοδοι περιορίζονται.
Ο ασυμβίβαστος ποιητής του μεσοπολέμου Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944), στο ποίημα του, «Ο πόθος», γίνεται επίκαιρος:
Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρό σε καρτερώ
με τις πλατιές βαριές σου στάλες
των φύλλων άραχλοι, χαμοί των δειλών, αργοί καημοί
που μεθούσατε τις άλλες...
Το καλοκαίρι μ’ έψησαν και τα λιοπύρια τα βαριά
κι οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζιοι:
απόψε μου ποθεί η καρδιά πότε να’ ρθεί μεσ’ τα κλαριά
ο θείος βοριάς και το χαλάζι.
Τότε γυρτός κι εγώ ξανά, μεσ’ τα μουγγά τα δειλινά
θ’ αναπολώ γλυκά, «ποιός ξέρει»,
και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρινό βιολί
το περασμένο καλοκαίρι.
Κι αφού μιλάει, ύστερα από τόσα χρόνια, για ένα περασμένο καλοκαίρι ο ποιητής μας, εμείς θα μπορούμε να μιλάμε, αργότερα, για το περασμένο φθινόπωρο και να αναρωτιόμαστε, όπως ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, σ’ ένα ποίημα του:
«Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα,
τι θέλουν να πουν»;
Κάθε φορά που θα κάνουμε λόγο για τα πρόσφατα, τα παλιά, τα τωρινά, θ’ αναρωτιόμαστε, όπως ο ποιητής, το πώς και το γιατί και θα βάζουμε σημάδια, όπως οι σημαδούρες στη θάλασσα, για να επιβεβαιώνουμε συνεχώς την ύπαρξή μας, το σημαντικό και το ασήμαντο πέρασμά μας...
Από τον Τάσο Πουλτσάκη