προκειμένου να γίνει αντιληπτή η σημαντική πρόοδος, που έχει επιτευχθεί, γιατί ξεχνάμε, εύκολα.
Θα ξεκινήσω, κατ’ αρχήν, απ’ την υλικοτεχνική της υποδομή, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ηλεκτρικό ρεύμα στην επαρχία, τουλάχιστον, που έσφυζε, τότε, από ζωή, ήταν ανύπαρκτο, έκανε, δε, την εμφάνισή του στα τέλη της δεκαετίας του '60. Ως εκ τούτου δεν υπήρχε κεντρική θέρμανση στα σχολεία και εξασφαλίζονταν με σόμπες, που τις άναβε, νωρίς το πρωί, ο επιστάτης ή η καθαρίστρια με ξύλα, που, όταν τελείωναν, κάθε μαθητής κουβαλούσε ένα, καθημερινά, απ’ το σπίτι του. Οι αίθουσες διδασκαλίας σε κεφαλοχώρια σαν το δικό μου ήταν αρκετά ευρύχωρες, προκειμένου να χωρούν τους μαθητές, που, συχνά, ανέρχονταν στους 45-50 ανά τάξη, ενώ καθόμασταν, πότε-πότε, ανά τρεις στο θρανίο, για να χωρέσουμε.
Για εποπτικά μέσα διδασκαλίας χρησιμοποιούνταν ο μαυροπίνακας και η κιμωλία, η υδρόγειος σφαίρα, κάποιοι γεωγραφικοί χάρτες και γεωμετρικά όργανα, που φυλάσσονταν στο γραφείο του διευθυντή και τα χρησιμοποιούσαν, εκ περιτροπής, οι δάσκαλοί μας. Πέραν τούτων, οι τοίχοι των διαδρόμων και των αιθουσών ήταν γεμάτοι από αποφθέγματα και από εικόνες ηρώων, ενώ δεσπόζουσα θέση σε κάθε αίθουσα είχε η εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας. Και επειδή κάποια σχολεία διέθεταν και σχολικό κήπο, αυτός προσφέρονταν τα απογευματινά για εξάσκηση των μαθητών σε κάποιες δραστηριότητες.
Τα Δημοτικά Σχολεία λειτουργούσαν, τότε, έξι μέρες την εβδομάδα και, μάλιστα, πρωί και απόγευμα, πλην Τετάρτης και Σαββάτου, που λειτουργούσαν μόνο πρωί. Ο εκκλησιασμός ήταν υποχρεωτικός τις Κυριακές και τα παιδιά οδηγούνταν στην εκκλησία με τη συνοδεία όλων των δασκάλων τους, παίρνονταν απουσίες και, τη Δευτέρα, ακολουθούσε η απολογία των απόντων ενώπιον του διευθυντή. Σημειωτέον, ότι οι δάσκαλοι ήταν υποχρεωμένοι να διαμένουν στον τόπο, που δίδασκαν, κάθε απομάκρυνση συνοδεύονταν από σχετική υπηρεσιακή άδεια, ενώ η αξιολόγησή τους, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, απ’ τον επιθεωρητή ήταν υποχρεωτική και, μάλιστα, αιφνιδιαστική, πολλές φορές, και χωρίς καμία προειδοποίηση. Σημειωτέον, ότι η φοίτηση στις παιδαγωγικές ακαδημίες ήταν, τότε, διετής και οι αποδοχές των δασκάλων ήταν τόσο πενιχρές, ώστε πολλοί δέχονταν με ικανοποίηση το αυγό, το γάλα ή ένα πιάτο φαγητού, όταν τους τα πρόσφεραν γονείς των μαθητών τους.
Πρέπει, ακόμα, να σημειωθεί ότι, μιας που η απλυσιά έδινε και έπαιρνε, ενώ οι ψείρες κυκλοφορούσαν ευρέως, δίνονταν πολύ μεγάλη σημασία απ’ τους δασκάλους μας στην καθαριότητα και στην ατομική υγιεινή των μαθητών, ενώ τονιζόταν, συχνά, ότι η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά. Πέραν τούτου, ο σεβασμός, τότε, δεν κατακτιούνταν, αλλά επιβάλλονταν ακόμη και διά της βίας. Και επειδή πολλά παιδιά ήμασταν πέραν του δέοντος ζωηρά και πολλά παιχνίδια μας, λόγω επιρροών απ’ τις πρόσφατες πολεμικές αναμετρήσεις, ήταν βάρβαρα και επικίνδυνα, ελέγχονταν και η εκτός σχολείου συμπεριφορά μας. Επιτρέπονταν, γι’ αυτό, η κυκλοφορία των μαθητών μόνο ως αργά το απόγευμα, ορίζονταν μαθητές, οι οποίοι επιτηρούσαν και σημείωναν, όσους κυκλοφορούσαν, αδικαιολόγητα, ενώ οι παραβάτες την επομένη απολογούνταν και αντιμετώπιζαν τις συνέπειες, όπως επιπλήξεις, σφαλιάρες, αλλά και ξυλιές, μιας που το ξύλο θεωρούνταν, τότε, από δασκάλους και γονείς, ότι βγήκε απ’ τον παράδεισο. Αλλά και η απόρριψη από τάξη σε τάξη και η επανάληψη της φοίτησης ήταν τόσο συνηθισμένη, ώστε κάποιοι μαθητές αποφοιτούσαν απ’ το Δημοτικό Σχολείο, αν αποφοιτούσαν, έφηβοι σχεδόν.
Τα μαθητικά αξεσουάρ, τέλος, ήταν ελάχιστα. Μία πάνινη σάκα καμωμένη, συνήθως, απ’ τα χέρια της μαμάς ή μία φθηνή του εμπορίου, ένα μολύβι, μία ξύστρα, μία γομολάστιχα, ένας χάρακας, ένα μπλοκ ζωγραφικής, μερικά τετράδια για σημειώσεις, ενώ από βιβλία μόνο το αναγνωστικό και η γραμματική και αυτά αγορασμένα ή δανεικά, γιατί το «δωρεάν» ήταν, τότε, άγνωστο. Επιπλέον, κουβαλούσαμε μαζί μας ένα κύπελλο, προκειμένου να πίνουμε το γάλα σε σκόνη, που ετοιμάζονταν, νωρίς το πρωί, στο σχολείο. Σημειώνω, ακόμα, ότι τα αγόρια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, φορούσαμε κοντά παντελονάκια ως την αποφοίτησή μας, τουλάχιστον, για λόγους πρακτικούς, αλλά, κυρίως, οικονομίας στο ύφασμα. Τόσο χαμηλό ήταν το βιοτικό μας επίπεδο.
Εύκολα, γι’ αυτό, αντιλαμβάνεται κανείς τη μεγάλη πρόοδο, που έχει σημειωθεί εν τω μεταξύ και, μακάρι, η κατάσταση να βελτιωθεί περισσότερο, αφού εχθρός του καλού είναι, πάντα, το καλύτερο.
Από τον Κώστα Γιαννούλα