Από τον Μιχαήλ Γκρίλλα
Εφέτος συμπληρώθηκαν 40 χρόνια, από την στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο την 20η Ιουλίου 1974 και όλοι οι Έλληνες, αναρωτιόμαστε και μέσα μας, επικρατεί ακόμα η απορία, γιατί η χώρα μας, έμεινε απλώς θεατής, σε όλα εκείνα τα τραγικά γεγονότα, γιατί δεν επενέβη τότε και άφησε την Τουρκία, μόνη της και τελείως ανενόχλητη, να βάλει εκ νέου και για τα καλά αυτή τη φορά πόδι στην Κύπρο, για δεύτερη φορά από το 1571 όταν εισέβαλε σε αυτήν και την κατέκτησε στρατιωτικά. Έμεινε σε αυτήν (Κύπρος) μέχρι το 1878, όταν την πούλησε στην Αγγλία και παραιτήθηκε κάθε ιδιοκτησιακού δικαιώματος πάνω σε αυτήν.
Τον Δεκέμβριο του 1963 ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακάριος, με υπόμνημά του, αποτελούμενο από 13 σημεία, ζήτησε την αναθεώρηση του δοτού με τις συμφωνίες της Ζυρίχης – Λονδίνου 1958 Συντάγματος της Κύπρου. Η τουρκοκυπριακή ηγεσία το απέρριψε και τότε ξέσπασαν μεγάλες και βίαιες ταραχές στη Μεγαλόνησο (Χριστούγεννα 1963) μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, επεβλήθηκε τότε η λεγόμενη πράσινη γραμμή στη Λευκωσία όταν, χάραξε αυτή, πάνω στον χάρτη, με πράσινη μελάνη ένας Άγγλος Ταγματάρχης και ένεκα τούτου, επήλθε ο διαχωρισμός της, στα δύο και παραμένει έτσι μέχρι σήμερα.
Στη συνέχεια η Κυβέρνηση του Γεωργ. Παπανδρέου το 1964, έστειλε μυστικά και κάτω από τη μύτη των Τούρκων, στο από αρχαιοτάτων χρόνο ελληνικότατο αυτό νησί, μια ολόκληρη Μεραρχία Στρατού ειδικής συνθέσεως, στην οποία ο γράφων υπηρέτησε ένα χρόνο (Σεπτ. 1965 – Σεπτ. 1966) ως Διοικητής στο Αεροδρόμιο Τύμβου, σημερινού αερολιμένος της λεγόμενης Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου (ΤΔΒΚ). Τη Μεραρχία αυτή μετά τα αιματηρά γεγονότα στην Κύπρο τον Νοέμβριο του 1967, στην Κοφηνού και μετά από απαίτηση της Τουρκίας, η χούντα των Συνταγματαρχών την απέσυρε τα Χριστούγεννα του ιδίου έτους, από την Κύπρο και έτσι η άμυνά της όπως ήταν φυσικό, βγήκε πολύ εξασθενημένη και ευάλωτη.
Η χώρα μας, ποτέ δεν έμεινε, με τα χέρια της σταυρωμένα, αλλά συνεχώς και σταδιακά εκπονούσε κατά περίπτωση, διάφορα σχέδια, για την προστασία της Κύπρου από την Τουρκία, η οποία συνεχώς από το 1964 την απειλούσε με στρατιωτική εισβολή. Τα σχέδια αυτά συνεχώς αναθεωρούνταν, βελτιώνονταν και δοκιμάζονταν τακτικά, με ασκήσεις επί χάρτου και μετά Στρατεύματος. Σε γενικές γραμμές, προβλεπόταν ότι σε περίπτωση απόβασης Τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, θερμό δικό μας επεισόδιο στον Έβρο, προσβολή των αποβατικών δυνάμεων με πολεμικά ελληνικά αεροσκάφη και υποβρύχια.
Για να εφαρμοστούν όμως, τότε τα σχέδια αυτά, θα έπρεπε στην χώρα μας, να υπήρχε Κυβέρνηση και όχι χάος, το οποίο επακολούθησε αμέσως, μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Στην Κύπρο αμέσως, μετά το ανόητο και εγκληματικό εκείνο πραξικόπημα, της 15ης Ιουλίου 1974 εναντίον του Μακαρίου, επικράτησε διχασμός και πλήρης αποδιοργάνωση, της Κυπριακής Εθνοφρουράς που, εδιοικείτο από Έλληνες αξκούς. Το βράδυ της 19ης Ιουλίου του 1974, στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ), εγένετο ενημέρωση των Διοικητών των Μονάδων, όπου αρμόδιος επιτελής μεταξύ άλλων, του είπε ότι δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε απολύτως. Τόσο εφησυχασμός επικράτησε τις κρίσιμες εκείνες στιγμές και μετά για ότι έγινε τότε στην Κύπρο μας έφταιγαν ως συνήθως οι ξένοι…
Οι Τούρκοι είχαν επιβιβασθεί στα πλοία από την 17η Ιουλίου και από ότι φαίνεται, μέχρι την τελευταία στιγμή, αμφιταλαντεύονταν για την εισβολή, την οποία και τελικά πραγματοποίησαν τις πρωινές ώρες της 20-7-1974. Συνεπεία της παραμονής των στα πλοία πέραν των 48ωρών και του ελαφρού κυματισμού που, υπήρχε έπαθαν ναυτία και βγήκαν στις ακτές, με εμετικά φαινόμενα. Οι Τούρκοι Διοικητές είχαν ουσιαστικά ντοπάρει τους άνδρες τους, ενημερώνοντάς τους, ότι θα συναντούσαν μπροστά τους, γενναίους στρατιώτες απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Λεωνίδα και ως εκ τούτου, είναι σπουδαίοι και σκληροτράχηλοι μαχητές. Και όσο προχωρούσαν και δεν συναντούσαν καμία αντίσταση, ανυπομονούσαν και έλεγαν, πότε επιτέλους, θα αντιμετωπίσουμε αυτούς τους γενναίους στρατιώτες (Από το βιβλίο του διακεκριμένου και μακαρίτη πλέον Τούρκου δημοσιογράφου Αλή Μπιράντ).
Η Κύπρος και κατ’ επέκταση και η Ελλάδα πράγματι την 20-7-1974 υπέστησαν τον απόλυτο στρατηγικό και συγχρόνως, στρατιωτικό αιφνιδιασμό. Και όταν κάπως συνήλθαν απ’ αυτόν τον πανικό που, επακολούθησε και ορισμένοι γενναίοι στρατιωτικοί Διοικητές κατόρθωσαν να αναδιοργανώσουν και να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους και να αντεπιτεθούν, στρίμωξαν σε πολλές περιπτώσεις τους Τούρκους, κερδίζοντας αρκετά εδάφη, δεν μπόρεσαν όμως να τα κρατήσουν για πολύ χρόνο, γιατί ήταν έρμαιοι υπέρτρων δυνάμεων και της πλήρους κυριαρχίας στον αέρα της τουρκικής πολεμικής Αεροπορίας. Χωρίς επαρκή αεροπορική υποστήριξη σε αυτές τις περιπτώσεις, κάθε στρατιωτική κίνηση είναι μάταιη και καταδικασμένη σε πλήρη αποτυχία.
Την 21η Ιουλίου 1974 από πλευράς μας, πραγματοποιήθηκε με 15 μεταγωγικά αεροσκάφη «Νοράτλας» κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, χωρίς μαχητικά αεροσκάφη προστασίας, νυχτερινή αερομεταφορά, με ανορθόδοξο τρόπο, πολύ χαμηλή πτήση, με σιγή ασυρμάτου, μιας Μοίρας καταδρομών, από το Αεροδρόμιο της Σούδας Κρήτης (115 πτέρυγα Μάχης) και προσγείωση στο Αεροδρόμιο Λευκωσίας. Η επιχείρηση αυτή με την ονομασία «ΝΙΚΗ», αν και χάσαμε από κακό συντονισμό και φίλια πυρά τρία αεροσκάφη (ένα πλήρωμα αεροσκάφους αποτελούνταν από τέσσερις αξιωματικούς και 28 καταδρομείς), ήταν επιτυχής και αναφέρεται παγκόσμια στα στρατιωτικά εγχειρίδια ως επιχείρηση αυτοκτονίας.
Στις 22 Ιουλίου του ιδίου έτους, με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ επήλθε σχετική εκεχειρία στην Κύπρο και στην Αθήνα, αφίχθηκε ως εκπρόσωπος του τότε Υπουργού των Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ, ο Υφυπουργός του Σίσκο, ο οποίος δεν μπορούσε να συναντήσει κανένα μέλος τις χουντικής Κυβέρνησης, γιατί σύσσωμη αυτή είχε εξαφανισθεί (Πρωθυπουργός Ανδρουτσόπουλος – Υπουργός Εξωτερικών Κυπραίος – Εθνικής Άμυνας Λατσούδης). Τότε τις διαπραγματεύσεις με εντολή του τότε Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων Στρατηγού Μπονάνου, ανέλαβε ο τότε Αρχηγός του ΓΕΝ Αντιναύαρχος Αραπάκης και διατήρησε το ρόλο αυτό, του διαπραγματευτή, μέχρι την 24η Ιουλίου 1974 όταν, σχηματίσθηκε η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Κων/νο Καραμανλή (Από το Βιβλίο «Αλήθεια» του Στρατηγού Μπονάνου).
Εάν ο τότε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (Α/ΓΕΕΦ) έπαιρνε ως όφειλε να πράξει στοιχειώδη μέτρα ασφαλείας και είχε ενεργοποιήσει, τα παράκτια πυροβολεία και η Εθνική Κυπριακή Εθνοφρουρά είχε αναπτυχθεί, στις προβλεπόμενες από τα σχέδια αμύνης της Κύπρου θέσεις και λαμβανομένου υπόψη ότι, τα τουρκικά αποβατικά τμήματα αποβιβάζονται με ναυτία και εμετικά φαινόμενα, ότι χειρότερο, για μια τέτοια αποβατική επιχείρηση, είναι βέβαιον ότι, οι Τούρκοι θα αποτύγχαναν σε αυτό το πολύπλοκο και σύνθετο εγχείρημα της απόβασης. Σκεφθείτε τι μπορούσε να είχε συμβεί, εάν δεν είχε απομακρύνει από την Κύπρο και τον Δεκέμβριο του 1967, η χούντα των Συνταγματαρχών την Ελληνική Μεραρχία ειδικής σύνθεσης.
Για την ιστορική αλήθεια και μόνο, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μακάριος μέχρι την ανατροπή του (15η Ιουλίου 1974) ως νόμιμος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ασκούσε απόλυτο έλεγχο εξουσίας στο 90% και άνω του Κυπριακού εδάφους και όχι στο 60% που, σήμερα έχει συρρικνωθεί η Ελληνοκυπριακή πλευρά. Αφήνω τον αναγνώστη να καταλογίσει από μόνος του, τις ευθύνες ενός εκάστου, των εμπλεκομένων στην Κυπριακή τραγωδία και κατ’ επέκταση, της δεύτερης Μικρασιατικής Καταστροφής του Έθνους μας, όταν 200.000 Ελληνοκύπριοι έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την Πατρίδα.
Συμπερασματικά αβίαστα πιστεύω προκύπτει, από τη σύντομη και πρόχειρη πολιτικοστρατιωτική αυτή ανάλυση, των τραγικών αυτών γεγονότων, εκείνης της εποχής και παρά τα όσα, κατά καιρούς γράφονται και λέγονται, η χώρα μας, με εκείνες τις προϋποθέσεις και συνθήκες που, επικρατούσαν τότε στο εσωτερικό της Πατρίδας μας (χωρίς Κυβέρνηση) και με διχασμένες και στην ουσία ακέφαλες Ένοπλες Δυνάμεις (φιάσκο της «Γενικής Επιστράτευσης») οιαδήποτε πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία, έχοντας βάλει τότε για τα καλά πόδι στην Κύπρο, ένα ήταν σίγουρο και βέβαιο ότι, θα κατέληγε σε βάρος μας και το πιθανότερο σε ένα καινούργιο 1897.
Για όσους τώρα περί άλλων τυρβάζουν και συγχρόνως αβασάνιστα λασπολογούν, απλούστατα συνειδητά εθελοτυφλούν και ταυτοχρόνως λαϊκίζουν. Δυστυχώς η πατρίδα μας, εκείνη την κρίσιμη περίοδο, δεν μπορούσε να βοηθήσει καθόλου την μαρτυρική Κύπρο, όχι γιατί ήταν μακριά, αλλά γιατί απλούστατα εκυβερνάτο από ένα αόρατο και ανόητο Δικτάτορα (Ιωαννίδη) που, είδε μόνο το τυρί και όχι, την φάκα. Και ο νοών νοείτο.