επίπεδα ταξιδιωτική φιλολογία για την πόλη μας, στοιχείο το οποίο αποδεικνύεται πολύτιμο για την ιστορική μελέτη αυτής της περιόδου, καθώς οι γραπτές ιστορικές πηγές είναι σπάνιες. Ένας απ’ αυτούς τους περιηγητές ήταν και ο Leon Heuzey, ο οποίος επισκέφθηκε τη Λάρισα το καλοκαίρι του 1858.
Ο διαπρεπής Γάλλος αρχαιολόγος Leon Heuzey (1831-1922) γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1831 στη Ρουέν της Γαλλίας, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως δικαστικός. Τέλη του 1854 διορίστηκε στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα από το 1855 ως το 1858, αφιέρωσε αρκετό χρόνο σε ταξίδια και μελέτες της ιστορικής γεωγραφίας στην Αρκαδία, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Τα βιβλία του «Excursion dans la Thessalie turque en 1858 (Οδοιπορικό στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία το 1858)» και «Le Mont Olympe et l’Akarnanie (Το όρος Όλυμπος και η Ακαρνανία)» είναι το επιστέγασμα των περιοδειών του αυτών. Επιστρέφοντας στη Γαλλία διορίστηκε καθηγητής ιστορίας στο Λύκειο της Λυών. Το 1861 ο αυτοκράτορας Ναπολέων Γ’, του ανέθεσε την αποστολή να μελετήσει τους χώρους της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, που σχετίζονται με την ιστορία του Ιουλίου Καίσαρα. Καρπός της αποστολής αυτής ήταν το βιβλίο του «Mission archeologique de Macedoine (Αρχαιολογική αποστολή στη Μακεδονία)». Μέχρι τον θάνατό του το 1922 τού απονεμήθηκαν για το σπουδαίο έργο του κυρίως στην αναζήτηση και μελέτη αρχαίων επιγραφών, πολλές τιμητικές διακρίσεις.
Το 1858 ο Γάλλος αρχαιολόγος και η συνοδεία του αποβιβάστηκαν με πλοίο στον Βόλο, με σκοπό να περιοδεύσουν στη Θεσσαλία. Με άλογα κατευθύνθηκαν προς τη Λάρισα όπου έφθασαν στις 25 Ιουνίου και παρέμειναν πέντε ημέρες. Εν συνεχεία ο ίδιος επισκέφθηκε τον Τύρναβο όπου ξεναγήθηκε από τον Θωμά Ανδρεάδη τον «σοφό του Τυρνάβου», όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλεί, το Δαμάσι και ακολούθως την Περραιβία. Στις 9 Ιουλίου επέστρεψε και πάλι στη Λάρισα όπου έμεινε άλλες οκτώ ημέρες. Από τις δύο αυτές επισκέψεις του εδώ, σταχυολογούμε από το βιβλίο του «Οδοιπορικό στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία το 1858» τα κυριότερα σημεία που έχουν σχέση με την πόλη μας:
«Μετά από λίγη ώρα αντικρίζουμε την πόλη της Λάρισας. Έχει πολλούς μιναρέδες και μοιάζει από μακριά σαν μια συνηθισμένη τουρκόπολη, χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο. Είχαμε συστάσεις για τον Αγγλο πρόξενο κ. Suter και κατευθυνθήκαμε προς το κτήριο που στέγαζε το αγγλικό προξενείο, όπου βρήκαμε θερμή φιλοξενία. Ο γραμματέας του προξενείου κ. Μοντανίνι, ένας νεαρός επτανήσιος, είχε επιλεγεί να μας ξεναγήσει. Μας πληροφόρησε ότι η Αγγλία έχει προξενείο στη Λάρισα επειδή ζουν εδώ πολλοί υπήκοοί της από τα Ιόνια νησιά, από τα οποία καταγόταν και ο ίδιος. Μάθαμε ακόμη πως στη Λάρισα υπήρχε και ελληνικό προξενείο, καθώς και Αυστριακός επιτετραμμένος[1]. Είχαμε επίσης μαζί μας και μια συστατική επιστολή προς κάποιον Ελληνα γιατρό της Λάρισας (τον οποίο δεν κατονομάζει) ο οποίος απουσίαζε, αλλά μας δέχθηκε πολύ ευγενικά η γυναίκα του, την οποία ονόμαζαν «η σύγχρονη Κόριννα της Λάρισας»[2] και η αδελφή της. Και οι δύο αυτές κυρίες μιλούσαν τα ελληνικά πολύ εξεζητημένα και είχαν παράπονο από το γεγονός ότι οι Αθηναίες τις θεωρούσαν επαρχιώτισσες. Μα περιέγραψαν με πολλές λεπτομέρειες τον τρόπο με τον οποίο ντύνονταν και καλλωπίζονταν οι Τουρκάλες φίλες τους και ιδιαιτέρως η γυναίκα του Σαμί πασά, η οποία ήταν απόγονος του Αλή πασά, μια εξαιρετική κυρία που έφερνε τα μοντέλα της από την Κωνσταντινούπολη.
Κατά το βραδάκι, συνοδευόμενοι από τον αξιαγάπητο κ. Μοντανίνι επισκεφθήκαμε το στρατόπεδο των Τούρκων Κοζάκων. Αυτό το Σώμα Ιππικού είναι ένα περίεργο προϊόν που εμφανίσθηκε κατά τον πρόσφατο Κριμαϊκό πόλεμο[3]. Το ίδρυσε ο Πολωνός Τσαϊκόφσκι, ο οποίος αργότερα έγινε Τούρκος και πήρε το όνομα Σαδίκ πασάς. Η όψη αυτού του στρατοπέδου φάνταζε πραγματικά γραφική, καθώς ήταν εγκατεστημένο σε σκηνές στημένες επάνω στις όχθες του ποταμού Σαλαμβριά […].
Την επόμενη ημέρα επισκεφθήκαμε τον διοικητή Χουσνή πασά, τον Βαλή όπως τον αποκαλούν οι Τούρκοι. Κατοικούσε σε ένα ευρύχωρο παράπηγμα. Οι αίθουσές του ήταν γεμάτες αξιωματικούς και ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν κακοντυμένοι υπηρέτες. Θα έλεγε κανείς ότι το κτίριο αυτό έμοιαζε με ένα μεγάλο χάνι. Η εξοχότητά του είναι ένας μικρόσωμος άνδρας, ντυμένος σαν μικροαστός, ο οποίος μοιάζει περισσότερο με τσαγκάρη που φόρεσε τα κυριακάτικα ρούχα του. Ο χαρακτήρας του δεν έχει τίποτα από την οθωμανική υπεροψία. Αντιθέτως φαίνεται πως του αρέσουν τα αστεία και αδιαφορεί για τον τρόπο με τον οποίο θα φέρεται στους άλλους. Θεωρείται δίκαιος κα δραστήριος άνθρωπος και σ’ αυτόν οφείλεται η ησυχία που απολαμβάνει η περιοχή της Λάρισας. Επέμενε να μας δείξει ο ίδιος το κτίριο των φυλακών που έκτισε τελευταία, δαπανώντας μάλιστα και δικά του χρήματα. Η φυλακή διαθέτει κήπο στον οποίο βλέπουν πολλά κελιά τα οποία προορίζονται για τους καταδικασμένους με ελαφρές ποινές. Στο βάθος του κτιρίου υπάρχουν δύο άλλα κελιά τα οποία προορίζονται για τους βαρυποινίτες ληστές και δολοφόνους. Εκεί βρίσκονται Τούρκοι και Έλληνες με σιδερένιους χαλκάδες στα πόδια[4], κάθονται οκλαδόν σε κύκλο και κάνουν μεγάλο θόρυβο.
Το επόμενο πρωί, συνοδευόμενος από άνθρωπο του πασά, επισκέφθηκα διάφορα σημεία τη πόλης προς αναζήτηση αρχαίων ερειπίων και επιγραφών. Ο γήλοφος που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της πόλης και σήμερα τον ονομάζουν «Τρανό μαχαλά», δηλαδή μεγάλη συνοικία, συνοικία του ρολογιού και του μητροπολιτικού ναού, είναι προφανώς η ακρόπολη της αρχαίας Λάρισας, χωρίς όμως κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Κοντά στο ρολόι εξείχαν από το έδαφος δύο μαρμάρινες πέτρες από τα σκαλοπάτια (του διαζώματος του αρχαίου Θεάτρου). Η μία έφερε επιγραφή με κεφαλαία ελληνικά γράμματα χαραγμένα αδέξια, η οποία υποδήλωνε ότι πρόκειται για θέσεις που είναι προορισμένος για «καλλιτέχνες», πιθανότατα για το προσωπικό του Θεάτρου. Στο μικρό τζαμί Μοχαρέμ πασά ταμπά[5] διατηρείται η βάση ενός αγάλματος που σύμφωνα με τη ελληνική επιγραφή του στήθηκε από το Κοινό των Θεσσαλών προς τιμήν του αυτοκράτορα Βεσπασιανού, ο οποίος είχε ανακηρυχθεί Θεός-Αύγουστος. Επίσης στο οικοδόμημα του μητροπολιτικού ναού βρισκόταν επιγραφή με κατάλογο ονομάτων απελεύθερων σκλάβων, οι οποίοι είχαν καταβάλει στον ταμία της πόλης ως αποζημίωση 40 στατήρες ως επίσημο τίμημα της απελευθέρωσής τους. Η χρονολογία της απελευθέρωσης υποδηλώνεται με την αναγραφή του στρατηγού των Θεσσαλών. Όμως η αναφορά του ταμία δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η επιγραφή ανάγεται στη ρωμαϊκή περίοδο.
Δεν σκοπεύω να γράψω περισσότερα γι’ αυτές τις επιγραφές, ούτε για πολλές επιτύμβιες πλάκες, γιατί όλα αυτά θα τα δημοσιεύσω στα πλαίσια των εργασιών μου στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας. Εξ άλλου παντού, στα σπίτια, στα τζαμιά, στα τουρκικά νεκροταφεία βλέπει κανείς απομεινάρια από στήλες, σαρκοφάγους και κίονες. Χωρίς υπερβολή θα μπορούσε κανείς να πει ότι σε μερικά σημεία οι δρόμοι είναι στρωμένοι με θραύσματα από πολύτιμα μάρμαρα, τα περισσότερα από τα οποία είναι της ρωμαϊκής περιόδου».
(Συνέχεια)
[1]. Τα προξενεία βρίσκονταν στον Παράσχου μαχαλά, ακριβώς απέναντι από την ανατολική πλευρά του ναού του Αγ, Νικολάου. Ο Heuze ξέχασε να αναφέρει και το ρωσικό προξενείο, για το οποίο γνωρίζουμε και τον όνομα του προξένου (κ. Λαζάρου) από την αφήγηση του Ρώσου αρχιμανδρίτη Πορφύριου Ουσπένσκυ, ο οποίος βρέθηκε στη Λάρισα ένα χρόνο αργότερα, το 1859.
[2]. Η Κόριννα ήταν αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια, καταγόταν από την Τανάγρα της Βοιωτίας και σύμφωνα με τον Παυσανία ήταν η ωραιότερη γυναίκα της εποχής της (6ος π.Χ. αι.).
[3]. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853 - 1856) ήταν η αιματηρή σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας από τη μία πλευρά και των συμμαχικών δυνάμεων της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Τουρκίας και της Σαρδηνίας από την άλλη. Αιτία υπήρξε ο ανταγωνισμός συμφερόντων ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, για την εκμετάλλευση των ανατολικών εδαφών της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι περισσότερες μάχες έλαβαν χώρα στη χερσόνησο της Κριμαίας. Στον πόλεμο αυτό, συμμετείχαν και περίπου 1000 Έλληνες εθελοντές στο πλευρό των Ρώσων.
[4]. Είναι γνωστό ότι κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 οι ποινικές φυλακές βρίσκονταν στο σημείο όπου σήμερα στεγάζεται η Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης. Αν λάβουμε υπόψη ότι ο Heuzey αναφέρει ότι «κτίστηκαν τελευταία», πρέπει οι αναφερόμενες από τον Χουσνή πασά να είναι οι ποινικές φυλακές του 1881.
[5]. Το τζαμί αυτό το αναφέρει και ο Evliya Celebi το 1668. Δεν είναι γνωστό σε ποια εποχή κτίστηκε και σε ποιο σημείο του Λόφου βρισκόταν. Παλιούγκας Θεόδωρος. Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ Α’, Λάρισα (1996) σελ. 277.