από τις θέσεις του πολιτικού και εκπαιδευτικού συντάκτη, ένα ερώτημα μου έχει μείνει αναπάντητο: Πώς είναι δυνατόν να αποφασίζονται και να δίδονται σε εκπαιδευτικούς μεταθέσεις (από νομό σε νομό) χωρίς να υπάρχει η βασική προϋπόθεση που θέτει ο νόμος, να υφίσταται δηλαδή στην περιοχή που αιτείται μετάθεση ο εκπαιδευτικός (της δείνας ειδικότητας) οργανικό κενό; Ερώτημα το οποίο προέκυπτε από το γεγονός ότι ενώ γίνονταν αθρόες μεταθέσεις, εν τούτοις, οι μετατιθέμενοι εκπαιδευτικοί, αντί να τοποθετούνται στα (υποτιθέμενα) οργανικά κενά που (υποτίθεται ότι) υπήρχαν στην ειδικότητά τους, εν τούτοις παρέμεναν επί χρόνια στη «διάθεση» του (οικείου / τοπικού) Υπηρεσιακού Συμβουλίου (ΠΥΣΔΕ), όπου τους μετέθετε με απόφασή του ο (εκάστοτε) υπουργός Παιδείας, κατόπιν εισηγήσεως του Κεντρικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου (ΚΥΣΔΕ). Σήμερα, και έχοντας ήδη υπηρετήσει άλλα τόσα (15) χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (2005-2020), το ερώτημα που προανέφερα παραμένει αναπάντητο γιατί υπάρχουν εκπαιδευτικοί οι οποίοι/-ες, ενώ έχουν πάρει μετάθεση σε νομό εδώ και μια 10ετία έως 15ετία, εν τούτοις, παραμένουν στη «διάθεση» (του οικείου ΠΥΣΔΕ), προφανώς διότι ούτε υπήρχαν - ούτε προέκυψαν και μεταταύτα - οργανικά κενά στην ειδικότητά τους...
«E, τότε πώς προέκυψαν αυτές οι υπηρεσιακές μεταβολές, αυτές οι μεταθέσεις;..», ασφαλώς, και θα διερωτηθείς φίλε μου αναγνώστη (και φορολογούμενε πολίτη)... Αρμοδιότερος εμού (υπό την υπηρεσιακή έννοια, αλλά και τη συνακόλουθη ατομική – εξ επόψεως νομικής και ου μόνον - ευθύνη) θα ήταν να απαντήσει κάποιος/-α εκπαιδευτικός που έχει - σε κάποιο διάστημα όλων αυτών των προηγούμενων δεκαετιών και μέχρι σήμερα - υπηρετήσει ως μέλος των Υπηρεσιακών αυτών Συμβουλίων ή εν πάση περιπτώσει έχει διατελέσει συνδικαλιστής στους συλλόγους εκπαιδευτικών (ΟΛΜΕ/ΕΛΜΕ, κ.λπ.) – και μακάρι να υπάρξει κάποιος/-α τέτοια εκπαιδευτικός για να μας «διαφωτίσει». Εγώ θα έλεγα ότι όλη αυτή η παράλογη και παράνομη κατάσταση ακαταστασίας των πραγμάτων (υπό την έννοια ότι στην πράξη δεν τηρούνται σαφείς διατάξεις, όπως η θεμελιώδης που λέει ότι η μετάθεση [όπως και η μετάταξη], γίνεται υπό τη sine qua non συνθήκη ότι υφίσταται οργανικό κενό) είναι απότοκη της «πελατειακής» νοοτροπίας (και λειτουργίας) που ενδημεί στο πολιτικό (και συνδικαλιστικό) σύστημα και η οποία ως φαινόμενο προκαλεί τέτοιες «παράδοξες» (και ανεξήγητες με κριτήρια ορθολογικά) μεταβολές όλως «μυστηριωδώς» προκύπτουσες, όπως και πολλά άλλα τραγελαφικά στον χώρο της Εκπαίδευσης - ων ουκ έστι αριθμός.
Τι άραγε να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τις πληθωρικές μεταθέσεις και ειδικά σε προεκλογικές περιόδους, ακόμη και για ειδικότητες πλεονασματικές σε νομούς με υπερπερισσεύματα; Ξεχνιέται η περίπτωση θεσσαλικού Γυμνασίου στα ορεινά της Αργιθέας όπου, το 2005, για τους 11 μαθητές αντιστοιχούσαν 40 καθηγητές/-τριες (εκ των οποίων οι μισοί και βάλε καθηγητές/-τριες Φυσικής Αγωγής);... [στα «χαρτιά», φυσικά, γιατί το σχολείο δεν χωρούσαν τόσοι/-ες και τους αποσπούσαν στα Γραφεία της πρωτεύουσας του νομού απ’ όπου, όμως, συνέχιζαν να λαμβάνουν τα μόρια του δυσπρoσίτου...]. Να θυμηθούμε τις «μετατάξεις» (2015) εκπαιδευτικών από ειδικότητες ελλειμματικές (Κομμωτικής, Αισθητικής, Νοσηλευτικής, Φυσικοθεραπείας, κ.ά.) σε ειδικότητες πλεονασματικές (Θεολόγων, Φυσικής Αγωγής, κ.λπ.) και σε περιοχές πλεονασματικές (πρόβλημα που το καθεστώς της αυθαιρεσίας επεχείρησε να «διευθετήσει» για τους/τις πλεονασματικούς/-ες εκπαιδευτικούς συστήνοντας ειδικά γι’ αυτούς «προσωποπαγείς» θέσεις!..) - κι όλα αυτά με απευθείας («fast track» τύπου) υπουργική απόφαση, χωρίς να υπάρξει από το (υποτίθεται) αρμόδιο (εκ του νόμου!) Υπηρεσιακό Συμβούλιο (ΚΥΣΔΕ) ή, έστω, από κάποια από τα αιρετά μέλη του, που (υποτίθεται ότι) δεν έχουν δεσμούς εξαρτήσεως από την (εκάστοτε) Κυβέρνηση (εν προκειμένω Υπ. Παιδείας), η παραμικρή αντίδραση;...
Μου ήλθαν, λοιπόν στο μυαλό όλες αυτές οι σκέψεις και οι προβληματισμοί διαβάζοντας αυτές τις ημέρες δημοσιεύματα και σχόλια επικριτικά έναντι της διατάξεως νομοσχεδίου του Υπ. Παιδείας (αρθ. 124 στο ν/σ για το «Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης») που προβλέπει ότι, όταν καθίσταται αδύνατη η συγκρότηση των (5μελών: διορισμένος πρόεδρος και δύο τακτικά μέλη και τ’ άλλα δυό μέλη αιρετά) Υπηρεσιακών Συμβουλίων των εκπαιδευτικών με τη συμμετοχή αιρετών για λόγους αντικειμενικούς (μη εκλογή ικανού αριθμού αιρετών, άρνηση διορισμού εκλεγμένων, κ.λπ.), τότε, οι θέσεις αυτές (των αιρετών) θα καλύπτονται με διευθυντές σχολικών μονάδων, ή/εναλλακτικά με έμπειρους εκπαιδευτικούς που θα διαθέτουν 15ετή, τουλάχιστον, εκπαιδευτική υπηρεσία.
Θεωρώ τις αντιδράσεις αυτές άκρως υποκριτικές για δύο λόγους: πρώτον, επειδή προέρχονται από συνδικαλιστικούς χώρους (της Αριστεράς, κατά βάσιν, αλλ’ ου μόνον...) που προσφάτως πολέμησαν λυσσαλέα τη διενέργεια των e-εκλογών για τα Υπηρεσιακά Συμβούλια και πράγματι πέτυχαν να περιορίσουν τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών και τον αριθμό των εκλεγέντων αιρετών σ’ αυτά, ενώ τώρα επιδιώκουν να εμποδίσουν τη λειτουργία τους για λόγους μικροκομματικής ωφελείας, και δεύτερον - και κυριότερον - επειδή οι αντιδρώντες, οι εμφανιζόμενοι σήμερα ως (αυτόκλητοι) «φρουροί» και «προστάτες» της ορθής λειτουργίας των Υπηρεσιακών Συμβουλίων, είναι αυτοί που, επι της ουσίας, ποιούσαν τη νήσσα όταν τα Υπηρεσιακά Συμβούλια (ΚΥΣΔΕ/ΠΥΣΔΕ) εισηγούνταν τα ίδια ή σφύριζαν αδιάφορα για προδήλως ρουσφετολογικές κυβερνητικές αποφάσεις ή ενέργειες όπως αυτές οι οποίες, όλως ενδεικτικώς, προαναφέρθηκαν. Το θέμα - το μεγάλο ζητούμενο - είναι τα Υπηρεσιακά Συμβούλια (ΚΥΣΔΕ/ΠΥΣΔΕ) και ειδικά οι εντός αυτών αιρετοί - οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών - να λειτουργούν ως ασπίδα στις όποιες αυθαιρεσίες της (κάθε) Κυβέρνησης, αλλά και στις όποιες παρεμβάσεις των κομματικών παραμάγαζων και των συνδικαλιστικών μηχανισμών, να ενεργούν δίκαια και αξιοκρατικά. Συμβαίνει τούτο; Πολύ αμφιβάλλω... Πολλά πρέπει να αλλάξουν. * Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β’/θμιας (ΠΕ01), δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr)