Ματαιότης (Σολομών Εκκλ. Α12) «Είναι άσκοπη η αναζήτηση της γνώμης για τη ζωή, στις απολαύσεις υλικών αγαθών και της εξουσίας. Τα εγκόσμια είναι προσωρινά και γι’ αυτό μάταια». Ματαιότητα είναι η έπαρση για μικρά και μεγάλα πράγματα. Είναι μικρολογία. Κενοδοξία. Συνεπώς, είναι ένα αρνητικό συναίσθημα, που άρχει πολλούς μας. Ματαιόδοξοι είναι οι ασχολούμενοι με τα χωράφια, πλούτη και αξιώματα. Όλα είναι μάταια, όταν οι κενόδοξοι τα χρησιμοποιούν ανορθόδοξα.
Οι Ινδιάνοι, που είναι πιστοί στα θεία δόγματά τους, με τη ζωή να κυλά στη φύση με τα καλούδια της, είχαν αποκτήσει μια ιδιαίτερη θεώρηση της ζωής. Είχαν δική τους φιλοσοφία. Όταν οι νέοι έποικοι, λαίμαργοι του πλούτου και κυρίως ρεμάλια των φυλακών της Αγγλίας, και Ισπανίας, ρωτούσαν τους Ινδιάνους, σε ποιους ανήκει η γη, εκείνοι απαντούσαν το αναμφίβολο ορθό. «Μα η γη δεν ανήκει σε κανέναν. Εμείς ανήκουμε σ’ αυτήν». Και πράγματι σε άρθρο μου «Οι φράχτες» αναφέρω πως η γη γόνιμη και κυρίως, κύριος φορέας επιβίωσης, της πανίδας και χλωρίδας της γης, είναι εκεί. Σταθερή επί αιώνες των αιώνων. Εμείς την έχουμε ανάγκη γι’ αυτό και της ανήκουμε. Είναι βέβαιον, πως τα δήθεν αφεντικά, δηλ. εμείς υποχωρούμε εις τας αιωνίους μονάς, χανόμαστε και φεύγοντας δεν παίρνουμε τίποτα μαζί μας. Σάβανο με τσέπες, υπάρχει; Όχι βέβαια. Άρα είναι ματαιόδοξος όποιος επαίρεται, σαν γαιοκτήμων, τσιφλικάς, σπουδαίος και τρανός. Κι αυτό ισχύει για κάθε υλικό αντικείμενο. Και για όσα βρήκε, ή απόκτησε με κόπο, ή του τα χάρισαν ή τα άρπαξαν, από άλλους. Είναι κοσμήματα, αξιώματα, ένας βίος ανθόσπαρτος, οπότε για μια στιγμή όλα ανατρέπονται και χάνονται. Τα βλέπεις να σωριάζονται και μαζί τους και συ αντάμα. Μπάζα για κλάματα.: «Πλίνθοι τε και κέραμοι, ατάκτως ερριμμένα. «Στιγμιαίο και απρόσμενο, μα πώς το έπαθες; Ανεβασμένος σ’ ένα θρονί περίβλεπτο, ένα αεράκι έρχεται και γίνεσαι ο γυμνός Βασιλιάς. Έκτισες ένα μεγαλόπρεπο κι αξιοζήλευτο παλάτι κι ήλθε σε δευτερόλεπτα ο Εγκέλαδος και το σώριασε. Κι ούτε πρόλαβες να το χαρείς. Με ιδρώτα και κόπο είχες σωριάσει χρήματα πολλά. Καταθέσεις σε Τράπεζες. Πλάκες χρυσού. Σε χρηματιστήρια. Ομόλογα και μετοχές. Ω! Θεέ μου. Είμαι φίνος. Τώρα λοιπόν φάγε, πίες και ευφραίνου. Και τότε ακούς τη φωνή του Θεού να σου λέγει: «Άφρων, άφρων. Ταύτη τη νυκτί την ψυχή σου απαιτούσιν από σού! Α, δε ητοίμασας τίνι έσται»; Φυσικά όχι δικά σου. Ένα ατύχημα σε καθηλώνει στο κρεβάτι ή σε εξαποστέλλει στον αγύριστο. Ένα κράχ, τύπου κορονοϊού και μένεις και άφραγκος. Ο Πανάγαθος Θεός, επιδαψίλευσε για σένα, τιμές και αξιώματα. Κορώνες και στέμματα και Μίτρες. Ένας κόσμος που σκύβει μπροστά σου, όπου κι αν διαβείς. Άσε να τα ζήσεις, με ταπεινότητα και φρόνηση. Μην κοκορεύεσαι. Μη σηκώνεσαι ματαιόδοξα, πάνω από κει που είσαι. Μην θαρρείς, πως ό,τι έχει, το έχεις με την αξία σου. Μη λαβώνεις ανθρώπους, που δεν σε λιβανίζουν. Ένας πόλεμος και ευτυχώς-σήμερα έχουμε πολλούς απ’ αυτούς- ένα πραξικόπημα, ένα κίνημα, σαν ανάλαφρη πνοή ανέμου, και τα χάνεις όλα τα μάτια στο πίτς φυτίλι.