Τον δύσκολο καιρό της καραντίνας τούς έβλεπες στις πλατείες μαραμένους, με σκυμμένο το κεφάλι να κάθονται ένας σε κάθε παγκάκι και πονούσε η ψυχή σου. Αλλοι πάλι, από χρόνια φίλοι, έδιναν τηλεφωνικώς τα ραντεβού τους και συναντιόντουσαν, έστω για λίγο, σε ανοιχτούς χώρους για ν’ ανταλλάξουν λίγες ζεστές κουβέντες από κάποια απόσταση, έτσι στα όρθια, για να βεβαιωθούν πως ήταν ακόμα καλά και όχι σε κάποιο κρεβάτι νοσοκομείου.
Ένα από τα ηλιόλουστα κυριακάτικα πρωινά, αρχές Μαΐου, καθώς περνούσα από την πλατεία του Αγίου Βησσαρίωνα για να προμηθευτώ τα κυριακάτικα φύλλα από το περίπτερο, έπεσα πάνω σε τέσσερις-πέντε φίλους, οι οποίοι κάθονταν άλλοι στα παγκάκια κι άλλοι στο τσιμεντένιο στηθαίο που περιβάλλει τον σκιερό πλάτανο και κουβέντιαζαν ανόρεχτα και χαμηλόφωνα. Το καφενείο πίσω κλειστό, το ουζερί λίγα βήματα πιο κει κλειστό, το πατσατζίδικο κι αυτό κλειστό, έστω για έναν καραβίσιο καφέ στο πλαστικό ποτήρι. Πού θα έπιναν τον καφέ τους ή πού θα άπλωναν το τάβλι για να παίξουν; Απελπισία...
Είναι αλήθεια πως μια αντρίκια ως επί το πλείστον συνήθεια τόσων χρόνων που κατέληξε να γίνει έξη-ιδιαίτερα όταν αφορά συνταξιούχους- δεν είναι καθόλου εύκολο να διακοπεί, αφού το κλείσιμο των καφενείων για τόσες πολλές μέρες και κάτω από τέτοιες συνθήκες, πρώτη φορά το έζησαν στη ζωή τους.
Όπως και να το κάνουμε, το παραδοσιακό καφενείο έτσι όπως το ξέρουμε στην Ελλάδα, είχε και έχει μια ιδιαίτερα οικεία ατμόσφαιρα, αρχίζοντας από τα τραπεζάκια με τις καρέκλες μέχρι τα φιλικά και αγουροξυπνημένα πρόσωπα που ρουφάνε αχόρταγα τον αχνιστό βαρύ γλυκό καφέ τους, κουβεντιάζοντας παράλληλα με τον διπλανό τους. Με άλλα λόγια, το χαρακτηριστικό των καφενείων ήταν και είναι ο καφές στο χοντρό φλιτζάνι με τις φουσκάλες και η κουβέντα, δηλαδή όπως λέμε, κουβέντα να γίνεται...
Όταν όμως άνοιξαν αργότερα μαζί με τις... εξελιγμένες εκδοχές τους, οι καφετέριες, οι φανατικοί θαμώνες τους, αν και επιφυλακτικοί τις πρώτες μέρες, ξεθάρρεψαν, αρκετοί αψήφησαν τα μέτρα και τα πρωτόκολλα και έκλεισαν σχεδόν τους κεντρικούς πεζόδρομους. Τόση λαχτάρα για έναν καφέ μέσα σε τόσο κόσμο...
Η αιφνίδια συνάντηση με τον παλιό συμμαθητή απ’ τα γυμνασιακά χρόνια και η ολιγόλεπτη κουβέντα μπροστά σε κεντρική καφετέρια που εκείνη την ώρα έσφυζε από κόσμο, στάθηκε η αφορμή να γίνουμε, χωρίς να το θέλουμε, αυτήκοοι μάρτυρες της έντονης συζήτησης της κοντινής αντροπαρέας: «Και τι μας είπε δηλαδή ο Τσίπρας στο Ζάππειο; Μένουμε όρθιοι, είπε, λες και ήμασταν ξαπλωμένοι και δεν το ξέραμε κι ήρθε αυτός ο ξύπνιος να μας ξυπνήσει και να μας στήσει όρθιους». Κάτι ακούστηκε ως απάντηση από τον συνομιλητή του πίσω που δεν καταλάβαμε, ενώ ο ίδιος βροντόφωνος συνέχισε ακάθεκτος: «Αυτή πάλι η βουλευτίνα, η θεατρίνα, η γυρολόγος, δεν ντρέπεται καθόλου; Ενώ ψήφισε με τους άλλους του ΣΥΡΙΖΑ την υποθήκευση τόσων χιλιάδων ακινήτων του Δημοσίου, ακόμα και του Αρχαίου Θεάτρου, των Μουσείων και τόσων άλλων στο Υπερταμείο, ύστερα από εντολή της τρόικας για 99 χρόνια παρακαλώ, βγαίνει ακόμα και μιλάει, αντί να κρύβεται... Στις εκλογές που θα ρθούνε, δεν θα βρει ούτε την ψήφο της»...
Όταν χωρίσαμε, σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή μέχρι τα σπίτι, σκεφτόμουν αυτά που ειπώθηκαν από τον οργισμένο νέο και κατάλαβα, καλύτερα συνειδητοποίησα, πως οι νέοι άνθρωποι που τους είχαμε κακώς παρεξηγήσει και κρίση έχουν και μνήμη και πολιτική ωριμότητα.
Το πρώτο καφενείο (αραβ-kahve-khane) άνοιξε στη Μέκκα της Αραβίας, όπου συναντιόντουσαν οι Μουσουλμάνοι πιστοί μετά την προσευχή τους και κατανάλωναν ως αφέψημα τον βραστό καφέ, ενώ το 1551 δύο δραστήριοι Σύριοι, άνοιξαν στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον ναό της Αγίας Σοφίας, το δικό τους καφενείο, για εκείνους που επέστρεψαν ως προσκυνητές από τη Μέκκα.
Στην Ευρώπη το πρώτο καφενείο το άνοιξαν δύο Έλληνες μικρασιάτες στην Ιταλία, το 1625, με την επωνυμία «Ελληνικόν Καφενείον», όπου σύχναζαν καλλιτέχνες, ρήτορες και άνθρωποι των γραμμάτων.
Στην Ελλάδα το πρώτο καφενείο, «Του Φολρίδα», άνοιξε το 1785, στο χωριό Λαύκος του Πηλίου, το οποίο λειτουργεί ακόμα και σήμερα από τους απογόνους της έβδομης γενιάς...
Στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, το ιστορικό καφενείο «Η ωραία Ελλάς», στην Αθήνα (γωνία Ερμού-Αιόλου), ήταν το στέκι πολιτευτών, πνευματικών ανθρώπων αλλά και αβανταδόρων της πολιτικής... Κουβέντα να γίνεται. Καλό καλοκαίρι σε όλους.
Από τον Τάσο Πουλτσάκη