Για την Ουάσινγκτον, η πτώση της ΕΣΣΔ το 1991 σηματοδοτεί τον θρίαμβο του φιλελευθερισμού. Ύστερα από 30 χρόνια μαοϊσμού, η Κίνα είναι ένας οικονομικός νάνος, δεν βρίσκεται πραγματικά στο ραντάρ. Το Πεκίνο, αντίθετα, βλέπει τις ΗΠΑ ως ανταγωνιστή. Αποφασίζει λοιπόν να κρατήσει χαμηλούς τόνους και να ενισχυθεί ενόψει μιας μελλοντικής σύγκρουσης. Ξεκινούν μεταρρυθμίσεις, εισάγονται καπιταλιστικά στοιχεία, ενώ το καθεστώς εξακολουθεί να διατηρεί τον έλεγχο. Η ένταξη στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το 2001, αναδεικνύει τον ρόλο της Κίνας στη διεθνή σκηνή. Οι ξένες επιχειρήσεις, γοητευμένες από αυτή τη γιγαντιαία αγορά, επενδύουν, μεταφέρουν τεχνολογίες. Η ιδέα είναι ότι αν η Κίνα βοηθηθεί να ενταχθεί στη διεθνή σκηνή, θα φιλελευθεροποιηθεί πολιτικά και η νέα μεσαία τάξη θα απαιτήσει περισσότερες ελευθερίες. Το Πεκίνο δίνει μερικές εγγυήσεις, αφήνει λίγο την τοπική δημοκρατία να αναπτυχθεί. Υπάρχουν μερικές διμερείς εντάσεις, αλλά μετά την 11η Σεπτεμβρίου οι ΗΠΑ είναι απορροφημένες από τον αντιτρομοκρατικό αγώνα και δεν δίνουν μεγάλη σημασία στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού.
Το 2008, χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, είναι κρίσιμο. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση πλήττει τις δυτικές οικονομίες και η Κίνα επωφελείται για να εξαπολύσει μια εκστρατεία καταστολής στη Σιντζιάνγκ και το Θιβέτ και να μετακινήσει τα πιόνια της στη θάλασσα της Κίνας. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δεν αντιδρούν. Είναι η πολιτική των μικρών βημάτων. Το 2012, ο Σι Τζινπίνγκ, καθαρό προϊόν του συστήματος, αναλαμβάνει την εξουσία. Η αποστολή του είναι να επιταχύνει τα πράγματα. Εγκαινιάζει τους «Νέους δρόμους του μεταξιού» και το σχέδιο «Μade in China 2025», με στόχο να γίνει η χώρα του παγκόσμιος ηγέτης σε όλους τους τεχνολογικούς τομείς.
Η εξέλιξη αυτή δεν αξιολογείται σοβαρά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που εξακολουθούν να θεωρούν την Κίνα εμπορικό τους εταίρο. Ο Ομπάμα δεν θέλει αναταράξεις. Το 2015, ο Σι επισκέπτεται την Καλιφόρνια, δίνει διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις για την κυβερνοκατασκοπεία. Δύο χρόνια αργότερα πέφτουν οι μάσκες. Το 2017, ο Σι αναγγέλλει την άφιξη μιας «νέας εποχής», την αναγέννηση της μεγάλης κινεζικής ιστορικής ισχύος. Προτείνει στις αναπτυσσόμενες χώρες το αυταρχικό κινεζικό μοντέλο ως εναλλακτική λύση στο μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η προεδρική του θητεία γίνεται απεριόριστη.
Η Κίνα είναι πλέον μια οικονομική δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ανάμεσά τους μαίνεται ένας εμπορικός, διπλωματικός και τεχνολογικός πόλεμος. Οι Σοβιετικοί ήταν απομονωμένοι πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα. Η Κίνα, αντίθετα, αποτελεί σχεδόν τον κινητήρα της παγκοσμιοποίησης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, επιπλέον, δεν θέλει να προωθήσει την κομμουνιστική επανάσταση σε όλο τον κόσμο. Όπως όλοι οι ολοκληρωτισμοί του 20ού αιώνα, το κινεζικό σύστημα χρησιμοποιεί τη μυστική αστυνομία, την καταστολή, την παραπληροφόρηση. Με όλη τη δύναμη όμως της τεχνολογίας του 21ου αιώνα.
Είναι πολύ δύσκολο να εκτιμήσει κανείς αν η σημερινή ηγετική ομάδα της Κίνας είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα για να πετύχει την ενοποίηση με την Ταϊβάν. Η αμερικανική στρατιωτική υπεροπλία είναι συντριπτική. Στην Ασία και τον Ειρηνικό, όμως, ο κινεζικός στρατός αγωνίζεται «εντός έδρας». Οι ΗΠΑ έχουν βάσεις στην περιοχή, αλλά μόνο μερικές δεκάδες χιλιάδες άνδρες. Σε περίπτωση σύγκρουσης, θα πρέπει να διασχίσουν όλο τον Ειρηνικό. Το Πεκίνο παίζει ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι και ίσως να κάνει έναν λάθος υπολογισμό. Η Ταϊβάν αναδείχθηκε στην παγκόσμια σκηνή λόγω κορονοϊού και έχει σημαντική θέση στην αμερικανική κοινή γνώμη.
Οι Ευρωπαίοι ελπίζουν να επωφεληθούν τόσο από την κινεζική οικονομική δύναμη όσο και από την αμερικανική στρατιωτική και στρατηγική προστασία. Η πίεση είναι ισχυρή και από τις δύο πλευρές. Πρέπει να γίνουν επιλογές. Ως τώρα η Ευρώπη πίστευε ότι ο ανταγωνισμός γινόταν μακριά της, αλλά η επιδημία έδειξε ότι η μάχη των γιγάντων την αφορά άμεσα. Η παγκοσμιοποίηση μείωσε τις γεωγραφικές αποστάσεις και η Κίνα είναι πλέον πολύ κοντά. Οι δημοκρατίες πρέπει να συνεργαστούν για να επιδιορθώσουν τις οικονομίες τους και να αποκρούσουν την κινεζική έφοδο στις κοινωνίες τους. Έχει χαθεί ήδη πολύς χρόνος και χρειάζεται μια ισχυρή πολιτική βούληση.
Από τη Nadège Rolland, ερευνήτρια στο Εθνικό Γραφείο Ασιατικών Μελετών του Σιάτλ
(Πηγή: συνέντευξη στη Libération)