Παρότι πρόκειται για μεγάλο οικολογικό, οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα ορισμένοι το περιορίζουν συνθηματολογικά σε ένα μόνο αντικείμενο: την «εκτροπή Αχελώου»!
Έτσι η κοινή γνώμη βομβαρδίζεται για «φαραωνικά» έργα, για περιβαλλοντικές καταστροφές και άλλα τέτοια «επιχειρήματα» εντυπωσιασμού.
Σε όλα αυτά τα επιχειρήματα της διαμάχης, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έχει την τιμητική του. Ειδικά μάλιστα η τελευταία απόφασή του, υπ’ αριθμ. 26 του έτους 2014, αποτέλεσε πρόσφατα βασικό στοιχείο της προπαγάνδας, ιδιαίτερα από εκείνους που όταν είχαν τη διακυβέρνηση (από την έκδοση αυτής της απόφασης και μετά) στην πράξη δεν έκαναν τίποτε ουσιαστικό για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των υδατικών ελλειμάτων στη Θεσσαλία και την εντεινόμενη οικολογική καταστροφή που αυτά προκαλούν στα επιφανειακά και (κυρίως) στα υπόγεια ύδατα, ενώ τα υφιστάμενα ημιτελή έργα (όπως ο ταμιευτήρας Συκιάς και η σήραγγα μεταφοράς υδάτων από τον Αχελώο) εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους.
Για να αιτιολογήσουν την απραξία τους ισχυρίζονται ότι τα έργα Αχελώου έρχονται σε αντίθεση με αυτήν την τελευταία απόφαση του ΣτΕ και με το Ενωσιακό Δίκαιο, αντίκεινται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και συνεπώς δεν μπορούν να προχωρήσουν.
Η εργαλειοποίηση όμως των αποφάσεων του ΣτΕ δεν ήταν, όπως φάνηκε, αρκετά ισχυρό επιχείρημα. Έτσι αποφάσισαν να εμπλέξουν και τη νεοεκλεγείσα πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, η οποία είχε διατελέσει Πρόεδρος του ΣτΕ, επικαλούμενοι το κύρος και την εμπειρία της.
Ας μας επιτρέψουν όμως και εμάς, σεβόμενοι το νέο ανώτατο αξίωμα που ασκεί πλέον η κ. Σακελλαροπούλου, να την αφήσουμε ήσυχη και να περιοριστούμε στις απόψεις ενός άλλου ανώτατου δικαστή, του κ. Αθανασίου Ράντου, ο οποίος διαδέχθηκε την κ. Σακελλαροπούλου και βρίσκεται ήδη στη θέση του προέδρου του ΣτΕ.
Για να γίνουν αντιληπτά τα παρακάτω, θυμίζουμε ότι το ΣτΕ, με την παλαιότερη απόφαση του 3478/2000, είχε αποδεχθεί τη βιωσιμότητα του έργου. Όμως το 2014 η πλειοψηφία των δικαστών άλλαξε θέση επειδή στο μεταξύ, όπως παρατήρησαν, «τέθηκαν σε ισχύ η Οδηγία 60/2000, το δίκτυο Natura 2000 και η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική», στοιχεία που δεν υπήρχαν, όταν εκδόθηκε η προηγούμενη απόφαση.
Αντίθετα με αυτούς ο κ. Αθ. Ράντος (μαζί με άλλους δικαστές του ΣτΕ), είχαν διαφοροποιηθεί σθεναρά από το σκεπτικό αυτής της απόφασης. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκαν ότι «... το συνολικό έργο κρίθηκε ρητά ως κατ’ αρχήν συμβατό με την αρχή αυτή είτε η επί μέρους εξέταση των τιθέμενων ζητημάτων, ιδίως με την απάντηση επί των προδικαστικών ερωτημάτων (σ.σ. στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο), καθόλου δεν οδήγησε σε κρίσεις περί ριζικών παραβάσεων των αντίστοιχων αρχών ή κανόνων δικαίου, αλλά, αντιθέτως, σε κρίσεις περί κατ’ αρχήν δυνατότητος εκτελέσεως του έργου. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται, και, μάλιστα, μετά την υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος και τις επ’ αυτού απαντήσεις, η ακύρωση για τον λόγο αυτό, η οποία εξάλλου, καθιστά εκ των υστέρων αλυσιτελή την υποβολή του ερωτήματος» και παρακάτω « ... η ευθεία αξιολόγηση από μέρους του δικαστή των επιπτώσεων ορισμένου έργου και η κρίση αν η πραγματοποίησή του αντίκειται στην εν λόγω αρχή εξέρχεται των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου...».
Στη συνέχεια, οι μειοψηφούντες δικαστές και ο κ. Ράντος θεώρησαν ότι οι λόγοι ακύρωσης που επικαλέστηκε η πλειοψηφία «αναφέρονται σε τήρηση διαδικασιών .... είτε σε πλημμέλειες αιτιολογίας.... που από τη φύση τους δεν μπορεί να οδηγήσουν στο εν λόγω συμπέρασμα» (σ.σ. ότι δηλαδή το έργο αντίκειται στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης).
Ας σημειωθεί επίσης ότι η όλη συζήτηση αναφερόταν στο «επίδικο έργο εκτροπής ποσότητας 600 εκατομμυρίων κ.μ. ύδατος ετησίως των υδάτων του Αχελώου...», δηλαδή σε έναν σχεδιασμό που σήμερα δεν υφίσταται, δεδομένου ότι η πρόθεση της Κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη είναι να μεταφέρει μια περιορισμένη ποσότητα υδάτων ίση με το 35-40% από εκείνη που εξέταζε η απόφαση του 2014 (600 εκατ. κ.μ. νερού).
Με απλά λόγια, ο κ. Αθ. Ράντος και οι άλλοι δικαστές επιβεβαιώνουν αυτό που όλα αυτά τα χρόνια ισχυριζόμαστε, ότι δηλαδή το ΣτΕ δεν εγκρίνει ούτε απορρίπτει την ένταξη και την εκτέλεση ενός τεχνικού έργου. Ο ρόλος του είναι μόνο ο έλεγχος για τη συνταγματικότητα και τη νομιμότητα των αποφάσεων της Διοίκησης και τίποτα παραπάνω. Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Ράντος θεωρεί ότι η απόφαση 26/2014 «εξέρχεται των ορίων» του δικαστηρίου του. Φυσικά κάποιοι κάνουν πως δεν το καταλαβαίνουν και λαϊκίζουν σκορπώντας αμφιβολίες στους απλούς ανθρώπους, προσπαθώντας να ευνουχίσουν τη μαχητικότητα των διεκδικήσεων των θεσσαλικών φορέων, των αγροτών κ.λ.π.
Με βάση τα παραπάνω, στη νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, η Διοίκηση και τα αρμόδια πολιτικά στελέχη των Υπουργείων οφείλουν να εργαστούν, ώστε να ανταποκριθούν στις «πλημμέλειες» που αναφέρονται στις αποφάσεις του ΣτΕ και να τηρήσουν τις υποδεικνυόμενες διαδικασίες. Στην περίπτωση αυτή κανένα απολύτως νομικό θέμα δεν θα υπάρξει.
Αυτή είναι η ουσία και συνεπώς αυτό είναι και το χρέος της σημερινής Κυβέρνησης, απόλυτα συμβατό άλλωστε και με τις απόψεις του σημερινού προέδρου του Δικαστηρίου.
Την ίδια άποψη διατυπώνει και η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ κ. Γλυκερία Σιούτη «...Η διοίκηση ουδόλως κωλύεται να επανέλθει στο εγχείρημα (σ.σ. για την ολοκλήρωση των έργων) ....ολοκληρώνοντας τον επαναπροσδιορισμό του έργου..».
Οι πιέσεις λοιπόν και η «οικοτρομοκρατία», που ασκούνται προς την Κυβέρνηση από τους ιδεοληπτικούς οπαδούς της κατεδάφισης των έργων (αξίας ως γνωστόν εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ), θα πρέπει να αγνοηθούν. Η Κυβέρνηση σε συνεννόηση με το ΣτΕ οφείλει άμεσα να παρουσιάσει με σαφήνεια το σχέδιό της για την ενίσχυση του υδατικού δυναμικού της Θεσσαλίας και τους άλλους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, να τεκμηριώσει ακλόνητα την ανάγκη ολοκλήρωσης των έργων Αχελώου και να αποφύγει τυχόν παραβίαση των θεσμοθετημένων διαδικασιών.
Ας δοθεί λοιπόν ένα τέλος στη συνεχιζόμενη καλλιέργεια συγχύσεων, διότι τα προβλήματα τρέχουν με ταχείς ρυθμούς.
Η φετινή κακή υδρολογική χρονιά καθορίζει και το μέτρο του επείγοντος και της πολιτικής τους ευθύνης.
Από τους Κ. Γκούμα, Τ. Μπαρμπούτη
Ο Κώστας Γκούμας είναι πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/ΚΕ
Ο Τάσος Μπαρμπούτης είναι μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ