Με βάση την καμπύλη αυτή υπολογίζεται πως το 96% περίπου ενός πληθυσμού διαθέτει IQ από 70 έως 130. Μόνο ένα ποσοστό 2,1% έχει IQ μεγαλύτερο του 130 και είναι, δηλαδή, αυτό που θα μπορούσε να κινηθεί στα όρια της βαθμολογικής «αριστείας». Κάπου εκεί εξάλλου (περίπου 3 έως 5%) είναι και το ποσοστό των υποψήφιων φοιτητών που επιτυγχάνει Μ.Ο. βαθμολογίας γραπτών μεγαλύτερο του 18,5 (δηλαδή «άριστα») στις -κατά γενική παραδοχή- αντικειμενικές Πανελλαδικές Εξετάσεις.
Αντιθέτως, οι μαθητές των ελληνικών Γυμνασίων και Λυκείων προάγονται ή απολύονται με «άριστα» σε ποσοστό αρκετά μεγαλύτερο του 20%. Εάν βέβαια, αυτό ανταποκρινόταν στην αλήθεια θα έπρεπε να είμαστε, παγκοσμίως, παντού πρώτοι: στις επιστήμες, στις τέχνες, στον αθλητισμό και κυρίως στην οικονομία. Όμως αυτό δεν συμβαίνει κι από το υπερβολικό κυνήγι της βαθμολογικής «αριστείας» και της -πάση θυσία- διάκρισης ξεκινούν πολλά προβλήματα. Όπως π.χ. το πρόβλημα που ανέκυψε προσφάτως με τη νεαρή επιστήμονα, που, όπως αποκαλύφθηκε, διατύπωνε, διεθνώς, ψευδείς ισχυρισμούς για το ερευνητικό της έργο.
Υφίσταται, λοιπόν, υπερβολική βαθμοθηρική επιδίωξη εκ μέρους της ελληνικής κοινωνίας που σχετίζεται με τις σπουδές των βλαστών της στην Τριτοβάθμια (και βάλε) Εκπαίδευση, με την επαγγελματική και κοινωνική τους εξέλιξη. Αυτή η έντονη επιδίωξη και η τεχνητή διόγκωση του ποσοστού των «αριστούχων», σε ένα ακραία ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, προκαλεί δυσανάλογες προσδοκίες σε σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες των παιδιών, καλλιεργεί αυταπάτες, τα εξαναγκάζει πολλές φορές σε υπερβολική προσπάθεια, τα πιέζει ψυχολογικά και κάποιες, λίγες φορές, τα οδηγεί σε πλάγιους τρόπους επίτευξης των στόχων. Φυσικά, αυτού του είδους η βαθμολογική «αριστεία», που πόρρω απέχει από την αριστοτελική ΑΡΙΣΤΕΙΑ, δεν ταυτίζεται με την αριστεία εκείνων των παιδιών που με το «ευ αγωνίζεσθαι», ως οδηγό ζωής, επιτυγχάνουν τους υψηλότερους στόχους.
Η επιδίωξη αυτή της ψευδεπίγραφης αριστείας, όμως, δεν δικαιολογεί και μια άλλη …παράδοση, στον αντίποδά της. Η παράδοση αυτή συνδέεται με το αρχαιόθεν γνωστό: «κολούειν τα υπερέχοντα» (Ηρόδοτος, βιβλίο Ε’, 92ζ.2). Δηλαδή να αποκεφαλίζεις ό,τι ή όποιον υπερέχει, να παραγκωνίζεις και να «κατεδαφίζεις» τους πιο άξιους και ικανούς συμπολίτες. Αυτό, για παράδειγμα, έκαναν οι Εφέσιοι με την απόφασή τους να εξορίσουν τον σπουδαίο Ερμόδωρο με το σκεπτικό «κανείς ανάμεσά μας ας μην είναι άριστος ειδεμή ας πάει σε άλλο τόπο και με άλλους ανθρώπους ας ζήσει». Αναλόγως, οι νεώτεροι Έλληνες δολοφόνησαν τον Καποδίστρια, έκαναν απόπειρες δολοφονίας κατά του Ελ. Βενιζέλου και «κατόρθωσαν» το ακατόρθωτο: δημιούργησαν το «τσουνάμι» του πρόσφατου “brain drain”.
Η ευθύνη των κομμάτων εξουσίας για την ισοπέδωση κάθε έννοιας αξιοκρατίας -ακόμη και εκείνα που διατείνονται ότι επιδιώκουν την αριστεία- στη στελέχωση του κράτους και της αυτοδιοίκησης είναι τεράστια. Τα κόμματα, πέρα από τη ροπή τους στον «κρατισμό», με εργαλείο τους τον «κομματισμό» -τη Λενινιστική, δηλαδή, ταύτιση κόμματος και κράτους- παραγεμίζουν το τελευταίο με «ημετέρους» καθιστώντας το πλαδαρό, εξόχως γραφειοκρατικό, αντιπαραγωγικό και «κακό εταίρο» των παραγωγικών κοινωνικών ομάδων. Η θλιβερή αυτή κατάσταση της λογικής «των δικών μας παιδιών» συνεχίστηκε και στην περίοδο της κρίσης (π.χ. η αναλογία διορισμών το έτος 2012 ήταν: ΝΔ = 4, ΠΑΣΟΚ = 2, ΔΗΜΑΡ = 1). Συνεχίζεται δε ακόμη και σήμερα καθώς βλέπουμε π.χ. στους Δήμους, σε επίλεκτες θέσεις, να τοποθετούνται συμπολίτες χωρίς αντίστοιχα προσόντα διότι, απλώς, είναι ημέτεροι «νεροκουβαλητές».
Αυτή η συμπεριφορά (κράτος - λάφυρο) όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών κομμάτων αποτελεί την εύκολη, τη βολική τους επιλογή για να διατηρούν τον έλεγχο των πολιτών και για να επηρεάζουν την εκλογική τους προτίμηση. Αντί να επιδιώκουν την άσκηση πολιτικών που θα καθιστούν εύρωστη, δυναμική και εξωστρεφή την οικονομία μας και να κερδίζουν την πολιτική εύνοια των πολιτών με το «σπαθί» τους προτιμούν την ανάπτυξη πελατειακών δικτύων. Αντί να βελτιώνουν τις κρατικές υπηρεσίες και να τις καθιστούν αποτελεσματικότερες μεταφέρουν την «παθογένειά» τους και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας φορτώνοντάς τον με «πελάτες» τους. Αντί, δηλαδή, να κάνουν την οικονομία μας να «ανθίζει», όπως συμβαίνει στις βορειο-ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να απορροφά την ανεργία των νέων «κατορθώνουν» να εξοστρακίζουν την αριστεία από τη χώρα.
Άλλωστε, είναι, πλέον, σε όλους γνωστό, ότι, τα πολιτικά μας κόμματα και τμήματα της παρωχημένης οικονομικής μας «ελίτ», συνδέονται, εδώ και πολλές δεκαετίες, με «πελατειακές» σχέσεις και σχέσεις «διαπλοκής» που, αρκετές φορές, λειτουργούν κι ως «ανάχωμα» που εμποδίζει την έλευση ξένων επενδύσεων. Εύγλωττο δείγμα γραφής αυτών των εκφυλιστικών και συνάμα αντιαναπτυξιακών «σχέσεων» αποτελούν οι πρόσφατες διαμάχες για την επιβολή «αρεστών» προσώπων στη σημερινή Ανεξάρτητη Αρχή Ανταγωνισμού.
Αφορμή για το παρόν σημείωμα αποτέλεσε η -αν μη τι άλλο- δημόσια διαπόμπευση (ένα είδος bullying) της προαναφερθείσας νεαρής επιστήμονος. Η ανακοίνωση, όμως, της NASA στη βρετανική «Τέλεγκραφ» ότι ουδέποτε υπήρξε υπάλληλός της, καθώς και άλλες διαψεύσεις για την επιστημονική της δραστηριότητα ανέδειξαν ανάγλυφα την αρνητική πλευρά αυτού που καθ’ υπερβολήν επιδιώκεται στην πατρίδα μας και που αποκαλείται «αριστεία» και διάκριση με κάθε μέσον. Έστω κι αν μας διαβεβαίωσε η νέα Υπουργός Παιδείας, στην τελετή βράβευσης, ότι «το πάθος της (νεαρής ερευνήτριας) για την επιστήμη μάς εμπνέει και μας γεμίζει αισιοδοξία».
Είναι προφανές πως η αληθινή ΑΡΙΣΤΕΙΑ δεν αποτελεί μια στιγμιαία κατάκτηση ή ένα εύκολο και άκοπο άριστα στο Ενδεικτικό ενός μαθητή του Γυμνασίου ούτε αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των εχόντων αριστοκρατική καταγωγή. Δεν μπορεί να είναι, όμως, και «ρετσινιά».
Είναι ένας δρόμος προς την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Μια οδός μέσα από τα στενά μονοπάτια της μεσότητας (κι όχι της υπερβολής και των άκρων), προκειμένου να διανύσει αυτός την απόσταση από τη γέννηση μέχρι την εντελέχεια. Ή όπως ο Αριστοτέλης έλεγε: «Είμαστε αυτό που πράττουμε επανειλημμένως κι ότι η αριστεία δεν είναι μια συγκεκριμένη πράξη αλλά συνήθεια (ζωής)».
*τίποτε το υπερβολικό
Από τον Δημήτρη Νούλα, χημικό