Να πούμε πως μία είναι η ψυχή του ανθρώπου κατά τον Trier που ταξιδεύοντας στην άβυσσό της, με το ασύλληπτο σκοτάδι, έγραψε το έργο αυτό, συμπαντικό και πάντα επίκαιρο. Έτσι το σκηνοθέτησε και ο Κ. Λαμπρούλης με απόλυτη επίγνωση του ανεξερεύνητου. Γι’ αυτό και τα σκηνικά του, σπίτια, κυρίως, με επανωτούς ορόφους, σαν σκαλωσιά, ως τα ουρανού τα βάθη να κατέβουν οι άγγελοι να πιάσουμε κουβέντα για το αιώνιο Ένα. Άλλωστε μια είναι η ψυχή του ανθρώπου, όπως ήδη ανέφερα, αφού το πολλαπλό και το Ένα ταυτίζονται. Όχι, όμως, στο υπερρεαλιστικό Dogville, στην ενότητα του Θεού, του απόλυτου Αγαθού, κατά τον Πλάτωνα, αλλά στην ομοίωσή του με το χθόνιο «Εγώ», το ριζωμένο στο θνητό μας πεπρωμένο.
Το Dogville, κάτω από το πυκνό υφάδι των βλεμμάτων του συγγραφέα και του σκηνοθέτη, είναι μια ανατροπή των a priori ιδεών του «είναι», ακολουθώντας την κρίση και τη θλίψη του «γίγνεσθαι» σ’ όλους του καιρούς της ιστορίας που διαφεντεύει τον κόσμο.
Dogville, εξάλλου, σημαίνει χωριό του σκύλου, και είναι φυσικά το όνομα ενός χωριού που λειτουργεί και ως σκηνή για τα δρώμενα της πιο τραγικής εξέλιξης στις σχέσεις των ανθρώπων. Οι κάτοικοι του χωριού είναι ο χορός από πρόσωπα, ευάλωτα στο εδώ και το τώρα, που εξοντώνουν, ωστόσο, και εξοντώνονται από τις ίδιες τους τις πράξεις, ή αν θέλεις, απ’ την αλαζονεία της άγνοιας του τυχαίου, που αρθρώνει, μέσα απ’ το φάσμα της Ενόρασης του σκηνοθέτη, την ενοχή σε τρόπο ζωής και την ευθύνη του Άλλου σε κενό της ψυχής… κάνει δηλαδή βαθιές τομές στη Φιλήδονη Μοίρα μας.
Είναι ένα έργο συναρπαστικό, παίζει με τους ρυθμούς μιας αγωνίας υπερβατικής που θυμίζει opera με διαλόγους ανάμεσα σε mezzo και σοπράνο για το δίκαιο του ισχυρότερου και μονολόγους, άριες, ανεπανάληπτα κρεσέντο αγωνίας στην αδιαλλαξία των εκπλήξεων που καλείται ζωή και μας καλεί να τη ζήσουμε.
Η σκηνοθετική διορατικότητα του Κ. Λαμπρούλη διαλέγει πρόσωπα με έντονη σκηνική παρουσία. Οι ρόλοι μάς διαλέγουν, δεν τους διαλέγουμε εμείς. Επειδή, ίσως, θύματα και θύτες εναλλάσσονται ή και ταυτίζονται μαζί τους, στη δράση και στην πράξη. Μύθος η ίδια η ζωή συνθέτει τον χώρο και τον χρόνο σε αιωνιότητα, που μεταγγίζει από τη μία γενιά στην άλλη της σαγήνης του αυτοδίδαχτο δέος.
ΝΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ
Το Dogville αποκαλύπτει όχι απλά μια πραγματικότητα αλλά το θηρίο που ο άνθρωπος κρύβει μέσα του, και το οποίο μεγαλουργεί σε ώρες υπέρβασης, σκοτώνει, όμως, και σκοτώνεται σε ώρες απόγνωσης. Έτσι ο Λαμπρούλης σκηνοθετεί σημειολογώντας και σημειολογεί σκηνοθετώντας. Σκηνικά λιτά και απέριττα, δωρικά στη δομή τους, υπαινιχτικά, όμως ανάμεσα στα σύνορα του χρόνου και του χώρου. Σπίτια, π.χ. ψηλά και άδεια πρωταγωνιστές ψυχές μοναχικές και απομονωμένες, βιώνουν το τραγικό ως άνθρωποι καθημερινοί, συνηθισμένοι που αυτοσυντρίβονται από άγνοια και όχι ως τραγικοί ήρωες που πεθαίνουν επιλέγοντας, το χρέος τους, όσο βαρύ και αν είναι, για να διδάξουν, ίσως, το ανθρώπινο γένος πως αξίζει η θυσία τους δια «την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Κύριο πρόσωπο η Γκρέις (Χριστίνα Χειλά) συγκρούεται με το κατεστημένο μιας πατριαρχικής οικογένειας της Αμερικής του ΄30 διεκδικεί απ’ τον πατέρα της - αφέντη - την ελευθερία της, μιας και βιώνει την εξουσία του σαν νόμο βιβλικό «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», ας πούμε. Έτσι κυνηγημένη απ’ την τυραννική εξάρτηση του ιδίου και της μαφίας του, καταφεύγει στο ήσυχο, όπως φαίνεται, Dogville. Στην αρχή την δέχεται όλο το χωριό και την προστατεύει. Ύστερα, όμως, ο ένας μετά τον άλλο προχωρούν στην εκμετάλλευσή της που γρήγορα εξελίσσεται σε κακοποίηση. Κάποτε, μάλιστα, φτάνει και σε ακρότητες απανθρωπισμού, όπως, π.χ. η αλυσίδα στο λαιμό της, που την εξομοιώνει με σκύλο, σκυλίσια ζωή στην άτεγκτη γλώσσα της Μοίρας.
Και η κακία κορυφώνεται με την υπέρβαση της ύλης ως τα όρια της αντιύλης, αν, φυσικά, ύλη είναι του σώματός μας, όπως του Σύμπαντος, η ενέργεια και αντιύλη το κενό της ψυχής, η κραυγή του πεπρωμένου να αφυπνίσει, από το λήθαργο μιας ψεύτικης επίπλαστης ηθικής, ό,τι καλό υπάρχει στην καρδιά μας, όπως το οραματίζεται ο Λωτρεαμόν, που αναρωτιέται:
«… τι είναι πιο εύκολο να μετρηθεί, του ωκεανού ή της ανθρώπινης καρδιάς το βάθος;».
Οι ηθοποιοί, εξάλλου, απομυθοποιούν την υποκριτική τέχνη και αποκαλύπτουν την καθημερινή, ουσιαστική πραγματικότητα. Η Ανδρομάχη Μακρίδη, ας πούμε, υποδύεται πολλούς ρόλους μέσα από ένα φάσμα φωνητικών αποχρώσεων, ίνα πληρωθεί η ασκητική του σώματος που γυρεύει την ψυχή του, εις την ευημερία των δακρύων.
Ένα ταξίδι, ίσως, η ζωή στου χρόνου τα γυρίσματα μας θυμίζει πως το κακό πληθαίνει, όσο οι κύκλοι της κόλασης του Δάντη προχωρούν, από τον ουρανό στη γη ο καθένας με της αμαρτίας του το στίγμα: φιληδονία - υποκρισία - βιαιότητα, κακία, φιλαργυρία, προδοσία, μνησικακία, εκδίκηση.
Η καμπάνα του χωριού, άλλωστε, όπως ο Γηρυόνης, το φτερωτό δαιμόνιο, της «θείας κωμωδίας» μεταφέρει το Δάντη και το Βιργίλιο σ’ όλους του λάκκους (κύκλους) των κολασμένων, που μας τους ζωντανεύει με χρώματα και σχήματα ο Μποτιτσέλι, αλλά και τη μέθη της εκδίκησης.
Το Dogville, η σκηνή, και ο σκύλος - Μωυσής - θρηνεί στο παρασκήνιο αναγγέλλοντας τον άγγελο του Δάντη να κατεβαίνει με ένα μήνυμα μοναδικό χειρόγραφο της Μοίρας μας.
Όσο για το καθαρτήριο γίνεται εξουσία και η εξουσία εκδίκηση
την ενσαρκώνει και την επικυρώνει η Γκρέις, και μεις τι κάνουμε;
«Να το θεριό…
που όρη τρυπάει κι αρματωσιές και κάστρα
να το θεριό που όλη τη γη βρωμίζει».
συμφωνούμε με το Δάντη.
Τι να πούμε, λοιπόν! Ένα μεγάλο ευχαριστώ, ίσως, στο Θεσσαλικό Θέατρο που υπάρχει, αλλά και στον Κώστα Λαμπρούλη που μας κάνει περήφανους με τη σκηνοθετική του ενόραση γιατί μας θυμίζει πως
«Η ομορφιά είναι μπροστά μας
αλλά δεν μπορεί να μας σώσει, αν
δεν την έχουμε μέσα μας».
Από την Άννα Μανωλοπούλου