Πολλές φορές ο αναγνώστης καλείται μέσα από την ανάγνωση ενός βιβλίου, μιας ιστορίας να δει τα πράγματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού δημιουργήματος μπορεί να προκαλέσει στον αναγνώστη μία ποικιλία διαφορετικών συναισθημάτων ανάλογα με το τι επιλέγει να διαβάσει κάθε φορά.
Είναι ένα απέραντο ταξίδι όπου σημασία δεν έχει ο προορισμός. Όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό το ταξίδι μας γυρίζει σ’ ένα ασφαλές λιμάνι που κάθε φορά είναι διαφορετικό.
Ο αναγνώστης έστω και για λίγο γίνεται ο άρχοντας της ανάγνωσης. Γίνεται ο σκηνοθέτης της παράστασης που λέγεται ανάγνωση στο μεγάλο θέατρο της ζωής. Σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σ’ ένα έργο που έχει γράψει κάποιος άλλος. Προσαρμόζει το κουστούμι στα δικά του μέτρα. Δεν ταυτίζεται και δεν υποδύεται μηχανικά τον ρόλο του. Αντίθετα αναπλάθει τις εικόνες με το δικό του υλικό, τις εμπειρίες και τις προσδοκίες του. Οδηγείται δε σ’ ένα ανεξερεύνητο κομμάτι του εαυτού του.
Ο λόγος που διαβάζει κάποιος λογοτεχνικά βιβλία είναι ακριβώς ο ίδιος που μιλάει. Δηλαδή προσπαθεί να επικοινωνήσει. Να εκφραστεί. Να αποκομίσει πολύτιμες γνώσεις και εμπειρίες. Όταν ένας αναγνώστης ξαναδιαβάσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο ενδέχεται να το ερμηνεύσει με νέο τρόπο. Το βιβλίο έχει διαχρονική εμβέλεια και εκλαμβάνεται από τον καθένα διαφορετικά.
Η ιστορία που εκτυλίσσεται μέσα σ’ ένα λογοτεχνικό βιβλίο δημιουργεί διόδους διεύρυνσης της φαντασίας. Με άλλα λόγια προσκαλεί τον αναγνώστη να φανταστεί τον εαυτό του μέσα σ’ αυτή την ιστορία. Να βάλει τον εαυτό του στα παπούτσια του χαρακτήρα της ιστορίας. Όταν αυτό συμβεί τότε μπορεί να κατανοήσει καλύτερα τον ψυχολογικό και συναισθηματικό του κόσμο. Η λογοτεχνία αποτελεί ένα μέρος όπου συγκεντρώνονται όλες οι επιστήμες. Είναι ένα μωσαϊκό ποικίλων χρωμάτων που το καθένα ξεχωριστά δίνει μια ιδιαίτερη πινελιά στο τελικό αποτέλεσμα.
Η λογοτεχνία συλλαμβάνει το μυαλό του αναγνώστη και το τοποθετεί στο μέρος που περικλείεται η ιστορία.
Η ανάγνωση της τελευταίας σελίδας ενός λογοτεχνικού βιβλίου μοιάζει με φιλική συνομιλία που τελειώνει. Η παρέα του θα του λείψει αλλά δεν θα την ξεχάσει ποτέ.
Πρόκειται για μια μορφή τέχνης που γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ της πραγματικής και της φανταστικής ζωής. Προσφέρει στον αναγνώστη μια πραγματικότητα που δεν έχει ζήσει αλλά θα ήθελε να ζήσει.
Η συντροφιά ενός λογοτεχνικού βιβλίου έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλει στην αντιμετώπιση του άγχους και της μοναξιάς. Γενικά το διάβασμα θεωρείται πιο αποδοτικό από τη μουσική, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Αυξάνει την ενσυναίσθηση του αναγνώστη και αυτό τον οδηγεί στην εκτίμηση κάποιων γεγονότων της ζωής του με τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που πίστευε. Επίσης το λογοτεχνικό βιβλίο είναι ο σύμμαχος του γραπτού λόγου. Όποιος διαβάζει αυξάνει το λεξιλόγιό του και γράφει καλύτερα.
Η λογοτεχνία θυμίζει τα λόγια του Mark Twain. «Τα βιβλία είναι για τους ανθρώπους που επιθυμούν να είναι οπουδήποτε». Εισχωρώντας στο μυαλό και τα συναισθήματα των χαρακτήρων είναι σαν να ζει κανείς τις ζωές άλλων ανθρώπων. Νιώθει πράγματα που δεν ένιωσε ποτέ. Οι απόψεις για τη λογοτεχνία τις περισσότερες φορές δεν είναι αντικειμενικές. Ο εγκέφαλος είναι μια τεράστια μηχανή αναζήτησης που συνεχώς ψάχνει νοήματα και εικόνες. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο ένα βιβλίο δεν λέει ποτέ τα ίδια πράγματα σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Έτσι εξηγείται λοιπόν όταν ένα βιβλίο είναι αριστούργημα για κάποιον, ενώ για κάποιον άλλον μένει μισοτελειωμένο στο ράφι.
Όταν ένα λογοτεχνικό βιβλίο τελειώνει αφήνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι τελείωσε ένα ευχάριστο ταξίδι που έχει τη δυνατότητα να το κρατήσει ως ανάμνηση στο μυαλό του αλλά και στο ράφι της βιβλιοθήκης του.
Από τον Νικόλαο Φασούλα
* Ο Νικόλαος Αλεξ. Φασούλας είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας-Συγγραφέας