Είναι όμως γεγονός πως η μη κύρωση της σύμβασης, που συνάπτει η κυβέρνηση με ένα τρίτο κράτος, από τη Βουλή, θέτει ζήτημα νομιμοποίησης της κυβέρνησης για την υπογραφή αυτή και απώλειας της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας της Βουλής προς την κυβέρνηση.
Ο κυβερνητικός συν – εταίρος έχει δηλώσει ευθαρσώς πως δεν πρόκειται να ψηφίσει τη συνθήκη αυτή, όταν έρθει για κύρωση στη Βουλή, ζήτησε μάλιστα να κυρωθεί αυτή με αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών. Τούτο δείχνει ότι αντιλαμβάνεται, τουλάχιστον, τη σπουδαιότητα της συγκεκριμένης διεθνούς συμφωνίας, κάτι που η κυβέρνηση δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται και ότι ακόμα το εγχείρημα, δηλαδή η υπογραφή της συμφωνίας με τα Σκόπια, δεν έχει (ή πρέπει να έχει) τη συναίνεση του κοινωνικού σώματος, δηλαδή του Λαού. Όμως ο Λαός, αποτελεί το υπέρτατο πολιτειακό όργανο, αυτό από το οποίο πηγάζουν όλες οι εξουσίες και υπέρ του οποίου υπάρχουν.
Την άποψη της «ελάσσονος κυβερνητικής πλειοψηφίας», περί κύρωσης της συμφωνίας αυτής με πλειοψηφία 180 βουλευτών, εξέφρασε και η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας. Η Ολομέλεια αυτή αποτελεί αναμφισβήτητα ένα όργανο με ιδιαίτερες ευαισθησίες τόσο σε νομικά, όσο και σε πολιτικά – κοινωνικά ζητήματα, συνταγματικών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Κι αυτήν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητα της συγκεκριμένης διεθνούς συμφωνίας. Στο ψήφισμά της, με ημερομηνία 17.6.2018 αναφέρει πως «η συμφωνία αφορά όλους τους Έλληνες» και γι’ αυτό «πρέπει να έχει την ευρύτερη δυνατή κοινωνική και πολιτική αποδοχή. Για να διασφαλίζεται η βιωσιμότητά της στον χρόνο, δεν πρέπει να στηρίζεται σε περιστασιακές και ισχνές πλειοψηφίες».
Όμως η κύρωση μιας απλής διεθνούς σύμβασης δεν αξιώνει, σύμφωνα με το άρθρο 28, αυξημένη πλειοψηφία. Η μοναδική περίπτωση που προβλέπει το άρθρο αυτό μια τέτοια πλειοψηφία, είναι αυτή (της παραγράφου 2) όπου αναγνωρίζονται σε όργανα διεθνών οργανισμών, με συνθήκη ή συμφωνία, αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα, π.χ. νομοθετικές αρμοδιότητες ή αρμοδιότητες εκτελεστικής (κυβερνητικής) εξουσίας. Δεν το γνώριζε ο κυβερνητικός εταίρος αυτό; Δεν το γνώριζε ούτε η Ολομέλεια των Προέδρων των δικηγορικών συλλόγων;
Φυσικά είναι στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης να το αποφασίσει. Να δεχθεί ότι η συγκεκριμένη σύμβαση θα κυρωθεί μόνο εάν την υπερψηφίσουν τα 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή 180. Στην παρούσα φάση όμως, δεν φαίνεται να διαθέτει μια τέτοια πλειοψηφία στη Βουλή, οπότε θα ήταν πολιτική «αυτοκτονία» να αποφασίσει κάτι τέτοιο. Άλλωστε δεν είναι υποχρεωμένη, βάση του Συντάγματος να πράξει έτσι. Επομένως;
Πολλοί θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι πρόκειται για ένα μείζον εθνικό ζήτημα, ίσως κι ότι η παραχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας αποτελεί πράξη ισοδύναμη με την παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας, μολονότι και γι’ αυτή την πράξη το Σύνταγμα απαιτεί την απόλυτη κι όχι αυξημένη πλειοψηφία των βουλευτών. Όμως δεδομένων των δύο παραμέτρων, ότι ο κυβερνητικός εταίρος δεν πρόκειται να υπερψηφίσει τη συμφωνία, άρα η κυβέρνηση δεν διαθέτει ούτε την απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής για να το πράξει, και της αντίθεσης μεγάλης μερίδας του κοινωνικού σώματος σ’ αυτήν, κι ίσως ακόμα ότι πρόκειται για ένα σοβαρό εθνικό ζήτημα, το οποίο θα δημιουργεί κοινωνικές αναταράξεις επί μακρόν, δημιουργείται η ανάγκη είτε για υπερψήφιση της συγκεκριμένης διακρατικής συμφωνίας με αυξημένη πλειοψηφία της Βουλής, είτε η προσφυγή σε εκλογές για την ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης, προκειμένου να κυρώσει με ευρεία κοινωνική συναίνεση μια τόσο σοβαρή διεθνή συνθήκη.
Ούτε βέβαια η προσφυγή στο εκλογικό σώμα, το ανώτατο πολιτειακό όργανο, προβλέπεται από το Σύνταγμα για μια τέτοια περίπτωση διεθνούς σύμβασης. Προβλέπεται όμως κάτι άλλο: Η προσφυγή σε δημοψήφισμα. Το άρθρο 44 παράγραφος 2 του Συντάγματος προβλέπει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα, με απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών (151). Η σημερινή κυβέρνηση έχει δείξει τη συμπάθειά της σε μορφές άμεσης συμμετοχής του εκλογικού σώματος σε κρίσιμα πολιτικά ζητήματα, μάλιστα είχε δηλώσει πως θα αυξήσει τη δυνατότητα αυτή με περισσότερα δημοψηφίσματα, πράγμα βέβαια που στην πορεία και μετά το φιάσκο του δημοψηφίσματος του 2015 το ξέχασε!
Προκαλεί εντύπωση, πως ένα μικρό, νεοπαγές κράτος, όπως αυτό των Σκοπίων προτίθεται να επιδιώξει με δημοψήφισμα να επικυρώσει την συμφωνία με την Ελλάδα, ενώ σ’ εμάς, ένα κράτος με μακρά πολιτική και δημοκρατική παράδοση, παραγνωρίζεται η γνώμη του Λαού και η κυβέρνηση προχωρά, με ισχνή ή χωρίς καν πλειοψηφία στην Βουλή, στην υπογραφή μιας τόσο σοβαρής και κρίσιμης για τα εθνικά συμφέροντα συμφωνίας.
Εάν λοιπόν η σημερινή κυβέρνηση εκπροσωπεί την πλειοψηφία του κοινωνικού σώματος, εάν δεν έχει χάσει εντελώς τα ερείσματά της σ’ αυτό κι έχει συναίσθηση της σοβαρότητας της συμφωνίας την οποία υπέγραψε, οφείλει είτε να ζητήσει την αυξημένη πλειοψηφία της Βουλής επί του θέματος, είτε να ζητήσει την συναίνεση του Λαού με δημοψήφισμα, είτε τέλος να προσφύγει σε εκλογές, προκειμένου να ανανεώσει το νομιμοποιητικό της έρεισμα, για να επικυρώσει μια τόσο σοβαρή διεθνή συνθήκη. Αυτό είναι το νόημα, τόσο της άποψης του εταίρου της στη συγκυβέρνηση, όσο και της Ολομέλειας των δικηγόρων. Η επίτευξη της ευρύτερης δυνατής κοινωνικής συναίνεσης. Άλλως αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων και κληροδοτεί στην χώρα ένα πρόβλημα, εθνικό, κοινωνικό, πολιτικό που θα την ταλανίζει για πολλά χρόνια, με απρόβλεπτες και επικίνδυνες συνέπειες.
Από τον Σταύρο Παυλακούδη
* Ο Σταύρος Αν. Παυλακούδης, είναι δικηγόρος, Μ.Δ.Ε. Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικών Επιστημών