Ό,τι τους πληγώνει, τους πονάει και τους θυμώνει το καταχωνιάζουν βαθιά μέσα τους και υποβάλλονται στη σιωπή. Όσο κανείς είναι νέος και υγιής ενδεχομένως να αντέχει αυτήν την ανισορροπία του «μέσα» με το «έξω», σίγουρα όμως, όταν σε μεγαλύτερη ηλικία βρεθεί αντιμέτωπος με μια σοβαρή αρρώστια, δυσκολεύεται να ελέγξει τα απωθημένα συναισθήματα. Ειδικότερα, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας λειτουργεί πολλές φορές σαν τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι και φέρνει με ορμή στην επιφάνεια όσα συναισθήματα ήταν καλά κρυμμένα στο υποσυνείδητο. Αυτό συνέβη και στην Πηνελόπη, τη μητέρα της Ελένης, η οποία μου αφηγήθηκε την ιστορία της στο γραφείο μου.
Η Πηνελόπη, λοιπόν, γεννήθηκε σε ένα ημιορεινό χωριό και όλη της τη ζωή κινήθηκε μεταξύ πατρικού, πλατείας και αργότερα του καφενείου του άντρα της. Εκεί, στον μικρόκοσμό της, ένιωθε πάντα στο κέντρο των εξελίξεων, αλλά και μια ανυπότακτη επιθυμία να δραπετεύσει από τα στενά όρια του τόπου της. Ο σπόρος είχε φυτευτεί από τότε που ήταν πολύ μικρή, μαθήτρια του δημοτικού, διαβάζοντας την εφημερίδα στον πατέρα της, επειδή εκείνος δεν ήξερε γράμματα κι άνθισε στο γόνιμο έδαφος του καφενείου του άντρα της, εκεί όπου συντελούνταν οι πολιτικές, οικονομικές και άλλες ζυμώσεις του τόπου. Με τον ίδιο σπόρο, να φύγουν και να γνωρίσουν τον κόσμο, μεγάλωσε και τα δύο της παιδιά. Ώσπου έχασε απροσδόκητα το πρώτο της παιδί σε νεαρή ηλικία από ατύχημα. Αργότερα η Ελένη, το δεύτερο παιδί της, διαλέγει τον δρόμο της ξενιτιάς φεύγοντας στην Αμερική, λόγω συγκυριών, αφού, μόλις τελείωσε το πανεπιστήμιο, γνώρισε τον Γιώργο, ο οποίος είχε ήδη μια πρόταση για μια σπουδαία θέση σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο. Έφυγε μαζί του χωρίς δεύτερη σκέψη, ακολουθώντας την επιθυμία της να «γνωρίσει» τον κόσμο. Και η μητέρα της έδωσε την ευχή της να φύγει, χάρηκε πολύ, σαν να πραγματοποιούσε το δικό της ανεκπλήρωτο όνειρο, παράλληλα όμως μια εσωτερική της φωνή έλεγε «μη φεύγεις, μη με εγκαταλείπεις».
Κύλησαν τα χρόνια, η Ελένη ρίζωσε στην Αμερική, ο άντρας της είναι πλέον ένας σπουδαίος επιστήμονας, έχουν δύο παιδιά κι έρχεται στην Ελλάδα μόνο για διακοπές και για να δει τη μητέρα της. Φέτος όμως, είχε μια παράξενη διαίσθηση, είχε, από τη μία, ένα γλυκό συναίσθημα νοσταλγίας για την πατρίδα και τη μητέρα της, αλλά από την άλλη και μια περίεργη ανησυχία. Θα ερχόταν μόνη της, έτσι κι αλλιώς τελευταία μόνη της νιώθει, με μια λαχτάρα να ξανασυναντήσει τη μητέρα της, να μαγειρέψουν μαζί, να διαβάσουν την εφημερίδα και να συζητήσουν για τη μαγεία του κόσμου, όπως τότε που ήταν μικρή.
Την ημέρα όμως που προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο έμαθε πως η μητέρα της είναι στο νοσοκομείο, με σπασμένο ισχίο. Εκεί την περίμεναν πολλές εκπλήξεις. Κατ’ αρχάς, το σύστημα υγείας της χώρας τής φάνηκε «απαρχαιωμένο και μίζερο», όπως λέει η ίδια χαρακτηριστικά. Ωστόσο, δεν ήταν αυτή η μεγαλύτερή της έκπληξη, αλλά οι κρίσεις που παθαίνει η μητέρα της. Η κ. Πηνελόπη, που δεν είχε παραπονεθεί ποτέ, ακόμη και όταν έχασε το ένα της παιδί και της έφυγε το άλλο, υπό την επήρεια του πόνου και του μετεγχειρητικού στρες χάνει κάθε έλεγχο και φωνάζει, ουρλιάζει. Η Ελένη τρομάζει, δεν αναγνωρίζει το πρόσωπο της μητέρας της, μιας αξιοπρεπούς γυναίκας, η οποία ήταν πάντα συγκρατημένη και λογική και τώρα τη βλέπει να μετατρέπεται σε μια θυμωμένη γυναίκα που μαίνεται εναντίον όλων με πολλή ένταση και επιθετικότητα.
Το στρες κι ο πόνος όμως είναι σαν να απελευθερώνει την Πηνελόπη και να ξεμπλοκάρουν τις υποσυνείδητες σκέψεις της. Ενώ, λοιπόν, η Ελένη δεν έχει φύγει στιγμή από το προσκέφαλό της, η μητέρα της φωνάζει «γιατί με παράτησες και έφυγες». Δεν το χωρά ο νους της πως αυτό το «με παράτησες» δεν αφορά στο τώρα, αλλά στο τότε, στην απόφασή της να πάει στην Αμερική.
Η Ελένη, καθώς μου τα αφηγείται στην πρώτη συνάντηση, είναι σαστισμένη, δεν μπορεί να αναγνωρίσει το πρόσωπο της μαμάς της και είναι μεταξύ θυμού, ενοχών και στεναχώριας. Καταφέρνει όμως στη συνέχεια να «ακούσει» τις εκρήξεις της μητέρας της και να αντικρύσει στα λόγια του πόνου κάποιες κρυμμένες αλήθειες που βρήκαν τον τρόπο να βγούνε στο φως. Οι νέες αλήθειες, με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη, της φωτίζουν έναν νέο δρόμο κατανόησης και για τη δική της ύπαρξη, τις δικές της επιλογές, τα δικά της θαμμένα συναισθήματα: «Έχω κουραστεί να μη μιλάω, σκέφτομαι εδώ και πολύ καιρό να χωρίσω, η σχέση μου με τον Γιώργο έχει πάψει εδώ και χρόνια να είναι συντροφική», μου είπε στην τελευταία συνάντησή μας και δεσμεύτηκε να τα λέμε μέσω Skype. Ήθελε μόνο να προλάβει πριν φύγει για την Αμερική, να περάσει κάποιες μέρες στο πατρικό της, να φροντίσει τη μαμά της και να ταξιδέψουν μαζί αυτή τη φορά στον εσωτερικό τους κόσμο…
* Του Γιώργου Γιαννούση, ψυχοθεραπευτή, οικογενειακού θεραπευτή