Το μοναστήρι χρονολογείται από το έτος 1370 με πρώτο κτήτωρ τον Σέρβο δεσπότη Συμεών Ουρέση, ο οποίος έχτισε το Καθολικό της Μονής μετά από θαύμα στον νεαρό γιο του Ιωάννη, μετέπειτα μοναχό Ιωάσαφ και ενθρόνισε τη θαυματουργή εικόνα του Αγίου Δημητρίου. Μετά από χρόνια, το 1435, όταν η περιοχή κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, το μοναστήρι περιήλθε στην προστασία του Σουλτάνου.
Υπήρξε ορμητήριο και καταφύγιο ντόπιων και μη αγωνιστών για την ελευθερία του υπόδουλου γένους και της πατρίδας. Γνώρισε μεγάλη ακμή τον 17ο και 18ο αιώνα, με εκκλησιαστικές προσωπικότητες και διανοούμενους (το 1767 επισκέφθηκε τη Μονή και φιλοξενήθηκε ο δάσκαλος του γένους Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός), η παρουσία των οποίων μαζί με τους 70 περίπου μοναχούς που διακονούσαν, ελάμπρυνε το χώρο.
Για πολλές δεκαετίες (όπως θυμόμαστε οι της γενιάς μου καθώς και οι μεγαλύτεροι), μετά τον πόλεμο του '40, υπήρξε χώρος μεν θρησκευτικής λατρείας, μεμακρυσμένος από το χωριό καθώς και αναψυχής, συνδυάζοντας τη Θεία προσέγγιση μαζί με τη πνευματική και σωματική χαλάρωση που εισέπραττε ο επισκέπτης – προσκυνητής. Δεν ήταν ασφαλώς επανδρωμένο με μοναχούς, αρκούμενο στην κατά καιρούς παρουσία των ιερέων της κωμόπολης, σε ελάχιστες τοπικές γιορτές και σε μυστήρια βαφτίσεων κυρίως, δίδοντας έναν τόνο ιερό στο έρημο μοναστηριακό κτίσμα και προσελκύοντας πλήθος πιστών κάθε ηλικίας από την Τσαριτσάνη, το Αργυροπούλι, την Ελασσόνα και τα γύρω χωριά της επαρχίας.
Η αγάπη που νιώθαμε για τον ιερό τούτο τόπο, μαγνήτιζε τις καρδιές μας και μας ωθούσε να τον επισκεπτόμαστε τακτικά πότες πεζοί, καθώς δεν υπήρχε δρόμος παρά μόνο χαραγμένο μονοπάτι, πότες έφιπποι με γαϊδουράκια και άλογα και αργότερα με τη διάνοιξη του χωματόδρομου, χρησιμοποιώντας τα όποια μηχανικά μέσα διαθέταμε (από τρακτέρ και δίκυκλα μέχρι αυτοκίνητα ΙΧ και φορτηγά). Στα σαράντα περίπου κελιά που διέθετε η μονή, ασυντήρητα ως επί το πλείστον, η ανθρώπινη παρουσία τόσο τους θερινούς μήνες αλλά ακόμη και αρκετές κρύες μέρες και νύχτες το χειμώνα, έδινε ζωντάνια στον χώρο προσφέροντας συντροφιά στον Άγιο, αντλώντας ωστόσο από τη χάρη Του πίστη και δύναμη καθώς και στοιχεία ψυχικής αγαλλίασης και πνευματικής ανάτασης, που ο καθένας ελάμβανε ως δώρο – αντάλλαγμα.
Η σημερινή εικόνα είναι σαφώς διαφορετική καθώς η μονή ανακαινίσθηκε - θα λέγαμε - εκ βάθρων, ύστερα από πρωτοβουλία και ενέργειες αρχικά του μακαριστού επισκόπου της Ελασσόνας Βασιλείου και εν συνεχεία του νυν μητροπολίτη κ. Χαρίτωνος, ο οποίος έδωσε στο μοναστήρι άλλη πνοή.
Αποτελεί δε τιμή και πολυτέλεια η παρουσία τα 2 τελευταία χρόνια του καθηγούμενου της μονής αρχιμανδρίτη π. Ισαάκ Τσαπόγλου, μια γαλήνια και σεβάσμια μορφή όσον αφορά στα ιερατικά του καθήκοντα, με ισχυρή ωστόσο θέληση και έντονη δραστηριότητα ως προς τη συντήρηση του χώρου και την ανάδειξη αυτού σε τόπο έλξης των πιστών καθώς και κάθε επισκέπτη, που γυρεύει να βρει την ομορφιά και την αλήθεια σε κάτι διαφορετικό, μακρινό μα και πολύ απτό συνάμα.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στον μοναχό Ιωσήφ, έναν ακούραστο εργάτη της μονής, που ομολογουμένως η αγάπη που εισπράττει από τον κόσμο είναι σαφώς λιγότερη από την αγάπη που εκείνος απλόχερα προσφέρει σε κάθε επισκέπτη, με τον λόγο του και το καλοσυνάτο γεμάτο ειλικρίνεια χαμόγελό του.
Η προοπτική για την περαιτέρω ανάδειξη της μονής ως τόπου ιερού προσκυνήματος και λατρείας χρήζει αφ ενός της αγάπης και της εμπιστοσύνης που όλοι οφείλουμε να δείξουμε σε αυτούς που τάχθηκαν να υπηρετήσουν ψυχή τε και σώματι το Θείο, το Μεγάλο και το Αληθινό και αφετέρου της βοήθειας και συνδρομής που μπορεί ο καθένας, ανάλογα με τις δυνατότητές του να προσφέρει. Στο μοναστήρι, όπου συστεγάζεται και το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, τελείται κάθε Κυριακή Θεία Λειτουργία, με κατάνυξη και ευλάβεια, ακολουθώντας το σύνηθες ωράριο των ναών και προσελκύοντας αρκετό κόσμο, που σίγουρα δεν βιάζεται να επιστρέψει στον προορισμό του, καθώς ακολουθεί παραδοσιακός μοναστηριακός καφές στο ανακαινισμένο αρχονταρίκι, με χαλαρωτική κουβέντα και ανεβασμένη διάθεση.
Το "Βαλέτσικο" ήταν, είναι και θα είναι για πολλούς, ένα κομμάτι ζωντανό της καρδιάς μας, που ασφαλώς αγαπήσαμε, αγαπάμε και πάντα θα αγαπάμε, φορτίζοντας με την ταπεινή μας παρουσία τον εσωτερικό ανάστατο κόσμο μας, που τόσο ανάγκη έχει ο καθένας, για να αντλήσει μέσα από αυτό λίγο... περισσότερο φως.
Από τον Γιώργο Μπαμπάλη
* Ο Γιώργος Μπαμπάλης είναι πρώην στρατιωτικός