Με το ... κινητό! Δεν θα βγαίνει στον βράχο να ...ξεγκουρλίζεται - κατά πώς έλεγαν στο χωριό. Και τώρα, (όπως λέει και δείχνει στην Μαριγώ) ..."πατάς μαρί του νούμερου ένα, του κουμπί λέω και καλάει μόνουτ το ρημάδ. Παίρν το παιδί κι μιλάς... Άμα πατάς το δύο παίρν του κορίτς κι μιλάς. Ευκολίες σι λεω τώρα μωρή γειτόνσα, ας ειν καλά η πρόεδρος η Μανόλς που μας έβαλε κεραίες και ταψιά στου χωριό"...
ΚΑΙ έγινε λοιπόν η Κωστάντω... Ντίνα! Και η Μαριγούλα, Γιούλα! Και η δυνατή φωνή της ψηλά από την μαγούλα, δεν ακούστηκε ποτέ πια. Πήρε και "μπλουτούθ" η καψερή, μιλάει όλη μέρα με το "απεριόριστο» στο κινητό - γλώσσα δεν βάζει μέσα - άσε που ο Μήτσος τις περισσότερες φορές τρώει καμένο το φαγητό...
ΚΑΙ μετά ήρθε φουριόζα η τεχνολογία και έφερε τα πάνω κάτω στα χωριά με τις μαγούλες, τις βουνιές και τα ζωντανά, ήρθε και στις πόλεις νωρίτερα και κατέστρεψε την αγνότητα και την ηρεμία μιας εποχής που διακρίνονταν από τις αξίες και τον δεσμό της οικογένειας και τη ζεστασιά της μικρής κοινωνίας, εκείνη την ομορφιά της παλιάς γειτονιάς. Όπου μαζεύονταν όλες οι χωριανές στο πεζούλι και σχολίαζαν τις άλλες που απουσίαζαν. Εκεί μάλωναν, εκεί τα εύρισκαν, εκεί παντρολογούσαν τα παιδιά και τα ανήψια τους, εκεί ύφαιναν τα όνειρα, έκλαιγαν στις λύπες και γελούσαν στις χαρές, εκεί έκαναν ...τα πάντα όλα!
ΤΩΡΑ, θα πει κανείς γιατί τα γράφεις όλα αυτά, τι θες και γυρνάς σε πράγματα που έζησαν μόνο οι «μιας κάποιας ηλικίας»! Αλλά να, καθόμουνα τις προάλλες και παρατηρούσα μια παρέα πέντε - έξι νεαρών, που δεν είχαν γεννηθεί ακόμα όταν εγώ ήμουνα κοντά στα «ήντα», πρόσεξα ότι μια ώρα και παραπάνω, ούτε κουβέντα δεν αντάλλαξαν ούτε και βλέμματα μεταξύ τους, αφοσιωμένοι στα πανάκριβα κινητά και τα τάμπλετ τους, ούτε καν τον σερβιτόρο που τους έφερε τις φραπεδιές δεν πήραν χαμπάρι!
ΕΙΝΑΙ «χαμένη» αυτή η γενιά; Όχι βεβαίως. Πανέξυπνη είναι. Με απίστευτες δεξιότητες. Στέλνοντας μηνύματα, μπορεί ταυτόχρονα να τρώει, να διαβάζει, να ντύνεται, να ξυρίζεται, να κλείνει ραντεβού, να απαντάει σε ερωτήσεις, να οδηγεί, ακόμα και να ερωτεύεται! Και στα χωριά; Ακόμα πιο εξελιγμένη αυτή η γενιά. Σιγά μην πάει στο χωράφι να ασχοληθεί με τη γη. Όπως κάνει ακόμα ο πατέρας, που «σταφίδωσε» καταμεσής στο λιοπύρι να μην λείψει τίποτα των κανακάρηδων. Και να έχει από πάνω την κυρά να του λέει όλο εξυπνάδα: Δικά μας παιδιά είναι, δικά μας δημιουργήματα. Τώρα θα πληρώσουμε τα λάθη μας...
Μ´ αυτά και μ´ αυτά, η ζωή κυλάει, φεύγει γρήγορα και δεν ξαναγυρνάει. Έτσι, για τους περισσότερους Έλληνες, εννιά ολόκληρα (μνημονιακά) χρόνια πήγαν χαμένα από τη ζωή μας, τα όνειρα των νέων έχασαν την ελπίδα και την αισιοδοξία και τα γεράματα των «σακατεμένων» στη δουλειά, κατάντησαν εφιάλτης. Τώρα η Μαριγώ και η Κωστάντω δεν επικοινωνούν πλέον ούτε από τη Μαγούλα, ούτε από τα κινητά. Το πεζούλι στα χωριά έγινε μια γλυκιά ανάμνηση και τα σοκάκια έχασαν τον κόσμο τους. Στις πόλεις η απελπισία και η ανεργία χτυπάει κόκκινο, μόνοι αισιόδοξοι οι πολιτικοί στα υπουργεία που νομίζουν ότι φυλάνε Θερμοπύλες και συνεχίζουν να ζεσταίνουν τις καρέκλες...
* Του Χρήστου Τσαντήλα