Αν την εποχή αυτή, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε απαιτήσει, λόγω της απροσχημάτιστης παραβίασης των νωπών τότε ακόμη όρων ανακήρυξης του Αυτοκεφάλου, από το ελληνικό κράτος το σεβασμό του Συνοδικού Τόμου ή είχε προχωρήσει στην ανάκλησή του, είναι βέβαιο ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά στις σχέσεις των τριών πλευρών, Ελληνικού Κράτους - Οικουμενικού Πατριαρχείου - Εκκλησίας της Ελλάδος, και ειδικώς η σχέση των δύο Εκκλησιών θα είχε τεθεί επί τέτοιων βάσεων που, και αν ακόμη δεν αποσοβούσε τους κλυδωνισμούς και τις εντάσεις, θα τους περιόριζε αισθητά.
Μέσα στο πέρασμα των χρόνων, αναμφισβήτητα μία από τις πλέον ταραχώδεις εποχές στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας υπήρξε η περίοδος της επταετούς δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974), η οποία, πέραν των αναπάντητων ερωτημάτων που μέχρι σήμερα έχει αφήσει, κατέλιπε βαθύτατα τραύματα στο Σώμα της Εκκλησίας, που ευκαίρως ακαίρως αιμορραγούν και την ταλαιπωρούν ακόμα και μέχρι τις ημέρες μας.
Την περίοδο αυτή, της επταετίας (1967-1974) στο πεδίο των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, έχει ως αντικείμενο η υπό τον τίτλο «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση» (εκδ. Επίκεντρο, 2017, σσ. 424) προκείμενη πραγματεία του Λαρισαίου θεολόγου εκπαιδευτικού κ. Χ. Ανδρεόπουλου, η οποία απετέλεσε, στην αρχική μορφή της, την εναίσιμη διδακτορική του διατριβή στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. με επιβλέποντα καθηγητή τον Σεβ. Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου κ. Ανδρέα Νανάκη..
Παρότι δε, έχουν γραφεί πολλά και από πολλούς για όψεις και ζητήματα της περιόδου αυτής, για πρώτη φορά όμως επιχειρείται η συνολική και συστηματική περιγραφή και αποτίμηση της περιόδου αυτής σε τόση έκταση και λεπτομέρεια (βλ. αναλυτικώς τον πρόλογο του Ομ. Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ι. Μ. Κονιδάρη, σ. 15-17).
Σκοπός του συγγραφέα, (βλ. σ. 19) είναι η εξέταση, κατανόηση και ανάδειξη των αιτίων και των διαδικασιών, μέσω των οποίων η Εκκλησία της Ελλάδος επηρεάσθηκε, συμμετείχε, έδρασε και επέδρασε στις πολιτικές εξελίξεις υπό το κράτος της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974. Ιδίως δε στο ζήτημα της διαμορφώσεως των σχέσεων Εκκλησίας - Πολιτείας την ταραχώδη εκείνη περίοδο, κεντρική θέση κατέχουν ερωτήματα σχετικά με το «πώς;» και το «γιατί;» οι πολιτειοκρατικές επιδιώξεις της ηγεσίας της δικτατορίας βρήκαν ελεύθερο πεδίο δράσεως στον εκκλησιαστικό χώρο.
Το συγκεκριμένο έργο διαιρείται θεματικά σε τέσσερα (4) μέρη. Στο πρώτο μέρος (σ. 37-66) αναδεικνύονται όψεις των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας προ και κατά την περίοδο της επταετίας με ιδιαίτερη έμφαση στα γεγονότα της ταραχώδους εκκλησιαστικά δεκαετίας του 1960 καθώς και στον ρόλο που διαδραμάτισαν στην κυοφορούμενη αλλαγή οι θρησκευτικές οργανώσεις.
Στο δεύτερο μέρος (σ. 67-281), που είναι και το μεγαλύτερο του έργου, εξετάζονται διεξοδικώς οι πολιτειακές επεμβάσεις στη διοίκηση της Εκκλησίας τόσο σε διοικητικό όσο και σε κανονικό επίπεδο με την υποβάθμιση των ιερών κανόνων έναντι των κρατικών νόμων. Ταυτοχρόνως, παρουσιάζεται ενδελεχώς το χρονικό της διάρρηξης των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο καθώς και τα γεγονότα που οδήγησαν στην παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου Α΄ [Κοτσώνη].
Στο τρίτο μέρος (σ. 283-351) σκιαγραφείται η αναδιαρρύθμιση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, στην οποία με ζήλο επιδόθηκε η δεύτερη φάση της Δικτατορίας υπό τον ταξίαρχο Δημ. Ιωαννίδη και οδήγησε στην εκλογή στον αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών του από Ιωαννίνων Σεραφείμ [Τίκα], ο οποίος παρά τις φιλότιμες προσπάθειες θεραπείας των πληγών της προηγούμενης περιόδου, βαρύνεται με το ζήτημα των λεγόμενων «ιερωνυμικών» Ιεραρχών που ταλάνισε την Εκκλησία επί μακρόν, αφού συνεχίστηκε σχεδόν έως και τις ημέρες μας.
Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος (σ. 353-377) αποκρυσταλλώνεται η εικόνα της Εκκλησίας κατά την μεταπολίτευση με κύρια επιτεύγματα της περιόδου αυτής την ψήφιση νέου Καταστατικού Χάρτη (Ν. 590/1977) και την αποκατάσταση των διαταραγμένων σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο μέσω της συνταγματικής και νομοθετικής προστασίας του Τόμου του 1850 και της Πράξεως του 1928.
Ακολουθεί ο συμπερασματικός επίλογος (σ. 379-384) του συγγραφέα, λεπτομερής παράθεση των πηγών και της βιβλιογραφίας (σ. 389-414) στις οποίες ανέτρεξε, ενώ το έργο κατακλείει ευρετήριο ονομάτων (σ. 415-418) και όρων (σ. 419-420). Από τον ανωτέρω επίλογο του συγγραφέα αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς η επισήμανσή του (σ. 383) πως οι ενέργειες τόσο του Ιερώνυμου [Κοτσώνη] όσο και του Σεραφείμ [Τίκα] «…που είχαν την κάλυψη Αναγκαστικών Νόμων, Νομοθετικών Διαταγμάτων και Συντακτικών Πράξεων, υπήρξαν «νόμιμες», όχι, όμως, κανονικές, με αποτέλεσμα τον εκτροχιασμό της Εκκλησίας από την κανονικότητα και, σταδιακά, την πρόκληση και ανάπτυξη εσωτερικής έριδας που χώρισε την Ιεραρχία σε παρατάξεις, σε ομάδες, στους «δικούς μας» και στους «δικούς σας».
Συγκεφαλαιώνοντας, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η προκείμενη πραγματεία αποτελεί μία πρωτότυπη εργασία δεδομένου ότι δεν διστάζει να καταπιαστεί με ένα θέμα που πενήντα χρόνια μετά εξακολουθεί να αποτελεί «σημείον αντιλεγόμενον» και να παρουσιάζεται συνήθως μονομερώς και ανεπαρκώς προκειμένου να εξωραϊστούν ή να καταδικαστούν πρόσωπα, καταστάσεις και ενέργειες της περιόδου αυτής.
Ο συγγραφέας με την εναργή και λεπτομερή από νομοκανονικής και θεολογικής πλευράς ανάπτυξη του υλικού του αφενός μεν δεν διεκδικεί δάφνες απόλυτης και αποκλειστικής αλήθειας, αφετέρου δε προσφέρει εφαλτήριο περαιτέρω αναζητήσεων για όποιον επιθυμεί να εμβαθύνει με μεθοδικότητα και επιστημονική συνέπεια, όπως και ο ίδιος πράττει, σε μία περίοδο της νεότερης εκκλησιαστικής και πολιτικής ιστορίας μας η οποία αφήνει, όσο μάλιστα παρέρχεται ο χρόνος, πολλά περιθώρια ακόμη για να αποκωδικοποιηθούν και να προβληθούν πτυχές της, που έως σήμερα παραμένουν ανέγγιχτες.
Στην κατεύθυνση αυτή είναι απολύτως εύστοχη η επισήμανση του καθηγητή κ. Ι. Μ. Κονιδάρη (όπ. π., σ. 16) πως «Η άρτια και λεπτολόγος συγκέντρωση του υλικού, η αναλυτική εκδίπλωσή του, η παρουσίαση όλων των έως σήμερα εξενεχθεισών απόψεων επιμέρους ζητημάτων και η κριτική θεώρησή τους, με οξυδέρκεια και ευθυκρισία, αποτελούν ένα εγχείρημα το οποίο απαιτεί μεγάλη επιμέλεια, άριστη γνώση του πλήθους των πηγών και της βιβλιογραφίας, εδραία επιστημονική κατάρτιση και αντικειμενική κρίση».
Του Γεωργίου Κ. Ιατρού*
* Ο κ. Γεώργιος Κ. Ιατρού, είναι δικηγόρος Πατρών, Δρ. Εκκλησιαστικού Δικαίου Ε.Κ.Π.Α. Το άρθρο του αυτό δημοσιεύεται στην επιστημονική Επιθεώρηση Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου «Νομοκανονικά», τευχ. 2/2017, εκδ. Σάκκουλα