Στην πιο «εύφλεκτη» περιοχή του πλανήτη, τη Μέση Ανατολή, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επέλεξε να ανάψει ξανά το φιτίλι που σιγοκαίει εδώ και εβδομήντα χρόνια (από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ), καθώς προχώρησε στην αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του ισραηλινού κράτους, ενέργεια που προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Παλαιστινίων αλλά και, όπως φαίνεται, ολόκληρου του μουσουλμανικού κόσμου.
Τα κίνητρα της απόφασής του, προφανώς σχετιζόμενα με την ικανοποίηση τμήματος ψηφοφόρων του, των ευαγγελικών χριστιανών (είναι γνωστή άλλωστε η «προσήλωση» των τελευταίων στο όραμα της συγκέντρωσης όλων των Εβραίων στο Ισραήλ πριν από την Ημέρα της Κρίσης), εναρμονίζονται με εκείνα του προκατόχου του Τζορτζ Μπους του νεότερου, ο οποίος το 2003 αποφάσισε να επέμβει στο Ιράκ για να ελέγξει όπλα μαζικής καταστροφής που ποτέ δεν αποδείχτηκε ότι είχε στη διάθεσή του ο Σαντάμ Χουσεΐν…
Το αποτέλεσμα της αμερικανικής εμπλοκής στο Ιράκ εκείνη την εποχή, όπως και η ανάμιξη των δυτικών στα εσωτερικά άλλων χωρών της Μέσης Ανατολής λίγα χρόνια αργότερα, το 2008, στη διάρκεια της πολλά υποσχόμενης «αραβικής άνοιξης» ήταν το ίδιο: ισλαμικές δικτατορίες διατηρήθηκαν στις περισσότερες χώρες της περιοχής, ενώ ο τερματισμός των εξεγέρσεων συνοδεύτηκε από ισχυρές εκρήξεις βίας και τρομοκρατίας και εκδήλωση ακραίων αντιδυτικών αισθημάτων.
Στην ταραγμένη αυτή περίοδο της ιστορίας των λαών της Μέσης Ανατολής μπορεί ίσως να εντοπίσει κανείς τις απαρχές του λεγόμενου «Ισλαμικού Κράτους», το οποίο άρχισε να δραστηριοποιείται στην περιοχή αλλά και αλλού από το 2014.
Ο Τραμπ, λοιπόν, επανέλαβε το λάθος του Μπους, καθώς ανέτρεψε την πολιτική ίσων αποστάσεων απέναντι σε Ισραηλινούς και Παλαιστινίους που διατηρούσε ο Μπαράκ Ομπάμα στη διάρκεια της προεδρίας του, αν και ουσιαστικά και εκείνη η πολιτική απέβη ατελέσφορη ως προς την επίλυση του Παλαιστινιακού ζητήματος.
Συνεπώς, η δημιουργία ενός ανεξάρτητου και βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας συνεχίζει να «λιμνάζει». Έτσι, για την Ιερουσαλήμ, πόλη με ιδιαίτερο συμβολισμό για χριστιανούς, εβραίους και μουσουλμάνους, διαρκώς ερίζουν Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι προσδοκώντας να αποτελέσει κάποτε η πόλη αυτή την πρωτεύουσα των κρατών τους.
Από τη στιγμή όμως που ο Ντόναλντ Τραμπ δεν φαίνεται διατεθειμένος να συνδράμει στη δίκαιη επίλυση του Παλαιστινιακού, για την οποία προσπάθησε αρκετά το 2000 ο Μπιλ Κλίντον αλλά τελικά δεν τα κατάφερε, γιατί άραγε επιχειρεί να δυναμιτίσει την ατμόσφαιρα στην «επικίνδυνη» αυτή περιοχή του πλανήτη;
Η επιδίωξη πρόσκαιρου πολιτικού κέρδους μέσω «εμπρηστικών» δηλώσεων για επικείμενη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην ισραηλινή Ιερουσαλήμ είναι βέβαιο πως θα αποβεί «μπούμερανγκ» για τον ίδιο τον Τραμπ, υπό το βάρος των αντιδράσεων τόσο στο εσωτερικό της χώρας του όσο και διεθνώς.
Κι αυτό γιατί η αμερικανική πολιτική σκηνή δεν στερείται ακόμη παντελώς προσωπικοτήτων που όχι μόνο δεν ενστερνίζονται τις εξουσιαστικές διαθέσεις του προέδρου Τραμπ αλλά κυρίως κατανοούν σε ποιο σημείο οδηγήθηκαν οι ΗΠΑ στην πρόσφατη ιστορία τους εξαιτίας της εμπλοκής τους, στρατιωτικής ή διπλωματικής, στα πράγματα των λαών της Μέσης Ανατολής.
Οι νουνεχείς αυτοί πολιτικοί άνδρες οφείλουν να «διορθώσουν» και να συγκρατήσουν τον Αμερικανό πρόεδρο από το να πραγματοποιήσει τα λεγόμενά του, προτού η οργή των Παλαιστινίων στα κατεχόμενα εδάφη της Δυτικής Όχθης και στη Λωρίδα της Γάζας καταστεί ασυγκράτητη, με απρόβλεπτες εξελίξεις για ολόκληρη την περιοχή.
Ήδη οι Παλαιστίνιοι σκιαγραφούν τον Τραμπ ως «διάβολο» και εκφράζουν ανησυχία ότι είναι ικανός να μετατρέψει την περιοχή όπου ανεφύησαν τρεις πολυπληθείς παγκόσμιες θρησκείες σε «Κόλαση».
* Του Βασίλη Πλατή, φιλόλογου-δρος Ιστορίας Α.Π.Θ.