Πώς θα μπορέσω να συνταιριάξω τους δυο τούτους στρατευόμενους μέσα μου προγόνους, τη φωτιά και το χώμα; αναρωτιέται ο Ν. Καζαντζάκης, γεμάτος αγωνία για την επικείμενη «σύγκρουση» ή σύμπλευση. Λίγο παρακάτω, θέλοντας να συμφιλιώσει τις εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις του εαυτού του, σκαλίζει μέσα του και επιθυμεί τη δικαίωση, την αρμονία, την ισορροπία, την ανακωχή: (…) Αγαπούσα το σώμα μου και δεν ήθελα να χαθεί· αγαπούσα την ψυχή μου και δεν ήθελα να ξεπέσει· μάχουμουν να φιλιώσω τις δυο αυτές αντίδρομες κοσμογονικές δυνάμεις, να νιώσουν πως δεν είναι οχτροί, είναι συνεργάτες…
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννιέται στις 18 Φεβρουαρίου 1883 στο Ηράκλειο της Τουρκοκρατούμενης Κρήτης, σε μια εποχή, όπου οι απανωτές επαναστάσεις των ηρωικών Κρητών, το 1821, 1831, 1866, 1879, ατσαλώνουν το πείσμα και δυναμώνουν τη θέληση για λευτεριά. Το λέει και ο ίδιος, εξ άλλου, με χαρακτηριστική ειλικρίνεια: (…) Με το να γεννηθώ Κρητικός, (…) ένιωσα από μικρό παιδί πως (…) υπάρχει ένα αγαθό πιο πολύτιμο από τη ζωή, πιο γλυκό από την ευτυχία, η λευτεριά… Αργότερα, στον ξεσηκωμό του 1897, βρίσκεται στη Νάξο για να συνεχίσει το σχολείο, παίρνει γράμμα από τον πατέρα του, που λέει: «Εγώ πολεμώ τον Τούρκο, (…) πολέμα κι εσύ (…) Μη ξεχνάς πως είσαι Κρητικός, το μυαλό σου είναι της Κρήτης, ακόνιζέ το όσο μπορείς, να βοηθήσεις με το μυαλό σου την Κρήτη να λευτερωθεί. Τουφέκι είναι κι αυτό… Το ίδιο θα νιώσει ο Καζαντζάκης όταν, ένας γερο-καπετάνιος, επαινεί τον πατέρα του, λέγοντας: - Παληκάρι είναι ο κύρης σου, παληκάρι θα γίνεις κι εσύ, θες δε θες! (…) Μιλούσε η Κρήτη (…) αργότερα, ένιωσα, πως είχα μέσα μου μια δύναμη (…) κι αυτή με κυβερνούσε, η Κρήτη.
Αυτός ο εγωκεντρισμός, θα τον ακολουθεί μέχρι το τέλος: «Εγώ είμαι Κρητικός», θα λέει, όπου κι αν βρίσκεται, ωστόσο, βλέπει την Κρήτη, με άλλη ματιά, τη λέει: ζόρικη, αβόλευτη (…) Η Κρήτη έχει κάτι το απάνθρωπο, δεν ξέρω αν αγαπάει τα παιδιά της και γι’ αυτό τα τυραννάει (…) Τα μαστιγώνει ίσαμε το αίμα… Στα 19 του χρόνια φεύγει για την Αθήνα να σπουδάσει Νομικά. Παίρνει το πτυχίο του με άριστα κι ακολουθεί μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, όπου εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή, με τίτλο: «Ο Νίτσε και η φιλοσοφία του Δικαίου» με άριστα και επιστρέφει στην Αθήνα. Αρχίζει να γράφει, τελειώνει το πρώτο του έμμετρο δράμα, «Ο Πρωτομάστορας», το οποίο μελοποιεί ο μουσουργός Μανώλης Καλομοίρης· παντρεύεται τη Γαλάτεια Αλεξίου, κατατάσσεται εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους και γνωρίζεται με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, με τον οποίο, αργότερα, επισκέπτονται το Άγιο Όρος. Από τότε, θα ψάχνει να βρει τον θεό του. Δεν θα τον βρει, αφού «ευαγγελίζεται ένα θεό, που στο κράτος του, μπορεί ο ταπεινός ν’ αναπνεύσει λεύτερα…» (…) Ο θεός μου είναι όλο λάσπη, αίματα, επιθυμίες, οράματα. Δεν είναι ο αγνός, ο άσπιλος παντοδύναμος, πάνσοφος, δίκαιος, πανάγαθος. Δεν είναι φως».
Στην «Ασκητική», που θα γράψει αργότερα, θα σκιαγραφήσει το πρόσωπο του θεού του, κι ενώ αναγνωρίζει πως (…) ο Χριστός είναι ένα από τα πρόσωπα της Απρόσωπης φοβερής Δύναμης, όμως, δεν χωρώ -θα πει- στο πρόσωπο αυτό». Άνθρωπος των παθών, ο Καζαντζάκης, θα μιλήσει για πρωτόγονα πάθη που τον κυριεύουν, (ο φόβος, ο αγώνας να νικήσει το φόβο, η λευτεριά και άλλα δύο καινούργια (…) Η ομορφιά και η δίψα για μάθηση, να διαβάζω, να μάθω, να δω τις μακρινές χώρες, να πονέσω, να χαρώ…
Μπαίνει στην πολιτική, διορίζεται Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Περίθαλψης και ταξιδεύει στον Καύκασο για να μεταφέρει τις χιλιάδες των Ελλήνων στην Ελλάδα. Ταξιδεύει στην Ευρώπη, στις χώρες της Εγγύς Ανατολής, την Κίνα κι επιστρέφει στο νησί του, την Κρήτη, για προσκύνημα· σκύβει στο χώμα της, παίρνει στη χούφτα του ένα σβώλο της και τον κουβαλάει σε όλα τα ταξίδια του: (…) Σφίγγω ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου· το κρατούσα πάντα μαζί μου σε όλες τις περιπλάνησες και στις μεγάλες μου αγωνίες, το’ σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη… Στην «Οδύσσειά» του, των 33.333 στίχων, χρησιμοποιεί 7.500 καινούργιες λέξεις (νεολεξίες), που δεν υπάρχουν πουθενά και θα αποτελέσει το «Ευαγγέλιο» της φλογισμένης ψυχής του.
Με την πολιτική θα ξαναασχοληθεί το 1945. Γίνεται υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Σοφούλη, παραιτείται ύστερα από ενάμισυ μήνα και η Ακαδημία Αθηνών τον εκλέγει μέλος της. Γνωρίζει την Ελένη Σαμίου, την κατοπινή 2η σύζυγό του, με την οποία ταξιδεύουν ασταμάτητα. Παίρνει εικόνες για τα περίφημα «Ταξιδεύοντας» και γράφει τα αριστουργήματά του (Καπετάν Μιχάλης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Ο Τελευταίος πειρασμός, Ο Φτωχούλης του θεού κ.ά).
Τον απασχολεί ο Χρόνος, γιατί δεν τελειώνει εδώ το χρέος. Τον ενοχλεί όταν βλέπει τους άλλους να σπαταλούν τον χρόνο τους, και γίνεται ικέτης (…) Μου ‘ρχεται ν’ απλώσω το χέρι, σαν ζητιάνος. «Κάμετε ελεημοσύνη Χριστιανοί (…) μια ώρα, δυο ώρες, ό,τι προαιρείστε…
Ακούει τη φωνή της γήινης συνείδησής του και αυστηρά, ρωτάει τον εαυτό του: «Έκαμες αυτό που σου μπιστεύτηκα; Δώσε λογαριασμό».
Του αρνιούνται το βραβείο Νόμπελ, -αλλά του δίνουν το βραβείο Ειρήνης,- αφού πολεμήθηκε από συναδέλφους του, πολιτικούς και θρησκευτικούς παράγοντες της εποχής κι αυτό τον πικραίνει πολύ, αλλά, η χαρά δεν αργεί. Το 1957, το έργο του, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», γίνεται κινηματογραφική ταινία, η οποία προβάλλεται στο Φεστιβάλ των Καννών, παρουσία του ιδίου του Καζαντζάκη… Στην επιστροφή από ένα ταξίδι του στην Κίνα (Ιούνιος ‘57), αρρωσταίνει και στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, πεθαίνει.
(…) Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό· βράδιασε πια, τελειώνει το μεροκάματο γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα…
Βοηθήματα
Ν. Καζαντζάκη. Αναφορά στον Γκρέκο σελ. 27, 83, 119, 347, 590. 1961
Ν. Καζαντζάκη. Ο Καπετάν Μιχάλης 1961
Ο Καζαντζάκης μιλάει για το θεό. 8 επιστολές Μίνωας σελ. 84,97
Νικηφόρου Βρεττάκου. Η αγωνία του και το έργο του Βιβλιοαθηναϊκή
Έλλη Αλεξίου. Για να γίνει μεγάλος 2016 ΒΗΜΑ
Will Duran. Εκφραστές της ζωής τ. Β’ Μπεργαδής σελ. 524
Πάτροκλος Σταύρου: Χρονολόγιο της ζωής και του έργου του. 7 ημέρες 2 Νοεμβρίου ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Περικλή Καλοδίκη. Η Νεοελληνική λογοτεχνία τ. 3 σελ. 296 Gutenberg 1997
Επιμέλεια: Τάσου Πουλτσάκη