Ως γνωστόν, από τους 75.000 περίπου εισερχομένους στα ΑΕΙ/ΤΕΙ μόνο ένα μικρό ποσοστό επιτυγχάνει σε σχολή της πρώτης του προτίμησης. Αυτό σημαίνει ότι η πλειονότητα των φοιτητών μας σπουδάζει σε αντικείμενα πέρα και έξω από τα πραγματικά τους ενδιαφέροντα. Δηλαδή το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο (κυρίως) εκπαιδευτικό μας σύστημα αδυνατεί να αναγνωρίσει τις δεξιότητες και τα ταλέντα των μαθητών ώστε να τους εκπαιδεύσει κατόπιν με βάση αυτά τα ταλέντα.
Επιπροσθέτως, δεν υφίσταται, εκ μέρους των Τριτοβάθμιων Ιδρυμάτων, μια καλά σχεδιασμένη και καλά οργανωμένη υποδοχή των νέων σπουδαστών ώστε αυτοί να ενσωματωθούν ομαλά στο καινούργιο περιβάλλον. Αντί αυτού θα βρουν μπροστά τους πάγκους και εκπροσώπους των φοιτητικών παρατάξεων, οι οποίοι βρίσκονται εκεί για να «ψαρέψουν» πελατεία, κάνοντας τις δικές τους «εγγραφές». Έτσι θα εμφανίζουν περισσότερα «κουκιά» στις ποικίλες εκλογικές διαδικασίες του φοιτητικού κινήματος και με αυτό τον τρόπο κάποιοι από αυτούς θα κάνουν καριέρα στην πολιτική ή και αλλού.
Οι κομματικοί-παραταξιακοί εκπρόσωποι ας κάνουν τη δουλειά τους. Το ερώτημα είναι γιατί οι φοιτητές, παλαιοί και νέοι, δέχονται να τροφοδοτούν με «ενέργεια» τις κομματικές-φοιτητικές παρατάξεις αντί να αφοσιώνονται στις σπουδές τους. Γιατί, δηλαδή, δέχονται να μετατραπούν σε αναλώσιμη πρώτη ύλη, προσφέροντας ισχύ σε πρόσωπα (ή και σχήματα) τα οποία, προσχηματικά και μόνο, προτάσσουν το ΕΜΕΙΣ, ενώ, αποκλειστικώς, σχεδόν, τροφοδοτούν το ελλειμματικό τους ΕΓΩ.
Ασφαλώς και πρέπει να υφίσταται οργανωμένο φοιτητικό κίνημα με αντικείμενο τα αμιγώς φοιτητικά θέματα και την επίλυση των πολλών προβλημάτων που υπάρχουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δεν γίνεται, όμως, δεκτό ο κομματικός πατριωτισμός να είναι ο οδηγός της δράσης του και να αναλώνεται σε ατέρμονες αντιπαραθέσεις πάνω στα μεγάλα διεθνή θέματα που, ούτως ή άλλως, δεν μπορούν να επιλυθούν στα φοιτητικά αμφιθέατρα.
Είναι αλήθεια ότι το σαράκι του κομματισμού, ως ιδιοτελής πρακτική, εισχώρησε σε κάθε έκφανση της κοινωνικής μας ζωής. Ήρθε, δηλαδή, και επικάθισε στους «αρμούς» μιας βαλκάνιας χώρας και την καθόρισε. Έκαψε, σχεδόν, κάθε ελπίδα της για έξοδο από τη δίνη των πελατειακών σχέσεων, της αναξιοκρατίας, της εσωστρέφειας και της έλλειψης οράματος για μια καλύτερη πορεία. Αυτό ισχύει ακόμη και στα Πανεπιστήμια όπου από τον αυταρχισμό, παλαιότερα, των Καθηγητών-αυθεντιών φτάσαμε στον αντίποδα: στον οργανωμένο «ετσιθελισμό» ομάδων σπουδαστών που διακόπτουν τις παραδόσεις μαθημάτων, εκφοβίζουν και προπηλακίζουν εκπαιδευτικούς οι οποίοι δεν υποτάσσονται κοκ.
Επιπλέον, οι κομματικές οργανώσεις νεολαίας στα Πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ με την συνθηματολογία και τον απλουστευτικό τους λόγο επέβαλαν, επί μακρόν, και ακόμη επιβάλλουν τις λογικές τους στο φοιτητικό πληθυσμό (π.χ. της ήσσονος προσπαθείας) υπονομεύοντας, σε πολλές περιπτώσεις, τις όποιες απόπειρες ανάπτυξης επιστημονικού διαλόγου και προβληματισμού.
Έτσι, στους πανεπιστημιακούς διαδρόμους, αντί για επιστημονικές ανακοινώσεις, κυριαρχούν τα αλλεπάλληλα στρώματα παραταξιακών αφισών ενώ οι κοινόχρηστοι χώροι είναι γεμάτοι με τραπεζάκια υπερφορτωμένα με κομματικό υλικό. Φυσικά ούτε λόγος για ουσιαστική διακίνηση ιδεών πέρα από τις κραυγές και το «θέατρο» της πόλωσης στα αμφιθέατρα που ταΐζει τον «οπαδισμό» και την περιχαράκωση.
Εξάλλου δεν είναι απαραίτητο να επισκεφθεί κάποιος τα φημισμένα Πανεπιστήμια της Δύσης για να παρατηρήσει αυτές τις «εξωτερικές» διαφορές από τα δικά μας. Διαφορές που αντανακλούν, όμως, και στην ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Σε χώρες κατά πολύ φτωχότερες από την Ελλάδα της κρίσης, όπως είναι η Λιθουανία, η Λεττονία, η Εσθονία, η Βουλγαρία κλπ θα διαπιστώναμε πολύ εύκολα ότι εκεί οι πανεπιστημιακοί χώροι αντιμετωπίζονται και λειτουργούν ως πνευματικά ιδρύματα ενώ οι δάσκαλοι και οι φοιτητές αφήνονται απερίσπαστοι να παράγουν έργο χωρίς να «χτίζονται» τα γραφεία τους.
Σήμερα, οι γενικότερες συνθήκες επιβάλλουν ορθολογικές επιλογές, καλύτερη οργάνωση και εκσυγχρονισμό σε όλα τα επίπεδα της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και αξιοκρατία. Τα «τέκνα» του κομματισμού στη χώρα μας, δηλαδή τα εκφυλιστικά φαινόμενα όπως η ημετεροκρατία, ο φαβοριτισμός, οι φαύλες διοικήσεις, οι συναλλαγές, η αδιαφάνεια, η έλλειψη αξιολόγησης και τόσα άλλα θα πρέπει να εκλείψουν. Διότι είναι ζήτημα επιβίωσης για τη χώρα καθώς τέτοια φαινόμενα δεν είναι συμβατά με τις ανάγκες του παρόντος και του μέλλοντός της.
Άλλωστε, το μέλλον-σύμφωνα με τους Acemoglou-Robinson-ανήκει στα έθνη που είναι ευέλικτα και ενσωματώνουν με επιτυχία τις αλλαγές που μειώνουν τις εσωτερικές ανισότητες, που δεν βρίσκονται στα χέρια ληστρικών ελίτ, που υιοθετούν την καινοτομία και αναλαμβάνουν συλλογικά ρίσκα. Όλα αυτά, όμως, προϋποθέτουν ότι η εκπαίδευση σ’ αυτά τα έθνη προάγει την καινοτόμο δράση, τη δημιουργικότητα, την κριτική και αυτοκριτική σκέψη. Ότι ενδυναμώνει το εκπαιδευτικό έργο με την επιβράβευση και τη δημόσια ανάδειξη της αριστείας ως εργαλείου προαγωγής του γενικού συμφέροντος και προωθώντας την αξιοκρατία παντού. Ότι η επιστημονική έρευνα συνδέεται με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας.
Γι’ αυτό το λόγο-κι όπως επανειλημμένως ξαναγράψαμε - θα ήταν "επαναστατική πράξη" και μεγάλη προσφορά στην ελληνική κοινωνία αν τα κόμματα, ως αναγκαίοι θεσμοί του πολιτεύματος, σε ένα διακομματικό consensus, αποφάσιζαν να αποσύρουν τους «στρατούς» τους τόσο από την εκπαίδευση όσο και από τη Δημόσια Διοίκηση, ώστε να αποκατασταθεί η νομιμότητα και οι εύρυθμες λειτουργίες τους. Θα ήταν εξίσου «επαναστατικό» αν τα κόμματα έβαζαν ένα τέλος στην χειραγώγηση της κοινωνικής και οικονομικής μας ζωής από όπου εκπηγάζει και η διαφθορά.
Σε μια τέτοια περίπτωση και με την επικράτηση της κοινής λογικής ως εργαλείου της καθημερινότητά μας είναι εφικτό να δούμε κάποια στιγμή, τον «θάνατο» του κομματισμού και των ολέθριων συνεπειών του. Αυτό το γεγονός είναι βέβαιο πως θα συνέβαλε στο να απελευθερωθούν θετικές και δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής νεολαίας-τόσο στο Πανεπιστήμιο όσο και έξω από αυτό-οι οποίες θα προσέδιδαν στην κοινωνία μας δυναμική και εξωστρέφεια αναβαθμίζοντας ασφαλώς και την ποιότητα της Δημοκρατίας μας.
Του Δημήτρη Νούλα
* O Δημήτρης Νούλας είναι χημικός