Πρώτα-πρώτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αφότου εισήλθαν στα σπίτια μας και στη ζωή μας, εν γένει, η τηλεόραση και τα προϊόντα του διαδικτύου, υποχώρησε, σταδιακά και σε μεγάλο βαθμό, ο συντηρητισμός και η σεμνοτυφία της κοινωνίας μας, η οποία ανέχεται, πλέον, να λέγονται και να γίνονται, εν τω φανερώ, πράγματα αδιανόητα για το χθες και έπαυσε να φέρνει ο πελαργός τα νεογέννητα. Γι’ αυτό και η σεξουαλική αγωγή των παιδιών, που, μέχρι πρότινος, θεωρούνταν ταμπού και αφήνονταν στο έλεος της τύχης και με τη φύση μόνη της να μιλά γι’ αυτή μέσω των εικόνων, που εξέπεμπε το ζωικό της βασίλειο, θεωρείται, πλέον, απ’ τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων επιβεβλημένη, προκειμένου να είναι σε θέση τα παιδιά να προστατεύουν τη σεξουαλική τους ζωή απ’ τις κακοτοπιές.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι η σεξουαλική αγωγή καλύπτει μια ευρεία γκάμα θεμάτων, άκρως ενδιαφερόντων, και όχι μόνο, αν έχουμε το δικαίωμα να διαθέτουμε το σώμα μας, όπως μας αρέσει. Εν τούτοις, η συζήτηση, που άνοιξε, και μάλιστα όχι τυχαία θα έλεγα, περιστρέφονταν, κατά βάση, γύρω απ’ αυτό το θέμα αφήνοντας όλα τα άλλα στο περιθώριο.
Στη συζήτηση αυτή συγκρούονταν, ουσιαστικά, δύο βιοθεωρίες ∙ αυτή του χριστιανισμού, που ασπάζεται η Εκκλησία και το πλήρωμά της και η οποία θέτει όρια στη σεξουαλική ζωή, και αυτή του υλιστικού ευδαιμονισμού, που επιτρέπει τα πάντα επικαλούμενη ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, και την προωθούν κύκλοι του Υπουργείου Παιδείας κάνοντας το χατίρι μιας οργανωμένης μειοψηφίας, που δε θέλει να νιώθει ενοχές γι’ αυτό, που κάνει. Η μεν πρώτη, επειδή θεωρεί το φθαρτό μας σώμα δημιούργημα του Θεού και ναό της αθάνατης ψυχής μας, και επειδή διδάσκει ότι «ο Θεός άρσεν και θήλυ εποίησεν τον άνθρωπον», θεωρεί την έλλειψη σεβασμού προς το σώμα μας και τη διδασκαλία στο σχολείο παρά φύσιν συνηθειών ως φυσιολογικών ανεπίτρεπτη.
Η δεύτερη, αντίθετα, προωθεί την άποψη, ότι το φύλο διακρίνεται σε βιολογικό, που είναι εμφανές, αλλά και σε κοινωνικό, που επιδέχεται επιλογή, και γι’ αυτό πρέπει να βοηθιούνται τα παιδιά να το ανακαλύπτουν χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ φυσιολογικών και παρά φύσιν έξεων, αφού, κατ’ αυτήν, στη σεξουαλική ζωή επιτρέπονται τα πάντα. Και επειδή το σώμα μας ανήκει, μπορούμε, λέει, να το διαθέτουμε, όπως μας αρέσει.
Όσο για μένα τώρα ∙ επειδή χρέος της Πολιτείας και των εχόντων την ευθύνη για αγωγή και εκπαίδευση των παιδιών είναι να τα αρματώνουν με αξίες και σταθερές, προκειμένου να μην πελαγοδρομούν αλλά και να βρίσκουν εύκολα το δρόμο τους χωρίς τον κίνδυνο να πέφτουν εύκολα θύματα επιτηδείων ∙ επειδή τα παιδιά αποτελούν καρπό μόνο ετερόφυλων ζευγαριών και ως εκ τούτου το καλύτερο περιβάλλον, που δικαιούνται, για ισορροπημένη ανάπτυξη είναι είτε αυτό των φυσικών τους γονιών είτε αυτό, που διαθέτει ετερόφυλη μάνα και πατέρα ∙ επειδή το δημογραφικό τείνει να γίνει, αν δεν έχει, ήδη γίνει το υπ’ αριθμό ένα πρόβλημα της χώρας, ενώ τα διαζύγια δίνουν και παίρνουν δημιουργώντας, εκτός των άλλων, πληθώρα προβλημάτων σε παιδιά, που υφίστανται τις συνέπειές τους ∙ επειδή με την υπάρχουσα νομοθεσία, ούτως ή άλλως, είμαστε ελεύθεροι όλοι μας να κάνουμε τις επιλογές μας αλλά και να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας: τάσσομαι, μεν αναφανδόν, υπέρ της σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία αλλά όχι όπως την αντιλαμβάνονται κύκλοι και παράγοντες του Υπουργείου Παιδείας, γιατί με μαθηματική ακρίβεια αυτή οδηγεί σε κοινωνία Σοδόμων και Γομόρων, η οποία μπορεί, μεν, να προσφέρει ηδονή στους μεγάλους, αλλά, αντί να λύνει, δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα στα παιδιά. Γι’ αυτό θεωρώ τα περί κοινωνικού φύλου εφεύρημα, που εξυπηρετεί τους στόχους, όσων θεωρούν εμπόδιο στη ζωή τους το βιολογικό φύλο αλλά, δεν προσφέρουν, καλές υπηρεσίες στα παιδιά.
Παρόλα αυτά, όμως, στο πλαίσιο της σεξουαλικής αγωγής θεωρώ ότι είναι επιβεβλημένο, εκτός των άλλων, να εξηγούνται οι λόγοι, για τους οποίους υπάρχουν ερμαφρόδιτα παιδιά, έστω λίγα, των οποίων το φύλο δεν προσδιορίζεται ξεκάθαρα στην κοιλιά της μάνας τους, και, γι’ αυτό, πρέπει να βοηθιούνται αυτά τα παιδιά να βρίσκουν το δρόμο τους χωρίς να τα συνοδεύει κοινωνική κατακραυγή.
Τη στάση μου αυτή, την υπαγορεύει η ιδιότητά μου και η ευθύνη μου ως γονιού, παππού και δασκάλου, η χριστιανική μου συνείδηση, που με κάνει να πιστεύω, ότι σκοπός στην προσωρινή επίγεια ζωή μας δεν είναι μόνο, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξουμε, αλλά και η προετοιμασία για τη μέλλουσα, καθώς επίσης, και το δημοκρατικό και φιλελεύθερο φρόνημά μου, που ξέρει ότι και η δημοκρατία και η ελευθερία λειτουργούν με κανόνες και όρια, για να μην καταντήσουν ασυδοσία και αχρηστευθούν.
Από τον Κώστα Γιαννούλα