Ως ο έσχατος κακούργος ο Χριστός, που διήλθε τη ζωή Του ευεργετών και ιώμενος, παρέδωσε το πνεύμα Του στο Θεό-Πατέρα την 3η μ.μ ώρα της Παρασκευής. Της ημέρας κατά την οποία οι Ιουδαίοι έκαναν τις ετοιμασίες τους για το Σάββατο. Γιατί κάθε Σάββατο ήταν γι ’αυτούς ημέρα αργίας. Δεν επιτρεπόταν να εργάζονται. Ιδιαίτερα δε έκαναν ετοιμασίες γι αυτό το Σάββατο, που ήταν το μεγάλο Σάββατο. Ήταν η πρώτη ημέρα του δικού τους Πάσχα.
Καταπτοημένοι οι ένδεκα Μαθητές από τη σύλληψη του Χριστού, είχαν διασκορπισθεί, όπως διασκορπίζεται το κοπάδι, όταν συλληφθεί ο τσοπάνος του. Έφυγαν τρομαγμένοι όπως τα πρόβατα, για να μην κατασπαραχθούν από πειναλέους και αιμοδιψείς λύκους. Έμοιαζαν με απελπισμένους στρατιώτες, που συνέλαβαν τον στρατηγό τους.
Απέφευγαν να κυκλοφορούν στους δρόμους. Τόσο την ημέρα, όσο και τη νύχτα. Και μάλιστα την ημέρα φοβόντουσαν περισσότερο από τη νύχτα. Δεν ήθελαν να γίνουν γνωστοί ούτε να γίνεται λόγος γι ΄ αυτούς. Ήθελαν να ξεχασθούν. Να λησμονηθούν τελείως.
Βαριά η ατμόσφαιρα στα Ιεροσόλυμα τις ημέρες του σταυρικού θανάτου του Χριστού. Βαριές και οι καρδιές των Μαθητών. Τις πίεζε η απαισιοδοξία λόγω της συντριβής των ονείρων τους. Η απογοήτευση λόγω διάψευσης των προσδοκιών τους ότι ο Χριστός ήταν “ο μέλλων λυτρούσθαι τον Ισραήλ ”.
Έτσι τελείωνε το δράμα του Γολγοθά .Μέσα σε αυτό το πνευματικό κλίμα της απογοήτευσης και της απελπισίας των Μαθητών. Και το ερώτημα ήταν επιτακτικό :Τι θα γίνει το νεκρό Σώμα του Χριστού; Θα αποτελέσει βορρά των ορνέων και των σκυλιών; Θα παραμείνει θέαμα οικτρό, όπως συνήθιζαν οι Ρωμαίοι προς παραδειγματισμό του λαού; Πως θα εφαρμοσθεί η διάταξη του μωσαϊκού νόμου (Δευτ. 21,33), που όριζε να θάπτονται οι νεκροί;
Μέσα σε αυτό το βαρύ κλίμα του θανάτου και της απελπισίας λάμπει μια ακτίνα φωτός. Ακτίνα, που έρχεται να διαλύσει τα μαύρα σύννεφα της κατήφειας και να χαρίσει ελπίδα. Είναι οι θαρραλέες, οι γεμάτες αγάπη για το Χριστό ευγενικές μορφές των δύο κρυφών μαθητών του Χριστού, του Ιωσήφ και του Νικόδημου. Ήταν μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου , που συγκέντρωνε τη θρησκευτική και πολιτική εξουσία στο θεοκρατικό Ισραήλ.
Ο Ιωσήφ, ο “ευσχήμων” βουλευτής, το σημαίνον πρόσωπο της ιουδαϊκής κοινωνίας, δεν λησμόνησε το Χριστό. Αλλά προσήλθε στον Πιλάτο “οψίας γενομένης”, (κατά το δειλινό της Παρασκευής), και ζήτησε την άδεια να θάψει το Σώμα Του Χριστού .
Ήταν μεγάλο το τόλμημα του Ιωσήφ. Ζήτησε από το Ρωμαίο Διοικητή της Παλαιστίνης το Σώμα ενός επαναστάτη , που εκείνος προ ολίγου είχε επικυρώσει την απόφασή της θανατικής του ποινής. Ενός κατάδικου εξαιτίας του ότι είχε ανακηρύξει τον εαυτό του βασιλιά.
Δύο ήταν οι κατηγορίες για την καταδίκη του Χριστού. Η μία θρησκευτική , ότι είναι Υιός Θεού και η άλλη πολιτική, ότι είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων. Αυτή την αιτία καταδίκης του Χριστού εις θάνατο δήλωνε και η επί του Σταυρού επιγραφή, που ήταν γραμμένη “γράμμασιν Ελληνικοίς και Ρωμαϊκοίς και Εβραϊκοις ”, δηλωτική των τριών κυρίαρχων τότε πολιτισμών.
Ο Πιλάτος ζήτησε να βεβαιωθεί για το θάνατο του Χριστού από το Ρωμαίο αξιωματικό, τον κεντυρίωνα ή εκατόνταρχο (βαθμό ανάλογο προς το σημερινό λοχαγό), ο οποίος ήταν κάτω από το Σταυρό μαζί με τέσσερις στρατιώτες. Και σαν βεβαιώθηκε για το θάνατό του, έδωσε τη σχετική άδεια στον Ιωσήφ, ο οποίος ,μαζί με το Νικόδημο, έθαψε το Σώμα του Χριστού .
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μάλιστα αναφέρει και τη λεπτομέρεια πως ένας από τους στρατιώτες που ήταν κάτω από το Σταυρό “λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ” (Ιω. 19,34), που έχει ιδιαίτερη θεολογική σημασία.
Μεγάλη αγάπη και τόλμη για το Χριστό έδειξαν και οι Μυροφόρες γυναίκες, που έλαμψαν και αυτές ως φωτεινά μετέωρα μέσα στο πυκνό σκοτάδι της δειλίας και αγνωμοσύνης. Παρέμειναν κοντά στο Χριστό τις πιο κρίσιμες στιγμές του Πάθους Του και ανέλαβαν να εκτελέσουν το καθήκον των συγγενών του νεκρού. Να αρωματίσουν τον Τάφο. Αγόρασαν το απόγευμα της Παρασκευής πολύτιμα αρώματα. Και σαν πέρασε η μεγάλη ημέρα του Σαββάτου, ημέρα του Πάσχα κατά την οποία απαγορευόταν κάθε κίνηση και εργασία, την επόμενη ημέρα, “Τη μια των Σαββάτων ” (την Κυριακή), κίνησαν “όρθρου βαθέος ” για το Γολγοθά. Δεν τις φόβισε τίποτε .Μόνη τους σκέψη ήταν ποιός θα αποκυλίσει τη μεγάλη πέτρα, που έφραζε την είσοδο του μνημείου .
Έφθασαν στον Τάφο όταν ανέτειλε ο φυσικός ήλιος, το σύμβολο του νοητού Ήλιου της δικαιοσύνης Χριστού. Και αξιώθηκαν τη μεγάλη τιμή και ευλογία να δουν τον κενό Τάφο και να ακούσουν το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως. Το πρώτο “Χριστός Ανέστη”.
Αυτές έλαβαν την εντολή να μεταφέρουν το αναστάσιμο μήνυμα στους Μαθητές “και τω Πέτρω”. Αναφέρεται ονομαστικά ο Πέτρος, για να εννοήσει ότι ο Χριστός έκανε δεκτή τη μετάνοιά του. Αυτές εκόμισαν ακόμη στους μαθητές την υπόδειξη να μεταβούν στη Γαλιλαία , όπου θα δουν το Χριστό καθώς τους είχε προείπει (Μαρκ. 14,28).
Ο Ιωσήφ λοιπόν, ο Νικόδημος και οι Μυροφόρες γυναίκες αξιώθηκαν θείων ευλογιών. Ό,τι δεν αξιώθηκαν οι ένδεκα Μαθητές του Χριστού. Γιατί; Διότι έδειξαν αγάπη και αφοσίωση στο Χριστό , όχι τυχαία. Αγάπη απέραντη , που δες υπολογίζει κανένα εμπόδιο , καμία απειλή, που νικάει τα πάντα. Αγάπη κραταιά και ως ο θάνατος , όπως λέει η Γραφή.
Γι ΄ αυτό παρέμειναν στην ιστορία. Γι ’ αυτό μνημονεύονται στους αιώνες. Και αποτελούν πρότυπα και παραδείγματα για τους πιστούς. Με αυτή την αγάπη τα “φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας ” αντιμετώπισαν αιμοσταγείς τυράννους, παλιότερους και νεώτερους. Και η Εκκλησία αναδείχθηκε νικήτρια στην πάλη Της με τις αντίθεες δυνάμεις. Στην καθαίρεση των οχυρωμάτων του εχθρού .
Από τον Βασίλειο Χ. Στεργιούλη