Όντας εκ φύσεως ανήσυχα πνεύματα έθεταν και υπαρξιακά ερωτήματα και ήταν, ανέκαθεν, επιρρεπείς σε πνευματικές και θρησκευτικές αναζητήσεις, που άφησαν, έντονα πίσω τους, τα ίχνη τους και επηρέασαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη ζωή και τον πολιτισμό τους. Γι’ αυτό και έκαναν αισθητή την παρουσία τους και δεν εξαφανίστηκαν από προσώπου γης.
Εν τούτοις, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, δύο θρησκείες κυριάρχησαν και σημάδεψαν, ουσιαστικά, τον τόπο μας σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, συμβάλλοντας, ταυτόχρονα, στην ομοιογένεια και στην ενότητα του λαού μας∙ το δωδεκάθεο του Ολύμπου, αρχικά, και ο Χριστιανισμός, κατόπιν. Αυτός βρήκε πρόσφορο έδαφος εδώ, γιατί κορυφαίες προσωπικότητες των γραμμάτων της κλασικής αρχαιοελληνικής περιόδου, όπως ο Σωκράτης, λειτούργησαν, εν αγνοία τους, και ως πρόδρομοι του Χριστού προετοιμάζοντας με τις απόψεις τους το έδαφος για σταδιακή αντικατάσταση του πολυθεϊσμού και της ειδωλολατρίας από το μονοθεϊσμό και τη λατρεία του αληθινού Θεού.
Η αντικατάσταση αυτή δεν ήταν, βέβαια, μια εύκολη υπόθεση, αφοί οι επιδράσεις της ειδωλολατρίας ήταν βαθιά ριζωμένες στη συνείδηση του λαού μας, οι δε διωγμοί συνηθισμένη υπόθεση. Με τη συμβολή, όμως, της γλώσσας μας, γλώσσας του Ευαγγελίου, του Αποστόλου των Εθνών Παύλου αλλά και μεγάλων Ιεραρχών, μεταξύ των οποίων και οι γνωστοί μας τρεις Ιεράρχες, που σπούδασαν τα ελληνικά γράμματα και λειτούργησαν ως γεφυροποιοί, ο Χριστιανισμός εδραιώθηκε και κυριάρχησε στην πατρίδα μας χωρίς να αφήσει τίποτε ανεπηρέαστο.
Και επειδή η εκκλησιαστική μας οργάνωση, που εκμεταλλεύτηκαν οι Οθωμανοί, προϋπήρξε της κρατικής μας υπόστασης, η οποία προέκυψε για πρώτη φορά μετά την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού, η κρατική εξουσία και η λειτουργία των θεσμών επηρεάστηκαν από το πνεύμα της Ορθοδοξίας όχι μόνο θεωρητικά και ηθικά αλλά και πρακτικά, γεγονός που αποδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίο άρχοντες και αρχόμενοι , στη μεγάλη μας πλειοψηφία, λειτουργούσαμε και λειτουργούμε στην καθημερινή μας ζωή.
Έτσι, παρόλο που η Πολιτεία και η Εκκλησία διαθέτουν τη δική τους καθεμιά διοικητική οργάνωση και ηγετική πυραμίδα, είναι εμφανέστατη η επιρροή της Ορθοδοξίας στο γράμμα και στο πνεύμα των νόμων, του Συντάγματος μη εξαιρουμένου, αλλά και στην κοινωνική μας ζωή, που είναι οργανωμένη και κινείται, συνεχώς, γύρω από θρησκευτικές γιορτές όπως είναι: τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά με τον Αη-Βασίλη, οι απόκριες, το Πάσχα, ο Δεκαπενταύγουστος, οι εθνικές επέτειοι, που ακουμπούν στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και στην Αγία Σκέπη, η Κυριακάτικη αργία και ο εκκλησιασμός, οι ονομαστικές γιορτές και τα λαϊκά πανηγύρια με επίκεντρο Αγίους, πολιούχους και μη, οι βαπτίσεις, οι γάμοι, ακόμη και οι κηδείες και τα μνημόσυνα και τόσα άλλα, που αφορούν στο οικογενειακό δίκαιο και την ηθική των Ελλήνων.
Σχεδόν το σύνολο, δηλαδή, των κοινωνικών και πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων στη χώρα μας επηρεάζονται από τα δρώμενα της Εκκλησίας, τα οποία εκμεταλλεύονται ποικιλοτρόπως πολλοί και διάφοροι, των πολεμίων της μη εξαιρουμένων, είτε εξοικονομώντας τα προς το ζην είτε θησαυρίζοντας, είτε προβάλλοντας τους εαυτούς τους. Άλλωστε, φώτα και λαμπιόνια, ρεβεγιόν, ανταλλαγή δώρων, καρνάβαλοι, λαμπάδες, οβελίας, ξεφαντώματα, ντυσίματα και τόσα άλλα δημιουργούν μια τεράστια καταναλωτική βιομηχανία.
Τίθεται, γι’ αυτό, το ερώτημα. Αλήθεια! Όσοι προωθούν την ιδέα και πρωτοστατούν στον αγώνα για δήθεν διαχωρισμό της ήδη χωρισμένης διοικητικά Εκκλησίας από το Κράτος επικαλούμενοι την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, λησμονούν το τεράστιο κοινωνικό έργο της Εκκλησίας και πιστεύουν, τάχα ότι στο πλαίσιο αυτού του διαχωρισμού είναι δυνατόν να απαλλαγούμε από όλα, όσα ανέφερα παραπάνω και αποτελούν τη θρησκευτική μας παράδοση; Μήπως νομίζουν ότι αν καταργηθούν τα Θρησκευτικά, η πρωινή προσευχή, ο εκκλησιασμός και οι παρελάσεις των σχολείων ή ακόμα-ακόμα κι αν παύσουν οι κληρικοί να μισθοδοτούνται από το κράτος, όπως συνέβαινε στο πρόσφατο σχετικά παρελθόν, θα επιτευχθεί το ποθούμενο για αυτούς; Μάλλον ξεχνούν ότι ο Χριστιανισμός είναι τρόπος ζωής και ότι, όταν μια θρησκεία και οι πιστοί της νιώθουν διωκόμενοι, αυτοί αφυπνίζονται και επιτυγχάνεται το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αφού η αγωγή των παιδιών δεν εξαρτάται μόνο από το σχολείο αλλά και από την οικογένεια και από την ίδια την Εκκλησία.
Κατά πάσα πιθανότητα, λοιπόν, θα μείνουν με τις ιδεοληψίες τους και ενδεχομένως θα ενισχύσουν με τη συμπεριφορά τους το παραπαίον θρησκευτικό φρόνημα πολλών Ελλήνων θέτοντας τους προ των ευθυνών τους, όσοι, άθεοι και μη, επιδιώκουν την αποχριστιανοποίηση της Ελληνικής κοινωνίας.
Του Κώστα Γιαννούλα