Υποτίθεται ότι, ακόμα μια φορά, η Ελλάδα διαπραγματεύεται με τους εταίρους και δανειστές της ευνοϊκούς όρους για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση. Οι όροι αυτοί ενδεχομένως να μην ήσαν τόσο επαχθείς αν η κυβέρνηση είχε συμφωνήσει πέρυσι, ακόμα και τον περασμένο Δεκέμβριο. Η ουσία είναι ότι, έτσι όπως έφτασαν τα πράγματα, η ελληνική κυβέρνηση πιέζεται να αποδεχτεί δημοσιονομικά και άλλα μέτρα, αρκετά επαχθή ακόμα και για κοινωνικές ομάδες που το σύστημα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πίστευε ότι δεν έχουν πληγεί σοβαρά από τις επιλογές της διακυβέρνησής του. Το ΔΝΤ, κυρίως, ζητεί να μειωθεί δραστικά το αφορολόγητο, επειδή το 50% των φορολογούμενων, σήμερα, δεν καταβάλλουν φόρο εισοδήματος. Επίσης, το ΔΝΤ θεωρεί ότι είναι μεγάλα τα ποσά που καταβάλλει το κράτος προς το ασφαλιστικό σύστημα.
Η κυβέρνηση δεν μοιάζει να βιάζεται. Αντίθετα, οι εκπρόσωποι των δανειστών (πρώην «Τρόικα», νυν «Θεσμοί») επιμένουν να πιέζουν, χωρίς να υποχωρούν στις απαιτήσεις τους. Μερικές φορές, έχει κανείς την εντύπωση ότι τα μέλη της κυβέρνησης απλώς παρίστανται σε αυτό που ονομάζεται διαπραγμάτευση και, απλώς, ροκανίζουν το χρόνο. Χθες, ας πούμε, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και η Έφη Αχτσιόγλου δεν έμειναν ούτε ώρα με τους εκπροσώπους των δανειστών, όπου συζητήθηκαν τα εργασιακά, όπου δηλαδή το ΔΝΤ ζήτησε την υποχώρηση της κυβέρνησης στα εργασιακά και, ιδίως, στον διπλασιασμό των απολύσεων από τις επιχειρήσεις.
Σήμερα αναμένεται να γίνει νέα συνάντηση για τα δημοσιονομικά. Δεν πρόκειται να γίνει τίποτα, είναι βέβαιο. Η κυβέρνηση κωλυσιεργεί. Τι περιμένει;
***
Το ένα σκέλος της κυβερνητικής προσδοκίας είναι ευνόητο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, επί της ουσίας, δεν διαπραγματεύεται ποια μέτρα θα ληφθούν για να αλλάξει η χώρα. Σαν τα στελέχη της να μην ενδιαφέρονται για τις διαρθρωτικές αλλαγές της ελληνικής οικονομίας, χωρίς τις οποίες η χώρα θα βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στην ύφεση, στην αποβιομηχάνιση και στην κατάρρευση της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας.
Το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης κυβέρνησης – «Θεσμών» δεν είναι, λοιπόν, να αλλάξει το μείγμα όσων προέκυψαν στο τελευταίο Eurogroup, αλλά o χρόνος που τα συμφωνηθέντα θα εφαρμοστούν. Στόχος είναι ό,τι συμφωνηθεί να μην εφαρμοστεί από την παρούσα κυβέρνηση αλλά από την επόμενη. Ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος αποκαλεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη «πέμπτη φάλαγγα» των δανειστών, επιδιώκει να συμφωνήσει μείωση συντάξεων και δημοσιονομικά μέτρα που δεν θα εφαρμόσει η κυβέρνησή του αλλά η επόμενη κυβέρνηση – κατά τεκμήριον, δηλαδή, η κυβέρνηση της ΝΔ.
Αλλά αυτό είναι πολιτικό παιχνίδι καταστροφής όχι απλώς του αντιπάλου, αλλά της χώρας. Μια κυβέρνηση με πλειοψηφία μόλις τριών εδρών, κατά τα φαινόμενα ανομοιογενής ιδεολογικά (αν και αυτό δεν είναι πλέον τόσο σίγουρο), ενδιαφέρεται περισσότερο για την εξουσία, παρά για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Επενδύει, λοιπόν, όχι στην επόμενη μέρα της ανάκαμψης, αλλά στην επόμενη μέρα που θα διαιωνιστεί η κρίση, που τα κοινωνικά προβλήματα θα βαθύνουν κι άλλο, ώστε με τον επιθετικό τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τα σύμβολα και τα συνθήματα, να μπορέσει να επιστρέψει στη διακυβέρνηση υπό συνθήκες ακόμα πιο δύσκολες, με τους πολίτες ακόμα πιο κουρασμένους, ακόμα πιο απελπισμένους.
Προσωπικώς, πρώτη φορά βλέπω κυβέρνηση προσκολλημένη στην καρέκλα, ενώ τα αδιέξοδα της πολιτικής της διογκώνονται. Η μοναδική στρατηγική επένδυσή της είναι οι εκλογές της Ευρώπης, στην Ολλανδία, στη Γαλλία και στη Γερμανία. Ως τότε, πιστεύει ότι είναι αδύνατον να ενεργοποιηθεί διαδικασία κυρώσεων κατά της χώρας ή, έστω, διαδικασία Grexit. Και γι’ αυτό θα τρενάρει τη διαδικασία, ελπίζοντας ότι στο μεταξύ θα βρεθεί μια φόρμουλα ενός κάποιου δανεισμού, ώστε να πληρωθούν οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας τον επόμενο Ιούλιο. Κι ύστερα βλέπουμε.
***
Ο βασικός στόχος ενός προγράμματος στήριξης είναι να μπορέσει η χώρα να αποκτήσει ξανά πλήρη πρόσβαση στις αγορές. Εν προκειμένω, η Ελλάδα πρέπει να μπορεί, μετά τα μέσα Αυγούστου 2018, να εξυπηρετεί το χρέος της –χρεολύσια και τόκους– μόνη, χωρίς την καλοσύνη των ξένων. Δανεικά, θα διεκδικεί, αν μπορεί από τις αγορές, αλλιώς πρέπει ό,τι οφείλει να το βγάζει από τον προϋπολογισμό, δηλαδή από τους φόρους. Όπως εξηγεί οικονομολόγος που μελετά τους αριθμούς, από τον Αύγουστο 2018 ως τον Δεκέμβριο 2019 θα χρειασθούν περίπου 24 δισ. ευρώ. Και τα επόμενα τρία χρόνια θα απαιτούνται περίπου 10 δισ. ευρώ ετησίως. Χωρίς στήριξη από τους εταίρους, η Ελλάδα ή πρέπει να μπορεί να δανείζεται από τις αγορές, ή να αφαιρεί το ποσό από τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης (ή να συνδυάζει και τα δύο), ή να πτωχεύσει.
Μπορεί η Ελλάδα να βγει στις αγορές; Είναι αμφίβολο αν θα συμβεί ακόμα και το 2019. Το τρέχον πρόγραμμα, λοιπόν, έχει αποτύχει. Το τρίτο μνημόνιο, το μνημόνιο Τσίπρα έχει αποτύχει. Πάμε είτε για παράτασή του είτε για τέταρτο μνημόνιο. Οι επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης είναι περιορισμένες. Είτε υποχωρεί πλήρως σε όλες τις απαιτήσεις του ΔΝΤ και ταυτόχρονα ζητεί παράταση του Μνημονίου με τους Ευρωπαίους εταίρους, οπότε καταλήγουμε με «Μνημόνιο ΔΝΤ» ως το 2021 και με πρόσθετη χρηματοδότηση από τα υπόλοιπα του τρέχοντος προγράμματος. Είτε προχωρεί με παράταση του προγράμματος (ακόμα και χωρίς το ΔΝΤ), μεταθέτοντας το πρόβλημα για το τέλος του 2019.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση, έτσι όπως το χειρίζεται, προσπαθεί να μην αναδεχθεί εκείνη όλα τα μέτρα. Η διαχείριση του δημοσιονομικού θα είναι μονίμως στο όριο. Τι απομένει; Ό,τι κι αν κάνουν, κάποια στιγμή οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα πέσουν. Ως τότε, η ευρωπαϊστική αντιπολίτευση θα πρέπει να έχει συνεννοηθεί για την επόμενη μέρα. Αν δεν τσιμπήσει τα πολιτικά δολώματα Τσίπρα, είναι ευκαιρία να απαλλαγεί η χώρα μια και καλή από το σύστημα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ – από τον εξουσιομανή λαϊκισμό που παραλύει την οικονομία και εξανεμίζει τις ελπίδες των πολιτών.
Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης