Τούτο διότι ο συνταχθείς μεταπολεμικά καταστατικός χάρτης της Ιταλίας, προς αποφυγή της επανάληψης ενός παραδείγματος τύπου Μουσολίνι, περιόριζε δραστικά τις αρμοδιότητες της κεντρικής διοίκησης, εκχωρώντας τες στα δύο νομοθετικά σώματα (Βουλή και Γερουσία) και τις περιφέρειες του κράτους.
Ως εκ τούτου η πρόσφατη πρόταση συνταγματικής τροποποίησης περιελάμβανε τον περιορισμό των εξουσιών των περιφερειών, τη μείωση του αριθμού των μελών της Γερουσίας και την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση αποκλειστικά από τη Βουλή. Παράλληλα, σε αυτήν συγκαταλεγόταν η πρωτοποριακή διάταξη προληπτικού δικαστικού ελέγχου των νέων εκλογικών νόμων. Ωστόσο, η συγκεκριμένη πρόταση δεν συγκέντρωσε την προβλεπόμενη αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 των δύο νομοθετικών σωμάτων, με συνέπεια η αναθεωρητική διαδικασία να παραμείνει ανολοκλήρωτη. Ο Ιταλός πρωθυπουργός πάντως, για την ολοκλήρωσή της ενεργοποίησε τον αμεσοδημοκρατικό θεσμό της λαϊκής πρωτοβουλίας. Ηγούμενος της αναθεωρητικής διαδικασίας, κατάφερε να συγκεντρώσει άνω των 500 χιλιάδων υπογραφών για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, προκειμένου να αποφαίνονταν οι πολίτες για την οριστική απόρριψη ή μη του σχεδίου του νέου Συντάγματος. Παρέβλεψε όμως τις σχετικές συνέπειες.
Η πρωτοβουλία Ρέντσι κατάφερε από την πρώτη στιγμή να πολώσει τους τελευταίους μήνες την ιταλική πολιτική σκηνή. Όχι μόνο επειδή ο Ιταλός πρωθυπουργός χειραγώγησε τη διαδικασία συγκέντρωσης των απαιτούμενων υπογραφών, δίχως να επιτρέψει την ανάληψη σχετικής πρωτοβουλίας από τους πολίτες, όπως το ορίζουν οι καταστατικές διατάξεις και αρχές του ιταλικού κράτους, αλλά και επειδή δεσμεύθηκε για την υποβολή παραίτησης στην περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος στο διενεργηθέν πια δημοψήφισμα. Τοιουτοτρόπως, κατάφερε να στρατεύσει σύσσωμη την αντιπολίτευση υπέρ του «όχι», επιδιώκοντας την αλλαγή του ιταλικού πολιτικού χάρτη, πολλώ δε μάλλον να καλέσει του Ιταλούς πολίτες να αποφανθούν όχι για το Σύνταγμα, αλλά για το εάν συνεχίζουν να εμπιστεύονται τον ίδιο και την Κυβέρνησή του.
Κατά συνέπεια, η ευρισκόμενη σε συνεχή πτώση δημοφιλία του πρωθυπουργού εξαιτίας των εφαρμοζόμενων μεταρρυθμίσεων στο ιταλικό κράτος, κατέστησε εξ’ αρχής ως αμιγώς στρατηγικό λάθος το δημοψήφισμα. Παρότι στην Ιταλία -εν αντιθέσει με την Ελλάδα- είναι εδώ και δεκαετίες εμπεδωμένοι οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί, από μία λανθασμένη στρατηγική είναι δυνατόν η ψήφος των πολιτών να απαντά σε άλλο ερώτημα από εκείνο που τους τίθεται, όπως και συνέβη. Παράλληλα, παρότι ορίζεται το δημοψήφισμα ως μέσο συνταγματικής αναθεώρησης, είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο οι απλοί πολίτες είναι σε θέση να γνωρίζουν την ουσία των όσων κλήθηκαν να αποφανθούν.
Αντίστοιχα παραδείγματα στη Γαλλία και στην Ολλανδία το 2005 για το Ευρωσύνταγμα, έχουν καταστήσει σαφή την αδυναμία της πλειοψηφίας των πολιτών να αποφασίζουν άμεσα για τόσο σοβαρά και αμιγώς πολιτικά ζητήματα. Στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, άλλωστε, ναι μεν όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, τα ηνία τους και το δικαίωμα του αποφασίζειν όμως βρίσκονται στους νόμιμους αντιπροσώπους που ο ίδιος περιοδικά εκλέγει• διότι θεμελιώδες στοιχείο μιας δημοκρατικής κοινωνίας δεν είναι μοναχά ο αυτοκαθορισμός των μελών της, αλλά και ο ετεροκαθορισμός τους. Ο ετεροκαθορισμός που «συντονίζει, συμπληρώνει και συνάμα αυξάνει τα περιεχόμενα της ελευθερίας ως βασικού δικαιώματος των ανθρώπων»(1).
Κοντολογίς, ακόμη και αν οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί είναι παγιωμένοι σε μια χώρα, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή τόσο για τον τρόπο και τις συνθήκες με τις οποίες διεξάγονται, όσο και για το αντικείμενο με το οποίο καταπιάνονται. Πόσο μάλλον όταν αυτοί άπτονται στην οργάνωση και την λειτουργία της ίδιας της πολιτείας, εθνικής ή υπερεθνικής. Επομένως, το δημοψήφισμα δεν αποτελεί πάντοτε ούτε ενδεδειγμένη ούτε σώφρων επιλογή, ειδικά όταν υπεισέρχεται στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του συντακτικού νομοθέτη. Το τελευταίο, ας το έχει υπ’ όψιν και ο Έλληνας πρωθυπουργός…
(1) Δεσποτόπουλος Κ. (2005), Μηνύματα πολιτικής. Επισημάνσεις και παραινέσεις, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 133.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών