………………………………………..
Ο ποιητής
είναι το πνεύμα της γης που σηκώνεται όταν
γίνεται σκότος και λάμπει όπως ένα
κομμάτι αστραπής σε μεγάλο
ύψος τη νύχτα,
γράφει ο Νικηφόρος Βρεττάκος για το βαρύ φορτίο που κουβαλάει στους ώμους της η ποίηση, το βαθύτερο νόημά της και την ιερή αποστολή του ποιητή.
Στο ποίημά του «Τα θολά ποτάμια», γράφει:
ήρθαμε πάνω σε μονόξυλα βασανισμένων ποταμιών
… Μπροστά μας καθόταν στο θρόνο του πάνω, σαν Πλατυτέρα,
ο Τρόμος!... Κράταε ένα κερί στο χέρι και μας έψαχνε!...
Οι δρόμοι βγάζανε σε θολά ποτάμια. Πέρα, δώθε
τα ρεύματά τους έφτιαχναν στροφές. Ένας ορίζοντας,
παράξενος κρεμότανε πάνω απ` τα βουνά,
γέρνοντας σαν ένα βαρύ κουβάρι από συρματοπλέγματα.
λέει, εκφράζοντας την αγωνία εκείνων των χρόνων και των ανθρώπων του, μπροστά στην απειλή των σκοτεινών δυνάμεων του φασισμού που σκόρπισαν τον όλεθρο. Τότε, που ο λόγος του ποιητή γίνεται πικρός αλλά και ηρωικός και μέσα από τον λυρισμό του, ξεπετιέται το σύνθημα για δράση και αντίσταση. Στο ίδιο ποίημα, λίγο παρακάτω, γράφει ο Βρεττάκος: Στις μέρες μας, τα κρεματόρια έκαιγαν μέρα-νύχτα/πυκνός, λιπώδης, κίτρινος, έβγαινε καπνός…/Βγαίνοντας, έσπασε σε μακριές κολώνες και ξαπλώνονταν/ μες στον ορίζοντα. Έριχνε κάτω σ` όλη τη γης / τον ίσκιο του. Κι ο ίσκιος αυτός ήτανε του Γουίλη / ήταν του Φράνς, ήταν του Πέτρου, ήταν του Στανίσλα / που τους ξανάφερε ο αγέρας κατά την πατρίδα τους! / Και τα ποτάμια πλάταιναν! Και τα ποτάμια μάλωναν!...
Τι φοβερές εικόνες! Μαρτυρικές, φρικιαστικές, αποτρόπαιες. Ένα πραγματικό γεγονός από τα πάρα πολλά που συνέβησαν στην περίοδο της γερμανικής Κατοχής, έδωσε την αφορμή στον ποιητή να γράψει ένα άλλο ποίημα ηρωικού ενθουσιασμού, σαν να ξάνοιξε, αίφνης ο ουρανός της ελευθερίας: «Το παιδί με τη φυσαρμόνικα»
Δεν είναι πια το πολυβόλο που θα κρίνει τη λευτεριά!
Δεν είναι πια οι βασανιστές που θα μας καταλύσουν.
Δεν είναι κείνος που θα βγει να σ` αντιμετωπίσει,
παιδί του αγέρα με τη φυσαρμόνικα!
Άγαλμα του πεζοδρομίου που σε φυσά ο μαΐστρος
στο ένα σου πόδι-ενώ σφυρίζεις τους καημούς της πατρίδας
με μια φωνή σαν του ρυακιού, που κελαϊδεί απ` την καρδιά σου
μικρή καρδιά της λευτεριάς που τρέμει όπως η πούλια.
Στο ποίημά του «Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή» ο ποιητής θρηνεί και εξυμνεί τη θυσία του ήρωα:
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας. / Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ` όνομά μας. / Πάνω στο χώμα σου είμαστε. Έχουμε πατρίδα. /
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, όπως και του Βρεττάκου είναι βιωματική, εξυμνεί την ειρήνη, την ανθρωπιά, εκείνους που δεν λύγισαν, που δεν προσκύνησαν.
Στο ποίημά του «Αυτό τ` αστέρι είναι για όλους μας. Ντουφεκίζεται η ζωή», αναρωτιέται, απορεί, αγανακτεί, επαναστατεί: «Νύχτωσε γρήγορα / ο αγέρας ερχότανε από μακριά μυρίζοντας βροχή / και πόλεμο / Τα τρένα γεμάτα φαντάρους περνούσαν βιαστικά στη νύχτα…/ πού πάνε λοιπόν τόσα παιδιά; Πού πάνε; / Κι εκείνος ο ξανθός ομπρελάς που τραγουδούσε τα πρωινά; / Ντουφεκίστηκε. / Κι ο περιπτεράς που μας άπλωνε τα ρέστα χαμογελώντας; / Ντουφεκίστηκε. / Και το παιδί που μας ζύγιζε τα κάρβουνα, το θυμάσαι αλήθεια; / Ντουφεκίστηκε. / Κι ο ταχυδρόμος που άνοιγε με τη φωνή του τα παράθυρα; / Ντουφεκίστηκε. Σ` όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή… Και την ίδια ώρα, που στο Χαϊδάρι και σ` άλλα στρατόπεδα-κολαστήρια, οι πατριώτες βασανίζονταν ή τα πεινασμένα παιδιά έψαχναν στα σκουπίδια να βρούνε κάτι να φάνε, οι μαυραγορίτες και οι λαθρέμποροι στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις, εύχονταν την επικράτηση των Γερμανών στο μέτωπο της Αφρικής, φωνάζοντας: «Βάστα Ρόμελ, να ξεπουλήσουμε…» Στο ποίημά του «Μη σημαδεύεις την καρδιά», ο Λειβαδίτης μιλάει για το μελλοθάνατο, που απευθύνεται στον σκοπό του εκτελεστικού αποσπάσματος: Την ώρα που εσύ γεμίζεις το όπλο κι ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις / βασίλεψαν τα πρωινά σου μάτια πίσω από ένα κράνος. / Άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μ` ένα ντουφέκι / Πεινάμε κι οι δυο για χαμόγελο και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο…/Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις χτύπα με αλλού. / Μη σημαδέψεις την καρδιά μου· / κάπου βαθιά ζει το παιδικό σου πρόσωπο, / δε θάθελα να το λαβώσεις. Στο ποίημά του «Όταν θα πεθάνουμε», ο ποιητής γίνεται αισιόδοξος, τρυφερός, «μεταφορικός», λυρικός: Όταν θα πεθάνουμε, αγαπημένη μου, εμείς δεν θα πεθάνουμε./ Αφού οι άνθρωποι θα κοιτάνε το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε / Εμείς θα ζούμε, / αφού θα τραγουδάνε το τραγούδι που αγαπήσαμε / εμείς πάλι θα ζούμε… / Αφού κάθε στιγμή, οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν μες` στην ελπίδα, / στο ψωμί, / στον ήλιο / και στη λευτεριά. /Πώς θα μπορούσαμε να είχαμε πεθάνει…/
Ο Άγγελος Τερζάκης γράφει για τη μνήμη το χρέος: (…) Αν μας απομένει στο τέλος μια μικρή ζάρα πίκρας στ` ακρόχειλο, είναι γιατί… αν η λήθη είναι κάποτε αρετή, η μνήμη είναι πάντα χρέος(…)
Τι μπορούμε τώρα εμείς οι νεότεροι να πούμε; Εμείς οι άμαθοι, εμείς οι άκαπνοι που δεν τα ζήσαμε, μα τα διαβάσαμε, τα ακούσαμε και πολλές φορές δακρύσαμε… ένα νομίζω, μόνο:Να μη ξεχάσουμε…
Βοηθήματα
Νικηφόρου Βρεττάκου. Τα ποιήματα τ. Α` Τρία φύλλα 1992
Περικλή Καλοδίκη. Η νεοελληνική λογοτεχνία, Gutembergτ. 4ος
Δημ. Γατόπουλος. Ιστορία της Κατοχής, Μέλισσα
Φωκίων Δημητριάδης. Σκιά πάνω απ` την Αθήνα. Σκίτσα της Κατοχής, Μαρής 1970