Το μεγάλο ταξίδι

Δημοσίευση: 01 Φεβ 2015 9:30 | Τελευταία ενημέρωση: 25 Μαϊ 2015 19:29

 

Στην αρχή δεν το πίστεψα, δεν μπορούσα ούτε να το φανταστώ. Την έβλεπα από πριν, δεν είχε όρεξη, χλόμιαζε, είχε έντονη καταβολή. –Κόβομαι πολύ φέτος, παιδί μου. Δεν μπορώ καθόλου, δεν έχω δύναμη. Στο νοσοκομείο οι γιατροί ήταν απόλυτοι: τρεις μήνες, ίσως τέσσερις. Παίζουμε με τους μήνες, με τις μέρες. Κάθομαι στη μεγάλη πολυθρόνα του θαλάμου, απέναντί σου. Σήμερα η φωνή σου έσπασε: – Βαρέθηκα! Πότε θα φύγουμε; Με ρωτάς.

– Μα έχουμε μόνο δυο μέρες!

Νύχτωσε και απλώθηκε το χλωμό κίτρινο φως του νοσοκομείου. Δεν κοιμάσαι, παρατηρείς τα πάντα από το κρεβάτι σου. Με κοιτάς, κουνάς το κεφάλι, σ’ ενοχλεί που κοιμούνται οι άλλοι συνοδοί και εγώ όχι, αλλά σε καθησυχάζω:

– Εμένα νοιάζεσαι πάλι; Καλά είμαι! Ξημέρωσε, ανοίγω το παράθυρο, σου λέω ότι έχει ωραία μέρα, προσπαθείς να ανασηκωθείς, μα δεν τα καταφέρνεις. Ρίχνω το βλέμμα μου αλλού, πρώτη μου φορά που δακρύζω κοντά σου, δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Τραβώ την κουρτίνα και κοιτώ στη μεγάλη αυλή του νοσοκομείου. Κάποιος κουρεύει το χόρτο, κάποιος κόβει τα όμορφα χαμομήλια, τις μαργαρίτες. Θα τερματίσει τη σύντομη ζωή τους, θροΐζουν στον αέρα για τελευταία φορά. Άραγε λυπούνται; Φοβούνται τη μηχανή που πλησιάζει; Γυρίζω προς τον γεμάτο θάλαμο• όχι, μόνο οι άνθρωποι πονούν έτσι, μόνο οι άνθρωποι χαίρονται, λυπούνται, ερωτεύονται. Δεν κοιμάσαι εύκολα, θέλεις να μιλάς, να μιλάς συνέχεια.

– Πότε θα πάμε στο χωριό; Ξεράθηκαν τα λουλούδια μας άραγε; Εκείνες οι γάτες μας τι να κάνουν; Τις ταΐζει κανείς;

– Καλά, μάνα, έχουμε γάτες εμείς;

– Ε, πώς! Όταν πάω στο χωριό, ξέρεις πόσες έρχονται στην αυλή μας; Ένα σωρό! Θα μου δώσεις λίγο νερό;

Μόνο αυτό μπορώ να σου προσφέρω δυστυχώς, λίγο νερό. Αναμνήσεις ωχρές σου έρχονται στο νου και μου τις λες. Κάνεις μια αναδρομή της ζωής σου «πήγα στη Θάσο, στην Κέρκυρα…» Μου απαγγέλλεις θέατρο, θυμάσαι τα λόγια μετά από πενήντα σχεδόν χρόνια, θυμάσαι ολόκληρες σκηνές. – Κτίσαμε την εκκλησία του χωριού με αυτό το έργο, το ξέρεις; Εγώ ήμουν η Παγώνα! Και πού δεν παίξαμε; Σε πόλεις, σε χωριά… μεγάλη επιτυχία! Έρχονται και στη δικιά μου μνήμη κάποιες θαμπές στιγμές. Γυρνώ από το σχολείο, εσύ είσαι μπροστά σε μια σκάφη γεμάτη άσπρους αφρούς και πλένεις. Φοράς ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο, η αυλή μας είναι γεμάτη απλωμένα ασπρόρουχα που ανεμίζουν. Μου αρέσει η μυρωδιά των φρεσκοπλυμένων ρούχων, μπερδεύομαι ανάμεσά τους, περνώ από κάτω τους.

Ο ήλιος γέρνει προς τη δύση του, κανείς δεν του δίνει σημασία, ο χρόνος εδώ μέσα έχει χάσει την αξία του. Παρατηρώ, παρακολουθώ αμήχανα τα πάντα, όμως σαν θεατής• δεν είμαι εγώ πρωταγωνιστής όπως αυτοί. Η αγωνία, η ελπίδα, ο πόνος, η απογοήτευση, όλα αυτά είναι τόσο κοντά εδώ, το ένα δίπλα στο άλλο. Κάποια κυρία από το απέναντι κρεβάτι με φωνάζει, είναι καθηλωμένη στο κρεβάτι εδώ και δυο εβδομάδες, οι οροί δεν την αφήνουν να κουνήσει τα χέρια της. Πηγαίνω πλάι της και μου εξομολογείται:

– Ξέρεις τι μου λείπει περισσότερο από όλα; Η αξιοπρέπεια μου, αυτή μου λείπει.

– Μην στεναχωριέστε, εσείς έχετε αξιοπρέπεια ψυχής κι αυτό φτάνει.

Με γυρεύεις, με κοιτάς και στενοχωριέσαι πάλι για εμένα. Θυμώνεις που δεν σε ακούω και για την ανημποριά σου:

– Πώς κατάντησα έτσι; Εκατό τελάρα βιομηχανική ντομάτα μάζευα στο χωράφι σε λίγες ώρες! Και τώρα;

Είσαι εξαντλημένη, χάνεσαι για λίγο. Αργότερα ξυπνάς, κοιτάς γύρω, φωνάζεις τα ονόματα όλων μας, έχεις μπερδευτεί, δεν ξέρεις ποιον έχεις αυτό το βράδυ κοντά σου. Κοιμάσαι πάλι. Άστραφτες ένα μεγάλο χαμόγελο κάθε φορά που έφευγε κάποιος από εμάς, για να πάρει τη θέση του άλλος. Μαλώναμε ποιος θα μείνει περισσότερο κοντά σου και εσύ κρυφοχαιρόσουν. Σε κοιτώ και σκέφτομαι μέσα στην αβάσταχτη νυχτερινή σιωπή. Ήθελες να μοιράζεσαι τα συναισθήματά σου, τη χαρά, τη λύπη σου. Μπορούσες να πιάσεις κουβέντα με τον καθένα να τον κάνεις να σου ανοιχτεί να σε αγαπήσει, να σου πει όλη τη ζωή του μέσα σε λίγα μόνο λεπτά. Όπως άλλωστε και οι περισσότεροι της γενιάς σου.

Ιδρώνεις σήμερα, έχεις πυρετό, θυμώνεις μ’ όλα, ακόμη και μαζί μου. Μετανιώνεις μετά και γέρνεις το κεφάλι σου θλιμμένα. – Έγινα ευαίσθητη, γιε μου, δεν ξέρω γιατί. Αδάκρυτοι γιατροί μπαίνουν και βγαίνουν, συνηθισμένοι στον πόνο και στην απελπισία. Εσύ αλιεύεις μέσα από τα λόγια τους και προσπαθείς απεγνωσμένα να καταλάβεις. Πάλι τρέχουν τα μάτια σου.

– Τι έπαθες; Πονάς;

– Δεν ήξερα πώς με αγαπάτε τόσο, όλοι σας!

– Μα τόσα χρόνια μας έδωσες αγάπη! Πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι;

Νύχτωσε πάλι, πιο γρήγορα σήμερα, τα άστρα αχνοφέγγουν από τα ανοιχτά παράθυρα. Νοσταλγίες παράξενες σου έρχονται:

– Πεινώ! Ε και να είχα δυο σουβλάκια τώρα!

Γελώ τόσο πολύ που έχω τύψεις. Στο θάλαμο ακούγεται ένας μονότονος ενοχλητικός θόρυβος από μια συσκευή που παρατείνει τη ζωή κάποιου. Ο συνεχής βόμβος της μου τρυπάει τα αυτιά, κάνω πολύ ώρα να τον συνηθίσω. Ξημερώνει και σου κρατώ το χέρι. Γεμάτος απελπισία εγώ, γεμάτη ελπίδα εσύ. Όλοι οι φόβοι σου υποχωρούν γιατί βγαίνουμε. Το λες σε όλους και χαίρεσαι, κι ας μην μπορείς ούτε καν να κουνηθείς.

– Φεύγουμε σήμερα, βγαίνουμε! Θα πάμε για τις εκλογές στο χωριό;

– Αν το θέλεις θα πάμε.

– Τι λες, θα ψηφίσουμε τον Βαγγελάκη ή αυτόν τον καινούριο τον νέο;

Ένα τρέμουλο ήταν στην αρχή, μετά έγινε βαριά ανάσα. Σου κρατάμε τα χέρια όλοι μας, σε χαϊδεύουμε, ανοίγεις τα μάτια και φωνάζεις «Κουράγιο, κουράγιο!» στην μικρότερη, στο στερνοπαίδι σου. Δίνεις θάρρος σε εμάς, ακόμη και τούτη την ώρα. Το στήθος σου ανεβοκατεβαίνει γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα και φωνάζεις:

– Εγώ πάντα φτωχιά ήμουν! Πάντα φτωχιά!

Ποιος ξέρει σε ποιον τα λες αυτά… Βογκάς δυνατά, λες λόγια ακατάληπτα μα και καθαρά. Τους προσφωνείς έναν, έναν, με τη σειρά, καθαρά με τα ονόματά τους. Πρώτα τους ζωντανούς, όλους τους θέλεις κοντά σου. Όλους τους θυμάσαι, ακόμη και τούτη τη στιγμή. Μετά φωνάζεις όσους έχουν φύγει από τη ζωή για το μεγάλο ταξίδι. Στο τέλος διαλέγεις με ποιον θα φύγεις.

Στο νοσοκομείο μου ζήτησες να σου φέρω τα βιβλία που είχαν μέσα τα διηγήματά μου. Τα κοίταξες για λίγο και κρυφογέλασες λέγοντάς μου: – Στο καινούριο που θα γράψεις να βάλεις «και της Ολυμπίας, όχι μόνο του Δημητρίου.

 

Γαϊτανίδης Ευστάθιος του Δημητρίου και της Ολυμπίας

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass