Του Μιχάλη Τσιώνα, μέλους Ε.Π. Θεσσαλίας του ΚΚΕ
Με μια φρενίτιδα δηλώσεων και συνεντεύξεων από τους νέους υπουργούς, που αναπαράγονται και διογκώνονται από το σύνολο σχεδόν του Τύπου, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ διακηρύττει την πρόθεσή της να εφαρμόσει το λεγόμενο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης».
Παρουσιάζουν τα ψίχουλα που περιέχει αυτό το πρόγραμμα για το λαό σαν «σαρωτική ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής», με έναν και μόνο στόχο: Να δημιουργήσουν την αίσθηση ότι η κυβερνητική αλλαγή σημαίνει και πολιτική αλλαγή υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Μ' αυτόν τον τρόπο, θέλουν να αποσπάσουν όχι μόνο τη συναίνεση του λαού στο σύνολο της πολιτικής τους, αλλά και την ενεργό συστράτευση για την υλοποίησή της.
Βεβαίως, υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στη διαχείριση που έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση και σ' αυτήν που υπόσχεται να κάνει η νέα συγκυβέρνηση. Η στρατηγική κατεύθυνση, όμως, που θα καθορίσει τη ζωή του λαού, δεν αλλάζει. Άλλωστε, ανάλογο σκηνικό ζήσαμε και μετά τις εκλογές του 2009, με τη γνωστή εξέλιξη...
Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα.
Από τις πρώτες μέρες, γνώρισε μεγάλη προβολή η δήλωση του νέου αναπληρωτή υπουργού Ναυτιλίας ότι δεν θα προχωρήσει η πώληση του 67% των μετοχών του ΟΛΠ ΑΕ. Η δέσμευση αυτή περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και παρουσιάστηκε σαν «ξήλωμα των μνημονιακών νόμων». Τι κρύβουν όμως; Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και ισχυρές μερίδες του κεφαλαίου, που ασχολούνται με τη ναυτιλία, τον τουρισμό ή εποφθαλμιούν «φιλέτα» που είναι στην ιδιοκτησία του ΟΛΠ ΑΕ, εναντιώνονται στην ιδιωτικοποίηση, επειδή τους πετάει έξω από το «παιχνίδι» της αξιοποίησης του ΟΛΠ προς όφελος και των δικών τους συμφερόντων. Γι' αυτό προκρίνουν έναν άλλο δρόμο για την παραπέρα ιδιωτικοποίηση του λιμανιού, όπως είναι οι Συμπράξεις Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα, οι μακρόχρονες παραχωρήσεις υπηρεσιών και υποδομών του ΟΛΠ, με το κράτος να διατηρεί το πλειοψηφικό πακέτο και να μοιράζει την «πίτα». Το καθεστώς αυτό είναι σύμφωνο με τις οδηγίες της ΕΕ για απελευθέρωση των λιμενικών υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα, όμως, για το λαό και τους εργαζόμενους θα παραμένει ίδιο.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο αναπληρωτής υπουργός Ναυτιλίας, παρά τις φανφάρες που διαδίδονται σε σχέση με την COSCO και τη δήθεν επαναφορά του λιμανιού στο δημόσιο, έκανε σαφές ότι «καθετί που έχει εγκατασταθεί με σύμβαση στη χώρα μας είναι σεβαστό. Όσον αφορά στην παραχώρηση του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων στην COSCO στεκόμαστε με πολλή σοβαρότητα απέναντι στις συμβατικές υποχρεώσεις του ελληνικού κράτους». Να θυμίσουμε εξάλλου ότι ο γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου, Σπ. Σαγιάς, της «αριστερής» κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έχει διατελέσει και νομικός σύμβουλος της COSCO!
Άλλο παράδειγμα είναι η θολή υπόσχεση για επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, που επίσης προβλήθηκε ιδιαίτερα από τα ΜΜΕ. Πέρασε, όμως, σε δεύτερη μοίρα μια αποστροφή στο λόγο του νέου υπουργού Εργασίας, ο οποίος, σε τηλεοπτική συνέντευξη, είπε: «Θα πρέπει να δείτε την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου σε συνδυασμό με μια σειρά άλλα μέτρα τα οποία θα διευκολύνουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων και θα δίνουν ανάσες. Όπως αυτό της ρύθμισης των χρεών προς Ταμεία και εφορίες (...) Άρα, λοιπόν, μιλάμε για ταυτόχρονες παρεμβάσεις που κινούνται σε μια λογική συνέργειας». Επίσης πουθενά δεν αναφέρεται η κατάργηση των αντεργατικών νομοθετημάτων που δίνουν τη δυνατότητα στην εργοδοσία να «παρακάμπτει» τον βασικό μισθό (μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία, ατομικές συμβάσεις κτλ.). Δηλαδή, αν τελικά εφαρμοστεί το μέτρο, αυτό θα είναι επιλεκτικό και θα γίνει με ισχυρά αντίδωρα στους επιχειρηματικούς ομίλους που θα προχωρήσουν σε τέτοια ρύθμιση. Αντίδωρα που θα πέσουν βαριά στις πλάτες του λαού με άλλον τρόπο. Έτσι, η χιλιοπαιγμένη από τα ΜΜΕ ανακοίνωση της ΕΣΕΕ (μεγαλέμποροι) ότι δέχεται την επαναφορά στα 751€ του κατώτατου μισθού, δεν δόθηκε όλη στη δημοσιότητα για ευνόητους λόγους. Και αυτό επειδή η ανακοίνωση αποδέχεται και την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τα «αντίδωρα». Μάλιστα, φαίνεται ότι υπάρχει και έτοιμο μέτρο. Λέει, λοιπόν, η ΕΣΕΕ στην ίδια ανακοίνωση: «Παράλληλα, με την αύξηση του κατώτατου μισθού θα μπορούσε να υιοθετηθεί η περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους (εργοδοτικών εισφορών), ώστε να αντισταθμιστεί μέρος της επιβάρυνσης των εργοδοτών» και συνεχίζει υπολογίζοντας ότι η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ μεικτά ισοδυναμεί με επιπλέον «επιβάρυνση» των επιχειρήσεων κατά 361,8 εκ. ευρώ, γεγονός που όπως αναφέρει: «αποτελεί το κατάλληλο κίνητρο προκειμένου το "επίδομα ανεργίας" του ΟΑΕΔ να μετατραπεί σε "επίδομα εργασίας" από πλευράς του κράτους, μέσω κάλυψης μέρους του συνολικού κόστους μισθοδοσίας». Ορίστε, λοιπόν: Πάρτε τα 751€, αλλά βάλτε τη διαφορά από το επίδομα ανεργίας που θα κοπεί σε άνεργους!
Την ίδια επικοινωνιακή τακτική υπηρέτησε και η τοποθέτηση του Δ. Στρατούλη που η αναμενόμενη δήλωσή του για τις συντάξεις ήταν ότι μπαίνει «τέλος στη μείωση των συντάξεων και τέλος στην αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης», χωρίς να δεσμεύεται για κατάργηση των υφιστάμενων νομοθετημένων μέτρων που ήδη εφαρμόζονται και τα οποία επέβαλλαν χαράτσια στις συντάξεις που αποδίδονται και αυξήσεις στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Τι είπε, δηλαδή; Ότι δεν θα κόψουν κι άλλο τις συντάξεις! Πολύ αριστερό πρόγραμμα! Τα ίδια υποσχόταν και ο Σαμαράς. Κουβέντα για την ανάκτηση των σοβαρών απωλειών που είχαν οι συνταξιούχοι και που κυριολεκτικά τους έχουν γονατίσει.
Ο νέος αναπληρωτής υπουργός εσωτερικών μιλώντας σε τηλεοπτικό σταθμό ανέφερε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δεσμευθεί προεκλογικά για την επαναπρόσληψη όσων δημόσιων υπαλλήλων απολύθηκαν με «αντισυνταγματικό τρόπο». Όσοι, φυσικά διώχθηκαν με «νόμιμο» και «συνταγματικό» τρόπο, ας μην περιμένουν! Ακόμα, ο αναπληρωτής υπουργός μίλησε για συνέχιση της κινητικότητας, αλλά και της αξιολόγησης υπαλλήλων και υπηρεσιών, «που θα γίνεται στη βάση αντικειμενικών δεικτών και όχι με τον υπάρχον αντισυνταγματικό νόμο», δηλαδή την αξιολόγηση θα την πουν «καλή αξιολόγηση»!
Συνέχιση της ίδια ρότας και στην εξωτερική πολιτική με διατήρηση αλλά και αναβάθμιση της συμμετοχής της χώρας στους επικίνδυνους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και στις αντιθέσεις ανάμεσα στα κέντρα του ιμπεριαλισμού. Ο αναπληρωτής υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Ν. Χουντής, στη δική του τοποθέτηση, δήλωσε ρητώς ότι υπάρχουν «υποχρεώσεις και δικαιώματα που απορρέουν από τις Συνθήκες της ΕΕ» δεσμευόμενος για άλλη μια φορά ότι η νέα κυβέρνηση θα τηρήσει κατά γράμμα όλες τις στρατηγικές της Ε.Ε. Από κοντά και ο υπουργός Αμυνας - πρόεδρος των ΑΝΕΛ - Π. Καμμένος, παραλαμβάνοντας το δικό του χαρτοφυλάκιο δήλωσε ότι: «Σεβόμενοι τη Συμμαχία θα προχωρήσουμε τις υπογεγραμμένες συμβάσεις...», εννοώντας τις ΝΑΤΟϊκές δεσμέυσεις των προγηούμενων κυβερνήσεων.
Όχι μόνο, λοιπόν, δεν υπάρχει κανένα ...άπλωμα σε σχέση με φιλολαϊκά μέτρα, αλλά συνεχίζεται το ...μάζεμα ακόμα και φραστικών ακροβασιών του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, προχτές, ήταν η σειρά του Γ. Μηλιού, που μίλησε σε ραδιοφωνικό σταθμό για το θέμα του χρέους λέγοντας ότι «εμείς έχουμε προτεραιότητα την αναδιάρθρωση του χρέους», αφήνοντας στην άκρη τα περί διαγραφής ενός μέρους του (γιατί το άλλο το αναγνωρίζουν και θα το φόρτωναν στο λαό να το πληρώσει). Ο Γ. Μηλιός αφού νωρίτερα είχε εξηγήσει ότι θα επιδιωχθεί μια «συμφωνία win - win», που στα ελληνικά σημαίνει ότι είναι έτοιμοι να δεχτούν και κάποια μέτρα, είπε ότι η κυβέρνηση θα υπερασπίσει τη δημοσιονομική ισορροπία και τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Όταν ρωτήθηκε από τον δημοσιογράφο αν αποσύρεται η πρόταση για «κούρεμα» του χρέους απάντησε: «Το θέμα είναι να φτάσουμε σε ένα ισοδύναμο αποτέλεσμα με το "κούρεμα"»!
Στην πραγματικότητα, αυτό που βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι η προσπάθεια να συμβιβαστεί ο λαός με τα ψίχουλα. Αυτό το υπέδειξε προχθές προκλητικά και ο νέος υπουργός Οικονομικών, λέγοντας ότι «είμαστε υπέρ του λιτού βίου (...) Οι Έλληνες δημιουργούσαν όταν ζούσαν λιτά». Την ίδια ώρα, βέβαια, μαζί με τις ψευτοπαροχές, ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται να υλοποιήσει και όλο το πρόγραμμα των διαρθρωτικών αλλαγών που αφορούν το κεφάλαιο, πολλές από τις οποίες αναιρούν ακόμα και τα ψίχουλα που τάζει στο λαό.
Ο λαός πρέπει να αντιμετωπίσει την προσπάθεια ενσωμάτωσης - χειραγώγησης που επιχειρείται, συμβιβασμού με τα ψίχουλα. Να διεκδικήσει την ανάκτηση όσων έχασε την περίοδο της κρίσης, να μη δεχτεί να στρατευτεί στην πολιτική που τον οδηγεί στην ίδια φτώχεια από άλλο δρόμο.