Κάτω από τα μεγάλα πλατάνια της πλατείας, γνωστοί και φίλοι ήπιαμε τσίπουρο και γευτήκαμε νοστιμιές, φορώντας ζακέτες που, μετά τον φετινό μαραθώνιο της ζέστης στον κάμπο, μας φάνηκαν κάτι σαν δροσερό χάδι στο ταλαιπωρημένο μας κορμί.
Με εξαίρεση τα πανηγύρια –συνήθως τις μέρες του Δεκαπενταύγουστου- τα ορεινά χωριά δεν κρατάνε κόσμο. Κάποιες αφίξεις για το Σαββατοκύριακο, δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα. Η παντοκρατορία της θάλασσας παραμένει ακόμη αδιαμφισβήτητη. Στενάζει ο Πλαταμώνας. Πλημμύρα τα Σαββατοκύριακα στον Αγιόκαμπο, τη Βελίκα και τη λοιπή λαρισαϊκή ακτογραμμή. Για τα νησιά, ας μην γίνει καν λόγος.
Κι όμως, αντικειμενικά να το δεις, δεν συγκρίνεται η ξεκούραση που παίρνει κανείς στο βουνό με το δράμα που ζει όποιος τολμά να πάει για ένα μπάνιο. Αν δεχτούμε ότι στόχος των διακοπών είναι η ξεκούραση, το βουνό υπερτερεί. Κι όμως ο κόσμος ενώνεται συνειδητά με τη μάζα και συνεχίζει να ακολουθεί την τάση. Δεν επιζητεί τις ήσυχες ακρογιαλιές και τα θέλγητρά τους. Στοιβάζεται στις ξαπλώστρες, όπου η πολυκοσμία, οι ομιλίες, οι φωνές, τα χαχανητά, οι χτύποι των κινητών, σου αφαιρούν κάθε δυνατότητα χαλάρωσης. Η δυνατή –και συχνά κακή- μουσική, οι βρόμικες παραλίες, οι υπάλληλοι των μπιτς-μπαρ που πηγαινοέρχονται κουβαλώντας καφέδες και χυμούς, η έντονη μυρουδιά από ιδρώτα και αντηλιακό, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που πόρρω απέχει από τον εξωτισμό που ονειρεύεται όλο τον χειμώνα ο πιεσμένος αστός για τις διακοπές του.
Υπάρχει, αναμφίβολα, ένα πρόβλημα στο πώς αντιλαμβάνονται οι σύγχρονες κοινωνίες την ποιότητα των διακοπών. Ειδικά σε ιδιαίτερες χώρες όπως η Ελλάδα, οι διακοπές για πάρα πολύ κόσμο είναι ένα ακόμη μέρος του «φαίνεσθαι», της «εικόνας» μας. Δεν αρκεί η ξεκούραση σε μέρος κοσμικό (και υποχρεωτικά παραθαλάσσιο) πρέπει αυτό να σημανθεί κιόλας, να γίνει γνωστό στην ομήγυρη η οποία άτυπα σε κρίνει και από τον τόπο που επιλέγεις ή δύνασαι να κάνεις διακοπές.
Όταν στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η Ελλάδα άρχισε δειλά – δειλά να δίνει περιεχόμενο στον όρο «διακοπές», το βουνό ταυτίστηκε με την κατ’ ανάγκην επιστροφή στο χωριό. Οι αγρότες που εποίκησαν τις μεγαλουπόλεις για να γίνουν εργάτες, αναγκάζονταν μέσα στη φτώχεια τους να επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι για το περιβόητο «ξεκαλοκαιριό». Η θάλασσα, αντιθέτως, και οι παλιές ένδοξες λουτροπόλεις τύπου Λουτράκι, Αιδηψός και Καμμένα Βούρλα ταυτίστηκαν με τις διακοπές των αφεντικών και της μεγάλης, εν γένει, μπουρζουαζίας. Μοιραία, η θάλασσα έγινε το μεγάλο αίτημα και όνειρο ταυτόχρονα των μικροαστών που αγωνίζονταν να γίνουν μέρος της μεσαίας τάξης και να αποκτήσουν τις συνήθειές της. Η ξιπασιά των μεν και η ζήλεια των δε συναντήθηκαν, και η ευκολία που υπήρξε στις μετακινήσεις γέννησε Μυκόνους και Σαντορίνες, Πλαταμώνες, και Χαλκιδικές για τα δεύτερα βαλάντια.
Έτσι το βουνό, μοιραία, πέρασε στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων ως προορισμός Β’ Εθνικής. Σε μια δεύτερη εκδοχή, ως τόπος για παρκάρισμα ηλικιωμένων, και μικρών παιδιών ή αρρώστων που χρειάζονταν καθαρό αέρα και φυσική ενδυνάμωση του ασθενούντος οργανισμού.
Στην πλατεία του ορεινού χωριού, πιάσαμε πάλι να συζητάμε –κακώς- για την κρίση και τα λάθη που κάναμε. Για μια ακόμη φορά καθίσαμε και μετρήσαμε πόσα και πόσα σπίτια σε πατρικά οικόπεδα δεν χτίστηκαν και ανακαινίστηκαν τα τελευταία χρόνια... Πόσο χρήμα, πόσος εθνικός πλούτος δεν επενδύθηκε αντιπαραγωγικά σε ντουβάρια που δεν χρησιμοποιούνται παρά ελάχιστες μέρες τον χρόνο, ακόμη και τούτα τα χρόνια της δυσπραγίας. Ντουβάρια που χτίσθηκαν πρώτον γιατί το χρήμα ήταν εύκολο ακόμη, δεύτερον γιατί κατά βάθος όλοι αυτοί που μετοίκησαν στην πόλη θέλησαν να δείξουν στους υπόλοιπους το μέγεθος της επιτυχίας τους εκεί.
Αλλά τι νόημα έχουν πια αυτές οι συζητήσεις; Στο βουνό, σαν πιάνει και θροΐζει ο πλάτανος της πλατείας, όλα γίνονται μαγικά και όλα τα ξεχνάς. Απροσκύνητες οι κορφές των περήφανων πεύκων ολόγυρα, προτιμούν να σπάσουν παρά να λυγίσουν στην μπόρα και τον κεραυνό. Κι αν είσαι τυχερός, όλο και μπορεί να πετύχεις κανένα κοπάδι πρόβατα που διατηρούνται χάρη στις επιδοτήσεις της Ε.Ε., και να δεις έτσι λευκές γραμμές να χαρακώνουν την πλαγιά και γλυκόλαλα κουδούνια να σκορπούν ποιμενικές συμφωνίες.
Στο βουνό, οι περισσότεροι θαμώνες της πλατείας είναι ηλικιωμένοι. Φορούν ακόμη σκούρα κοστούμια, κρατούν γκλίτσες και έχουν πολλές ιστορίες να σου διηγηθούν. Αληθινές, ή της φαντασίας τους γεννήματα τι σημασία έχει - το παραμύθι είναι πάντα παραμύθι και σε συνεπαίρνει γλυκά σαν τ’ ακούς από χείλη σοφά. Και τότε, νεράιδες και ξωτικά, αντάρτες και πολεμόχαροι Γερμανοί, ο Αϊ Θανάσης και τα θαύματα που έκανε για να σώσει το χωριό από τους επιβουλείς του, γίνονται ένα. Και σ’ αφήνουν με το στόμα ορθάνοιχτο να απολαμβάνεις όλη αυτή τη λαϊκή μυθολογία.
Στο βουνό τα βήματά σου σε φέρνουν κάθε τόσο σε ξωκλήσια ταπεινά. Η αποφορά της μούχλας και του ασβέστη σού σπάει τη μύτη σαν διαβείς την πόρτα που μένει πάντα ανοιχτή, γιατί ο Θεός και ο Άγιος τι να φοβηθούν; Κι εκεί, στο άναμμα του κεριού, στο ψέλλισμα μιας μυστικής προσευχής συναντάς τους θεούς που ψάχνεις μα δεν καταφέρνεις να βρεις.
Στο βουνό, το πιστεύω ολοένα και πιο πολύ, υπάρχουν όλα αυτά που αποζητάς να βρεις και δεν τολμάς να ελπίσεις. Κυρίως, υπάρχουν οι άνθρωποι της φύτρας σου, οι δικοί σου άνθρωποι, η ευρύτερη οικογένειά σου, όλοι αυτοί που ικανοποιούν το αρχέγονο ένστικτό μας να μάθουμε ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού πάμε.
Χαράζει νωρίς στο βουνό. Σηκώνεται ο ήλιος και σε γεμίζει ελπίδα για μιαν ακόμη γελαστή ημέρα. Κοιτάζεις τριγύρω σου και νιώθεις ευλογημένος...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr